Ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Louis Aragon (1897–1982), αγαπούσε κάθε πρωτοποριακή μορφή τέχνης, αν και ήταν στρατευμένος κομμουνιστής. Υπήρξε όχι απλά ένας ακόμη διανοούμενος, αλλά ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες της γενιάς του. Για τον Γιάννη Ρίτσο είναι ο “αιώνιος έφηβος”, όπως τον αποκαλεί σε ένα από τα ποιήματα που του αφιερώνει, ενώ για τον Pablo Neruda είναι ο “Καπετάνιος της αγάπης” στο δικό του ποίημα.
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Για τον Louis Aragon, όμως υπήρχαν μόνο τα Μάτια της Έλσας.
Τόσο βαθιά τα μάτια σου πόσκυψα να πιω πάνω
Κι είδα τους όλους ήλιους σ’ αυτά ν’ αντιφεγγούν
Και τους απελπισμένους να πέφτουν να πνιγούν
Τόσο βαθιά τα μάτια σου που εκεί τη μνήμη χάνω …
Η αιώνια αγαπημένη και συνοδοιπόρος, της οποίας εξυμνεί τα μάτια, δεν είναι άλλη από την Elsa Triolet, την αδελφή της Lilya Brick, της απόλυτης μούσας του Vladimyr Mayakovsky, που και εκείνος για το πρώτο πράγμα που έγραψε μετά τη συνάντησή τους, ήταν για τα “σκαμμένα σαν να ‘ταν δύο τάφοι…” μάτια της Lilya.
Η μυθιστορηματικά σουρεαλιστική ζωή του Aragon ξεκίνησε με τη γέννησή του. Γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1897, στο Παρίσι και η γυναίκα που πίστευε για μητέρα του ήταν η γιαγιά του, ενώ αυτή που πίστευε για αδελφή του, ήταν η πραγματική του μητέρα. Ο άνθρωπος που γνώριζε για νονό του, ήταν ο βιολογικός του πατέρας, ο Louis Andrieux, παντρεμένος, πρώην γερουσιαστής και τριάντα χρόνια μεγαλύτερος από τη μητέρα του, την οποία αποπλάνησε στα δεκαεπτά της.
Το σκηνικό της “οικογένειας” στήθηκε με επιτυχία, από τους εμπλεκόμενους και η αλήθεια του αποκαλύφθηκε στα δεκαεννιά του, όταν ετοιμαζόταν να φύγει για το μέτωπο, για να πολεμήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κανείς τους δεν πίστευε πως θα επέστρεφε πίσω ζωντανός.
Αν ήταν άρνηση ή ανικανότητα του Andrieux, το να αναγνωρίσει επίσημα τον γιό του, δεν έπαιξε ρόλο για τον Louis Aragon που το κουβαλούσε σε όλη τη υπόλοιπη ζωή του, επηρεάζοντας βαθιά τον ίδιο και την ποίησή του.
Ξεκινά, να συμμετέχει ενεργά στο κίνημα του Ντανταϊσμού από το 1919 και στη συνέχεια, το 1924 μαζί με τον André Breton και τον Philippe Soupault γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Σουρεαλιστικού κινήματος και υποστηρικτής και συνοδοιπόρος μαζί με άλλους σουρεαλιστές του κομμουνιστικού κόμματος, του οποίου επίσημο μέλος γίνεται το 1927 και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η ποιητική και συγγραφική του δράση υπήρξε αξιοσημείωτη μέσα από τη συνεργασίας του με μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά μη διστάζοντας να έχει τη δική του άποψη που κάποιες φορές ερχόταν ακόμη και σε σύγκρουση με τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
“Your imagination, my dear fellow, is worth more than you imagine”
Το 1939 παντρεύεται την συγγραφέα Elsa Triolet, με την οποία συνεργάζεται στα “αριστερά” γαλλικά μέσα ενημέρωσης, πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, λαμβάνοντας παράλληλα, ενεργή δράση για την αντίσταση, μαζί με άλλους ποιητές, όπως ο Paul Éluard, κατά το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής κατοχής. Το όνομά του, παρέα με αυτό και άλλων “απαγορευμένων” συγγραφέων και ποιητών, όπως ο André Malraux, φιγουράρει σε περίοπτη θέση, στη μαύρη λίστα του Γερμανού αξιωματούχου Otto Abetz.
Νεωτεριστής και ανοιχτόμυαλος δίνει τον αγώνα του ενάντια στον σταλινισμό χρησιμοποιώντας την πένα του και τα μέσα που διευθύνει, όπως η Ce Soir και στη συνέχεια η L’Humanité, Les Lettres françaises. Δημοσιεύει γραπτά αντιφρονούντων, όπως ο Aleksandr Solzhenitsyn και ο Milan Kundera και καταδικάζει ανοιχτά τη λογοκρισία που δέχονται οι διανοούμενοι.
Τι διαφορετικό άλλωστε θα μπορούσαμε να περιμένουμε από κάποιον που μεγάλωσε ανάμεσα στα βιβλία, με μια απίστευτη λατρεία για το διάβασμα και χωρίς καμία απαγόρευση για το είδος των βιβλίων που θα μπορούσε να διαβάσει?
Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του αυτή, στο βιβλίο του Μ’ανοιχτά χαρτιά, την ελληνική μετάφραση του οποίου έχει κάνει ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος: “Tη μισή μου ζωή την έχω περάσει διαβάζοντας. Απ’ τα παιδικά μου χρόνια διάβαζα τόσο πολύ, που οι γονείς μου κλείδωναν τις βιβλιοθήκες και δεν ήξεραν τι να σκαρφιστούν για να με ξεκολλήσουν απ’ τα βιβλία. Ήμουν οχτώ χρονώ, πήγαινα στην τετάρτη τάξη, κι ουσιαστικά είχα διαβάσει όλο το πρόγραμμα του γυμνασίου.
Πρέπει να τ’ ομολογήσω, δεν άρχισα με τα παιδικά βιβλία: μου έμαθαν να διαβάζω στον “Τηλέμαχο” του Φενελόν και, πολύ γρήγορα, ξετρύπωσα στο σπίτι μου και στις βιβλιοθήκες των συγγενών μου της επαρχίας, τα πιο ακατάλληλα μυθιστορήματα. Διάβασα αργότερα την Κυρία ντε Σεγκύρ και τον Ιούλιο Βερν, τον Πωλ ντ’ Ιβουά πολύ πιο ύστερα από τον Κορνήλιο και τον Ρακίνα. Διάβαζα ό,τι μου έπεφτε στα χέρια, καταλόγους, ευρετήρια, ρεκλάμες, ποτέ δεν άφηνα να μου ξεφύγει ένα τυπωμένο στοιχείο χωρίς να το διαβάσω. Πολλά απ’ αυτά που ξέρω, απ’ αυτά που μου στάθηκαν χρήσιμα στη ζωή, τα έμαθα μόνος μου έτσι, κι όχι στο σχολείο.”
Εκτός από το συγγραφικό του έργο, ο Louis Aragon, έχει να παρουσιάσει και ένα τεράστιο έργο σαν εκδότης. Αφορά τη δημοσίευση των έργων κυρίως Γάλλων και Σοβιετικών συγγραφέων που σχετίζονται με το κίνημα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά και άλλων συγγραφέων όπως ο Vladimir Mayakovsky και ο Γιάννης Ρίτσος καθώς και την έκδοση ποιητικών συλλογών, όπως η Petite sirène, στην οποία συγκέντρωσε έργα του Pablo Neruda, του Eugène Guillevic, του Nicolas Guillen, αλλά και των λιγότερο γνωστών ποιητών όπως ο Dominique Grandmont, ο Alain Lance και ο Jean Ristat.
Συνεχίζει να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής του, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1982, με τελευταία δημοσιευμένα βιβλία τα Henri Matisse Roman και Les Adieux. Στο πλάι του ο φίλος και συνεργάτης του Jean Ristat, με τον οποίο πιθανολογείται πως υπήρχε και ερωτική σχέση.
Η ταφή του γίνεται στο πάρκο του Moulin de Villeneuve, δίπλα στην αιώνια αγαπημένη του Elsa Triolet, η οποία είχε φύγει από κοντά του 12 χρόνια νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1970.