Γράφει η Ζέτα Τζιώτη
Γνωρίζω την εικαστικό, Κατερίνα Μουράτη πάνω από μια δεκαετία. Η γνωριμία μας έγινε εντελώς τυχαία, ένα βραδάκι στο peak της καλοκαιρινής σαιζόν -στα μέσα Αυγούστου- στο όμορφο νησί της Αποκάλυψης. Περπατώντας στη χώρα, στο δρόμο προς την Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στην ανηφορίτσα, κοντοστάθηκα έξω από την γκαλερί της Κατερίνας. Μου τράβηξαν την προσοχή τα μικρών και μεγάλων διαστάσεων ζωγραφικά της έργα, καθώς και χρηστικά αντικείμενα που η ίδια είχε φιλοτεχνήσει και διακοσμούσαν την βιτρίνα της. Από την πρώτη κιόλας κουβέντα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Μουράτη δεν είναι μια συνηθισμένη καλλιτέχνης, που απλά διατηρεί μια γκαλερί σε νησί. Είναι μια καλλιτέχνιδα ιδιαίτερη, που εμπνέεται από τη δική της αλήθεια, γεγονός που την καθιστά μοναδική.
Η Κατερίνα γεννήθηκε στη Βέροια και μεγάλωσε στον Πειραιά από γονείς με ρίζες από την Μικρά Ασία. Ο πατέρας της, γνωστός οργανοποιός και ρεμπέτης της εποχής, της έδωσε τις σωστές βάσεις να αγαπήσει την Τέχνη. Αντισυμβατική, αλέγρα, φωτεινή έχει ζήσει έντονες στιγμές τόσο στη ζωή της, όσο στη δουλειά της, που διαπνέονται από νότες, τέχνη, φιλοσοφία και έρωτα.
Το νησί της Πάτμου αποτέλεσε για αυτήν τον τόπο της, τον προορισμό της. Πίστεψε στον Ιησού Χριστό και ξεδίπλωσε το πηγαίο της ταλέντο στη ζωγραφική κάνοντας το εικαστικό και εκπαιδευτικό της έργο γνωστό εντός κι εκτός συνόρων.
Εκπρόσωπος της outsider art, της art brut (ωμή τέχνη) ξόρκισε το κακό με τα αγγελικά «τζιζ-τζιζ» και έδωσε πνοή στο κέντημα μεταλλάσσοντας το πατμιακό τενερίφι σε κόσμημα και φυλαχτό.
Η δημιουργός μιλά στο Artviews για την «αλήθεια της» χωρίς φόβο και πάθος.
-Κατερίνα, είσαι μια καλλιτέχνης που ζει μόνιμα στην Πάτμο και που σπάνια την βλέπουμε στην Αθήνα.
-Ζω και εργάζομαι στην Πάτμο. Δεν ταξιδεύω, δεν μου άρεσαν ποτέ τα ταξίδια. Ακόμα και όταν έπρεπε να τα κάνω. Ήρθα στην Πάτμο το 1983 και βρήκα πολύ νέα το λιμάνι μου.
-Πώς προέκυψε η καλλιτεχνία στη ζωή σου;
-Ο πρώτος σύζυγος μου, καθηγητής Αισθητικής τότε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ανακάλυψε το ταλέντο μου και με την κατάλληλη εκπαίδευση με βοήθησε να το αναπτύξω. Μέσα στους κανόνες της εκπαίδευσης μου ήταν να μη βλέπω άλλα έργα τέχνης. Ταξιδεύαμε τότε και απαγόρευε μέχρι τα 25 χρόνια μου την είσοδο μου σε μουσεία. Τα πρώτα εγκαίνια τέχνης που πήγα ήταν τα δικά μου το 1987 στην οικία Σταύρακα στη Χώρα της Πάτμου. Ήθελε να αναπτύξω το δικό μου δρόμο στην Τέχνη χωρίς εξωγενείς επιρροές.
Με υποστήριξε ο τότε ηγούμενος της Ιεράς Μονής, Ισίδωρος, και η Ευθαλία Κωσταντινίδη. Ήμουν η πρώτη καλλιτέχνης που έκανε έκθεση στο νησί.
-Τι είναι για σένα η δημιουργία; Και πώς αυτή πραγματώνεται στην Πάτμο;
-Η δημιουργία μου περιλαμβάνει τρεις άξονες. Το εικαστικό μου έργο, το εκπαιδευτικό μου έργο και τα κείμενα μου, τα θεωρώ όλα αλληλένδετα.
Είμαι η ίδια τέχνη, γιατί η ζωή μου είναι τέχνη, οι στενοί μου συνοδοιπόροι το γνωρίζουν αυτό. Ζω λιτά, εκπληκτικά λιτά, δεν οδηγώ καν, ούτε ταξιδεύω, στο μυαλό μου βρίσκονται διαρκώς ιστορίες και εικόνες. Οι εικόνες μου είναι ιστορίες που την αρχή τη δημιουργώ εγώ, και μετά, σαν να τις συνεχίζει ένα θείο χέρι που ούτε και εγώ δεν ξέρω που με οδηγεί. Έχω όμως τον έλεγχο, γιατί αναζητώ την ισορροπία μέσα στην ανισορροπία, την τάξη μέσα στην αταξία.
Έχουν γραφτεί πολλά για μένα, μου έδωσαν ξένοι τεχνοκριτικοί την ετικέτα της Πυθίας -δεν ξέρω- εγώ κινούμαι στην Πάτμο, τα έργα μου και τα κοσμήματα μου ταξιδεύουν από δω σε όλο τον κόσμο. Βιοπορίζομαι χρόνια από την τέχνη μου και αγαπώ να ζω εδώ. Είναι ένα είδος αυτοεξορίας που ήταν και ο τίτλος της τελευταίας μου έκθεσης.
-Φαντάζομαι πώς οι χειμερινοί μήνες στην Πάτμο θα είναι εξαιρετικά δύσκολοι.
-Η καθημερινότητα μου, εκτός των καλοκαιρινών μηνών, που σφύζει το νησί, είναι πολύ μοναχική. Ανταλλάσσω δυο λόγια στον πρωινό μου καφέ του χειμώνα, αλλά το μυαλό μου είναι διαρκώς αλλού, σε θέματα που μόνο με λίγα άτομα μπορώ να μιλήσω.
-Έχεις τον χρόνο τουλάχιστον τους χειμερινούς μήνες να έχεις εικαστικές, αλλά και εκπαιδευτικές δραστηριότητες.
-Δούλευα σε σχολεία μειονοτήτων στη Γερμανία για χρόνια σαν εικαστικός. Σε αυτά τα σχολεία έφερνα τον δικό μου ελληνικό καλλιτεχνικό αέρα και αυτός ήταν ο στόχος. Μια διδασκαλία μέσα από την αγάπη και την αποδοχή στο άγνωστο ξένο.
Τα παιδιά σε όλο τον κόσμο διψούν για γνώση ψυχής και αυτό είναι κάτι που δεν δίδεται στα σχολεία. Όχι γιατί δεν υπάρχουν δάσκαλοι, δάσκαλοι υπάρχουν και βιβλία υπάρχουν. Δεν υπάρχουν τα υποστηρικτικά εναύσματα για διαρκή έμπνευση των δασκάλων. Οι δάσκαλοι είναι αφημένοι στην τύχη τους και στη δική τους πρωτοβουλία, γι αυτό τα παιδιά μας ψάχνουν το κάτι διαφορετικό στην γνώση και στην εμπειρία εκτός του σχολείου. Το σχολείο πρέπει να βγει πρώτα έξω από το σχολείο.
-Πως ξεκίνησες τα «τζιζ-τζιζ»…
– Τα «τζιζ-τζιζ» είναι σχέδια που τα ξεκίνησα το 2009 μετά από ένα θαύμα στη ζωή μου.
Προϋπήρχαν στα σχέδια μου. Είναι όντα σαν άυλες σημαντικές μορφές, που πετάνε, έχουν φτερά, πάνε όπου θέλουν, δεν έχουν φύλο. Είναι όπως οι άγγελοι και είναι κάπου στην ατμόσφαιρα. Αν σε αγγίξουν, όπως άγγιξαν και εμένα μέσα από την αφωνία, ξυπνάς και μετά δεν ζεις τη ζωή σου όπως πριν. Την ζεις αλλιώς, την ζεις στην ουσία της. Και όταν την ζεις στην ουσία της, κάνεις μεγάλα ξεκαθαρίσματα, μεγάλα ξεφορτώματα και απαλλαγές, όμως την πληρώνεις με το τίμημα της διαίσθησης, της διόρασης και της διακοής. Αν λαμβάνει τέτοια μηνύματα δεν είναι εύκολα στη διαχείριση τους, στην κάθε μέρα της ζωής σου.
Αυτό μπορεί να σε κάνει να νιώσεις κενό και προσωπική μοναξιά, απουσία των άλλων, μέχρι και τη δική σου. Τότε αρχίζουν οι συγκρούσεις με τα γήινα, γιατί τα γήινα είναι η αυταπάτη και τα εξωφυσικά η αλήθεια, έτσι όταν θέλεις να ζήσεις τη ζωή σου στην ουσία της, ενώ είσαι ακόμα στην τύρβη της συναναστροφής λαμβάνοντας μηνύματα, το κατά συνθήκην ψεύδος είναι αναπόφευκτον, καθώς και η σιωπή για αυτά τα εξωπραγματικά.
-Ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι πλέον τη ζωή είναι ο λόγος που αποτραβήχτηκες στην Πάτμο.
– Ήρθα σε ηλικία 20 χρονών στην Πάτμο. Όταν ήρθα στη Χώρα της Πάτμου, ένοιωσα ότι επέστρεψα στον τόπο μου . Έζησα χειμώνες στην Πάτμο, τότε που το νησί δεν είχε ούτε τηλέφωνο, ούτε διαδίκτυο . Έχω ζήσει και ζω την αληθινή Πάτμο. Αυτή που ακόμα κρατείται σχεδόν μυστική και δεν την γράφουν τα τουριστικά δημοσιεύματα.
Η μεταφυσική της Πάτμου σαν τόπος έχει να κάνει με το γη-αήρ και ύδωρ του Ηράκλειτου, με το χριστιανικό της στοιχείο της Ορθοδοξίας και με τα υπόγεια υδάτινα ρεύματα που περνάνε κάτω από το νησί.
Ο αέρας της Πάτμου έχει την ελαφράδα, που κανένα άλλο νησί δεν έχει. Ο αέρας της είναι εύπεπτος, το καθρέφτισμα της είναι δύσπεπτο. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν έρθεις εδώ με την αλήθεια σου, το νησί και η δύναμη του νησιού ή θα σε απωθήσει ή θα σε κρατήσει στα τουριστικά δρώμενα. Όμως την ουσία της ζωής, μέσω της Πάτμου, ίσως έρθει η ώρα κάποτε να την πάρεις. Μπορεί και όχι.
Ου τοις πάσι τα πάντα ρητά και ορατά.
Εγώ είμαι αυτοεξόριστη.
-Τελικά τείνω να πιστεύω ότι σου ταιριάζει περισσότερο ο χειμώνας στην Πάτμο.
-Μου αρέσει ο χειμώνας της Πάτμου και η τοπική της ζωή. Συμμετέχω σε αυτήν και ,μάλιστα, στην τελευταία μου έκθεση στο νησί στο Πάτμιον Πνευματικό Κέντρο του Δήμου μας, τον Νοέμβριο, δέχτηκα τις τάξεις των σχολείων από όλες τις βαθμίδες ξεναγώντας τα παιδιά μας πάνω στο έργο μου ξεκινώντας από το τι είναι καλλιτέχνης, προσέγγιση ενός έργου τέχνης ,τι είναι έμπνευση, τέχνη και εμπόριο και τους μίλησα για την εμπειρία μου στα σχολεία μειονοτήτων στην Γερμανία .
Πέρα από την καλλιτεχνική και εμπορική μου ταυτότητα στο νησί και στην πατρίδα μου γενικότερα, με ενδιαφέρει το μοίρασμα. Με ενδιαφέρει η άλλη άποψη, η ροή που φέρνει η συμφωνία και η διαφωνία πάνω στις απόψεις, με ενδιαφέρει η ζωντανή καθημερινότητα είτε στη μοναχικότητα μου ,είτε με συντροφιά.
-Έχω ακούσει ότι θέλεις να μονάσεις.
Αυτά είναι ήδη συμφωνημένα σχεδόν.