Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Ξεκινώντας την καριέρα του ως δημιουργός κόμικς, ο γεννημένος το 1986 στην Αθήνα καλλιτέχνης, Γιώργος Γούσης, έκανε το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με το ανεξάρτητο «road movie», «Μαγνητικά Πεδία» (Magnetic Fields), το οποίο γυρίστηκε το 2021, εν μέσω καραντίνας και κυκλοφόρησε στη σινεφίλ streaming πλατφόρμα, Cinobo.
Ο Γούσης κέρδισε φήμη με τη μεταφορά του «Ερωτόκριτου», του Βιτσέντζου Κορνάρου, σε graphic novel το 2016, ενώ η μικρού μήκους ταινία του, «Χειροπαλαιστής», κέρδισε το βραβείο 2ης καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας και το βραβείο ΙΡΙΣ καλύτερου μικρού μήκους ντοκιμαντέρ το 2020. Το ευρύ κοινό, όμως, γνώρισε το Γούση από τη δουλειά του στον α’ τόμο του graphic novel, «Ληστές, η ζωή και ο θάνατος του Γιάννη και Θύμιου Ντόβα» (2020), μια συνεργασία του με το συγγραφέα Γιάννη Ράγκο, για το οποίο ο Γούσης έκανε την εικονογράφηση, που πραγματεύεται τη ζωή δύο διαβόητων ληστών στην Ήπειρο, στις αρχές του 20ου αιώνα, και έχει βασιστεί στη βιογραφία των υπαρκτών αδερφών Ρετζαίων.
Αν και το έργο του Γούση έχει μεγάλο εύρος (από άρθρα και εικονογραφήσεις στην Athens Voice, Τα Νέα, Το Βήμα και την Εφημερίδα των Συντακτών, μέχρι graphic novels και καλτ ταινίες), χαρακτηρίζεται από μια συνέπεια, ως προς την ποιότητά του. Τα «Μαγνητικά Πεδία», που κέρδισαν 6 βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είναι ένα ρομάντζο που διαδραματίζεται την περίοδο μετά το λοκντάουν, όταν οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν παγώσει και όλοι ψάχνουν να ξαναβρούν νόημα στην ύπαρξή τους.
Η Έλενα (Έλενα Τοπαλίδου), μια δασκάλα χορού σε ένα ταξίδι προσωπικής αναζήτησης στην Κεφαλονιά, γνωρίζει τον Αντώνη (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος) στο φέρι μποτ και προσφέρεται να τον πάει μέχρι την πόλη, όταν βλέπει πως το αυτοκίνητό του «μένει» από βλάβη. Η Έλενα, απογοητευμένη από τη ζωή της με το σύζυγό της και νεαρό τους παιδί, προσπαθεί να βρει ξανά τον έρωτα και την αγάπη για τη ζωή. Όπως εξηγεί σε μια σκηνή της ταινίας στον άντρα της, στο τηλέφωνο, όταν του αποκαλύπτει πως δεν είναι στη Θεσσαλονίκη, όπως του είχε πει αρχικά, δεν έχει πάψει να νοιάζεται για εκείνον ή να αγαπάει το μικρό Πέτρο, αλλά έχουν πάψει να της αρέσουν τα πράγματα που της άρεσαν κάποτε, όπως είναι ο χορός, και έχει βρει ενδιαφέρον σε άλλα, όπως είναι το τραγούδι.
Η ταινία του Γούση είναι κωμωδία, αλλά με ένα ιδιόρρυθμο ύφος, που θυμίζει τα «road movies» του Τζιμ Τζάρμους. Οι σιωπές, το ιδιότυπο χιούμορ και οι άβολες στιγμές, που όμως δεν μοιάζει να νοιώθουν καθόλου άβολες για τους πρωταγωνιστές, θυμίζουν επίσης τον σκηνοθέτη, Σταύρο Τσιώλη, που στην Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος του κινηματογραφικού αυτού είδους.
Το ταξίδι καθορίζεται από το στόχο του Αντώνη να θάψει τις στάχτες μίας θείας του, στο χωριό όπου γεννήθηκε, κάτι το οποίο οι εργαζόμενοι στο τοπικό νεκροταφείο του αρνούνται. Η Ελένη έχει τη φαεινή ιδέα να τις σκορπίσουν σε κάποιο φαράγγι (κυρίως επειδή θέλει να περάσει περισσότερο χρόνο με τον Αντώνη) και ύστερα από μια αρχική διαμαρτυρία, ο Αντώνης τελικά πείθεται και οι δυο τους ξεκινάνε τη νέα τους αποστολή.
Τα «Μαγνητικά Πεδία», όπως μπορεί κανείς να φανταστεί από τον τίτλο και μόνο, χρωστάει πολλά στην punk σκηνή και είναι μία ιδιαίτερα στυλιζαρισμένη ταινία. Οι χαρακτήρες φέρονται μονίμως λες και παίζουν σε κάποιο θεατρικό έργο, ενώ τα τραγούδια με τους παράξενους στοίχους και οι διάλογοι, διανθισμένοι με μπόλικη ειρωνεία και χιούμορ είναι πρωτότυποι και συχνά σουρεαλιστικοί (ο Αντώνης ρωτάει την Ελένη, στην προσπάθειά του να της εξηγήσει γιατί δεν ερωτεύεται, αν στην περίπτωση που είχε κόψει το χέρι της μια φορά και κάποιος της ζήταγε να το ξανακόψει, εκείνη θα το έκανε, στο οποίο η Ελένη απαντάει χωρίς δισταγμό πως θα το έκανε «εύκολα»).
Όπως και τα graphic novels, έτσι και το φιλμ αυτό του Γούση χτίζει την ιστορία επάνω σε τρισδιάστατους χαρακτήρες που έχει αναπτύξει ανεξάρτητα, κάτι το οποίο είναι σπάνιο στο σύγχρονο σινεμά. Από την άλλη, ο καλλιτέχνης οπωσδήποτε έχει μελετήσει ιστορία του κινηματογράφου και ειδικά του ελληνικού και έτσι μπορεί κανείς να βρει εδώ αναφορές μέχρι και στο «Μελισσοκόμο» (1986), του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ο Γιώργος Γούσης είναι σίγουρα ακόμα στην αρχή της καριέρας του, η οποία διαγράφεται λαμπερή και πολυσχιδής. Τόσο οι εικονογραφήσεις του, όσο και η σκηνοθετική του πινελιά έχουν μόλις αρχίσει να παίρνουν σαφή μορφή, φανερώνοντας ένα μελετηρό νέο δημιουργό.
Οι φαν του δικαίως περιμένουν, τόσο το β’ μέρος των «Ληστών», για να μάθουν τι απέγινε με το Γιάννη και το Θύμιο Ντόβα, που με το θάρρος και την τόλμη τους απέφυγαν μέχρι και την κρεμάλα, όσο και τις επόμενες ταινίες του για τους φανατικούς του Cinobo και του Criterion. Μέρος της αίγλης του έργου του είναι η DIY προσέγγισή του, που φυσικά ανήκει στην post–punk παράδοση και δίνει την αίσθηση ότι αν κανείς είναι αρκετά εφευρετικός, μπορεί να πετύχει τα πάντα.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: