Κατάφερε να γίνει ο κυριότερος εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και η μοναδική τεχνική του, το dripping που εφάρμοζε στα έργα του, να είναι παγκόσμια αναγνωρίσιμη και να μην έχει μπορέσει κανείς να την αντιγράψει μέχρι τις μέρες μας.
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Οι δυo τους συναντήθηκαν, το 1942, στη Νέα Υόρκη, όταν ο Pollock ήταν ακόμη άσημος και η Guggenheim, βασιζόμενη στο αλάθητο ένστικτο της για να επιλέγει τους συνεργάτες της, αλλά και στη γνώμη του φίλου της Marcel Duchamp, του πρότεινε να της φτιάξει μια μεγάλη τοιχογραφία για το διαμέρισμά της, στο Manhattan. Η συμφωνία, σπάνια για την εποχή εκείνη, ήταν να του δίνει κάθε μήνα $150, χρήματα αναγκαία για την επιβίωσή του ίδιου, αλλά και της επίσης ζωγράφου συζύγου του, Lee Krasner.
Οι μέρες που έγιναν εβδομάδες και στη συνέχεια μήνες, περνούσαν και η τοιχογραφία δεν ξεκινούσε προκαλώντας την ανησυχία, αλλά και την απογοήτευση της χρηματοδότη του, η οποία του δίνει τελεσίγραφο πως αν δεν έχει έτοιμο, το έργο της, μέχρι τον Ιανουάριο που έχει προγραμματίσει ένα μεγάλο πάρτυ, σταματά η επιχορήγηση από την πλευρά της. Η σύζυγός του πηγαίνοντας για ύπνο το βράδυ, πριν το deadline, ήταν σίγουρη πως η καριέρα του έχει λήξει μιας και δεν υπήρχε, ούτε καν μια κουκίδα στο μουσαμά που προοριζόταν για το τεράστιο έργο.
Το επόμενο πρωί, διαψεύσθηκε, όταν ο τεράστιος μουσαμάς είχε γεμίσει με φιγούρες που άγγιζαν τα όρια της φρενίτιδας και σχηματίζονταν από χοντρές μαύρες, κίτρινες, κόκκινες και τυρκουάζ γραμμές που στροβιλίζονταν στο λευκό φόντο. Ο Pollock δίπλωσε σε ρολό το έργο και το παρέδωσε στην Guggenheim, λίγες ώρες πριν την λήξη του τελεσίγραφου.
Η περίφημη αυτή ιστορία αποτελεί ακόμη και σήμερα αντικείμενο συζήτησης, αλλά και διαφωνιών μεταξύ των μελετητών του έργου του Pollock και των τεχνικών που έχουν αναλύσει τα έργα του και ισχυρίζονται πως το συγκεκριμένο έργο δημιουργήθηκε σε στρώματα, στη διάρκεια αρκετών εβδομάδων. Λέγεται πάντως, πως η ίδια η Guggenheim, επιβεβαίωσε την αρχική ιστορία, της μιας νύχτας. Μύθος, αλήθεια, μερική αλήθεια; Το σίγουρο είναι, πως δεν αφαιρεί τίποτε από την αξία του έργου και την εκκεντρικότητα της προσωπικότητας του δημιουργού του.
Η ιστορία συνεχίζεται, όταν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Guggenheim αποφασίζει να επιστρέψει στην Ευρώπη και μη θέλοντας να το πάρει μαζί της, το δωρίζει στο Πανεπιστήμιο της Iowa. Το κόστος μεταφοράς, που πρέπει να πληρωθεί από το Πανεπιστήμιο, είναι συνολικά $40 και ο επικεφαλής του τμήματος που ασχολείται με τα έργα τέχνης, προσπαθεί να το διαπραγματευθεί, γιατί πιστεύει πως είναι ακριβό. Η διασκεδαστική αυτή αλληλογραφία, αν σκεφτεί κανείς, πως η σημερινή αξία του έργου είναι περίπου $140 εκ., κρατά δύο χρόνια, όπου στο τέλος εγκρίνει τα $40.
Jackson Pollock…No chaos, damn it!
Ο Paul Jackson Pollock, γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1912, στο Cody, του Wyoming και ήταν ο μικρότερος από τα 5 αγόρια της οικογένειας, της Stella May και του LeRoy Pollock, πόλη την οποία εγκατέλειψε και δεν επέστρεψε ξανά, όταν η μητέρα του πήρε τους γιους της, με τον ίδιο, σε ηλικία 10 μηνών και εγκαταστάθηκε μαζί τους στην Καλιφόρνια, όπου και μεγάλωσαν, με συνεχείς μετακινήσεις σε διάφορες πόλεις.
Ιδιαίτερο παιδί, όπως ήταν, από τη μικρή του ηλικία, αδιαφορούσε για το σχολείο και τα μαθήματα μέχρι που τον απέβαλαν. Το μόνο μάθημα που φαινόταν να τον ενδιαφέρει ήταν τα καλλιτεχνικά και έτσι ο μεγαλύτερος αδελφός του που σπούδαζε ήδη Καλές Τέχνες, στη Νέα Υόρκη τον προσκάλεσε να πάει, να μείνει μαζί του.
Το 1930, εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη και ξεκινά να σπουδάζει ζωγραφική δίπλα στον Thomas Hart Benton, ενώ δημιουργεί τα πρώτα έργα του με επιρροές από τον μεξικανό ζωγράφο, έργων μεγάλων διαστάσεων, David Alfaro Siqueiros. Στη συνέχεια στρέφεται σε τεχνικές περισσότερο συμβολικές και αφαιρετικές. Λέγεται, πως επειδή έπασχε από κατάθλιψη, κατ’άλλους μελετητές του, από διπολική διαταραχή, επηρεασμένος από τις θεωρίες του Carl Jung, δημιουργεί μια ενότητα έργων στην περίοδο 1938 – 1944, τα οποία όμως δεν τυγχάνουν θερμής υποδοχής.
Τυχαίο ή όχι, το 1944 παντρεύεται την επίσης, πολλά υποσχόμενη ζωγράφο Lee Krasner, η οποία αποφασίζει να βάλει σε δεύτερη μοίρα την καριέρα της για να υποστηρίξει τον Pollock και τη δική του εξέλιξη. Είναι η περίοδος που μετακομίζουν στο Λόνγκ Άιλαντ για να αφοσιωθεί εκείνος στη ζωγραφική του. Εκεί, ανακαλύπτει και στη συνέχεια εξελίσσει την μοναδική του μέθοδο dripping, απλώνοντας τους μουσαμάδες του στο πάτωμα και “στάζοντας” τα χρώματά του επάνω τους με τα πινέλα του, στα οποία έχει δώσει έναν άλλο ρόλο.
Η αποδοχή των έργων αυτής της περιόδου (1947 – 1950) είναι πανηγυρική από τον κόσμο της τέχνης, ενώ η φήμη του απογειώνεται, όταν το περιοδικό LIFE, κυκλοφορεί στις 8 Αυγούστου του 1949, με 4σέλιδο αφιέρωμα στα έργα του και με τίτλο “Είναι αυτός ο μεγαλύτερος εν ζωή ζωγράφος των ΗΠΑ;”.
Η ζωή του, όμως είναι το ίδιο μπερδεμένη, όπως και οι γραμμές των έργων του και ζωγραφισμένη, μόνο με σκοτεινά χρώματα. Εθισμένος στο αλκοόλ, από πάντα, έχει μόνο μικρά διαστήματα νηφαλιότητας, τα οποία ούτε η σύζυγός του, δεν καταφέρνει να τα κάνει μεγαλύτερα. Η πιστή παρουσία της, δίπλα του, δεν του δίνει καν κίνητρο να σταματήσει να πίνει και να συμπεριφέρεται βίαια. Εκείνη επιστρέφει στη ζωγραφική της και ο Pollock που ζηλεύει το ταλέντο της γίνεται ακόμη πιο βίαιος και βρίσκει ερωμένη. Έχοντας ξεπεραστεί πια κάθε όριο, η Krasner τον εγκαταλείπει.
Το τέλος, τον βρίσκει στις 11 Αυγούστου του 1956, όταν με κακή διάθεση και εντελώς μεθυσμένος αποφασίζει να οδηγήσει για να πάνε σε ένα πάρτυ, με την ερωμένη του Ruth Kligman και μια φίλη της. Η Kligman, είναι η μόνη που επιζεί από το δυστύχημα, ενώ ο Pollock και η φίλη της σκοτώνονται ακαριαία.