Γράφει η Λιάνα Ζωζά
O Marcel Duchamp (1887 – 1968), είναι σίγουρα μια από τις πιο πολυσυζητημένες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες που πέρασαν από τον χώρο της τέχνης, αλλά και αυτός που ανέτρεψε τόσο τον τρόπο που βλέπουμε την τέχνη όσο και το τι θεωρείται τέχνη, επηρεάζοντας όσο λίγοι την μεταπολεμική τέχνη στην Ευρώπη και την Αμερική.
Ζωγράφος και γλύπτης, αλλά και συγγραφέας και δεινός παίκτης στο σκάκι συνέδεσε τη δουλειά του με την εννοιολογική τέχνη και με σημαντικά κινήματα, όπως ο Κυβισμός, ο Υπερρεαλισμός και το Dada χωρίς όμως να ενταχθεί σε κανένα από αυτά.
Γεννήθηκε στο Blainville–Crevon, στη Νορμανδία και μεγάλωσε σε μια καλλιτεχνική οικογένεια, με παππού τον Émile Frédéric Nicolle, ζωγράφο και χαράκτη, όπου όλοι αγαπούσαν να διαβάζουν βιβλία, να παίζουν σκάκι, να ζωγραφίζουν και να μελετούν μουσική, παρέα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τέσσερα από τα επτά αδέλφια έγιναν επιτυχημένοι καλλιτέχνες.
Αν και ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα με ζωγραφικά έργα, όχι πολύ συμβατικά, μιας και ήταν ευδιάκριτα σε αυτά το χιούμορ και ο σχολιασμός της τέχνης και των κινημάτων της εποχής, γρήγορα ο Duchamp αποφάσισε να αλλάξει την πορεία της ιστορίας της τέχνης δημιουργώντας τα “readymades”.
Τα “readymades” του Marchel Duchamp ήταν συνηθισμένα καθημερινά αντικείμενα που ο ίδιος επέλεγε, τροποποιούσε και υπέγραφε μετατρέποντας τα σε τέχνη. Η δημιουργία τους αποτελούσε το αντίδοτο στην “τέχνη του αμφιβληστροειδούς”, όπως ο ίδιος χαρακτηριζε την τέχνη που στόχευε στην ευχαρίστηση του θεατή.
Μέσα από τα συγκεκριμένα έργα ήθελε να κινητοποιήσει τον θεατή όχι μόνο να δει με διαφορετικό τρόπο το έργο, αλλά να μπει στη διαδικασία της σκέψης και μάλιστα της δημιουργικής σκέψης. “… πάντα είναι η ιδέα που έρχεται πρώτα, όχι το οπτικό παράδειγμα”, “… μια μορφή άρνησης της δυνατότητας ορισμού της τέχνης.”, έλεγε, επιλέγοντας πάντα τα αντικείμενα που θα του έδιναν έργα και θα χαρακτηριζόταν από χιούμορ, ειρωνεία και ασάφεια.
Το περιβόητο “Fountain”, ένα πορσελάνινο ουρητήριο, είναι ίσως το πιο γνωστό από τα “readymades” του Marchel Duchamp και αυτό που το 1917 υπογράφοντάς το με το ψευδώνυμο R. Mutt, το υπέβαλε σαν πρόταση στην έκθεση της Ένωσης Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη. Βέβαια, εκείνοι το απέρριψαν χαρακτηρίζοντάς το ανήθικο, αν και σύμφωνα με τους κανόνες της έκθεσης μπορούσε να συμμετάσχει οποιοσδήποτε καλλιτέχνης πλήρωνε το αντίτιμο της συμμετοχής. Το έργο φωτογραφήθηκε και δημοσιεύθηκε, αλλά το ίδιο χάθηκε.
Art in a little suitcase!
Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1960, ο καλλιτέχνης δημιούργησε δεκαεπτά αντίγραφα του “Fountain” που υπάρχουν μέχρι και σήμερα και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα τέχνης του εικοστού αιώνα, αν και ξεκίνησε σαν μια ευφυής φάρσα με σκοπό να “διασκεδάσει” την αμερικανική avant-garde τέχνη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιλογή των αρχικών που δημιουργούν το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραψε το έργο. To R για το Richard, που όμως στην Γαλλική αργκώ σημαίνει και “moneybags” και το Mutt σαν αναφορά στην εταιρεία JL Mott Ironworks, την εταιρεια που κατασκεύασε το ουρητήριο και είχε σαν έδρα της τη Νέα Υόρκη.
Το ανήσυχο πνεύμα του Marchel Duchamp, τον οδηγεί τις αρχές της δεκαετίας του 1920, στη δημιουργία ενός γυναικείου alter ego, που την ονομάζει Rrose Selavy για να συνυπάρξει και να δημιουργήσει μαζί της. Ακόμη και το όνομά της προέρχεται από ένα λογοπαίγνιο που κάνει ο Duchamp με τη γαλλική έκφραση “Eros, c’est la vie”. Ο Man Ray φωτογραφίζει την Rrose που είναι η ίδια ένα υπέροχο έργο του Duchamp συγκεντρώνοντας στο χαρακτήρα της όλα τα χαρακτηριστικά του Dada και δίνοντας στο δημιουργό της ακόμη μεγαλύτερη φήμη.
Όταν, το 1923, ο Duchamp δήλωσε ότι εγκαταλείπει την τέχνη για το σκάκι, η Rrose συνεχίζει να βρίσκεται στη επικαιρότητα μέσα από τις δηλώσεις και τα λογοπαίγνιά της, αλλά και τις φωτογραφίες του Man Ray όπου παίζει με το “ανδρόγυνο” ύφος του μοντέλου του.
Το “παιχνίδι” με το γυναικείο alter ego του, οδηγεί τον Duchamp και στο επόμενο έργο του που ήταν να σχεδιάσει μουστάκι και μούσι στη Mona Lisa του Da Vinci, πάνω σε μια κάρτα. Στο κάτω μέρος της κάρτας έγραψε τα αρχικά L.H.O.O.Q από τη φράση “Elle a chaud au cul” δημιουργώντας ένα ακόμη λογοπαίγνιο που όμως αυτή τη φορά ήταν ακόμη πιο προκλητικό.
Παίρνοντας ένα αριστουργηματικό έργο και παρεμβαίνοντας με το συγκεκριμένο τρόπο το κατεβάζει από το βάθρο του ενώ λειτουργώντας υπαινικτικά με την υποτιθέμενη ομοφυλοφιλία του δημιουργού του καταρρίπτει τα όρια ανάμεσα στους ρόλους των φύλων.
Το 1968 ο Duchamp πεθαίνει απο καρδιακή προσβολή και στον τάφο του αναγράφεται: “Άλλωστε, πάντα αυτοί που πεθαίνουν είναι οι άλλοι” (D’ailleurs c’est toujours les autres qui meurent).
Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, ξανακάνει την έκπληξη αποκαλύπτοντας το έργο “Etant donnes”, 1946 – 66 που θεωρείται το δεύτερο πιό σημαντικό έργο του και είναι εγκατεστημένο πίσω από μια βαριά ξύλινη πόρτα που βρέθηκε στην Ισπανία και στάλθηκε στη Νέα Υόρκη.
Ο θεατής βλέπει μέσα από δύο οπές τη σκηνή που απεικονίζει μια γυμνή γυναίκα, πιθανόν νεκρή, με τα πόδια της ανοιχτά, κρατώντας μια αναμμένη λάμπα αερίου. Το περιβάλλον είναι ένα ορεινό τοπίο, μια φωτογραφία που ο Duchamp τράβηξε στην Ελβετία.
Με σαφείς οδηγίες για την εγκατάστασή του, χειρόγραφες από τον ίδιο, το έργο συναρμολογήθηκε και παρουσιάστηκε στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας σύμφωνα με τις επιθυμίες του.
Ήταν ένα έργο που το δούλευε κρυφά για σχεδόν είκοσι χρόνια, ενώ όλος ο κόσμος της τέχνης πίστευε πως είχε αγκεταλέιψει την τέχνη για το σκάκι. Προβληματισμός πάνω στα όρια μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή? Αμφισβήτηση της αυτοσυνείδησης ή διαλογισμός? Ή όπως θα έλεγε και ο ίδιος: “I wanted to use my possibility to be an individual, and I suppose I have, no?”
πηγή: https://el.wikipedia.org