Site icon Artviews

Marie Antoinette: Μία post-punk πινελιά στην εκκεντρική περσόνα του 18ου αιώνα

Γράφει η Μαρία Δήμου

Στην τρίτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία της («Marie Antoinette»), η Sofia Coppola, μας ταξιδεύει πίσω στις αρχές του 18ου αιώνα και συγκεκριμένα στις Βερσαλλίες. Με άρωμα Γαλλίας, μας μεταφέρει με έναν ειδυλλιακά μοντέρνο και ελαφρύ, ενώ την ίδια στιγμή και απρόσμενα συναισθηματικά φορτισμένο, τρόπο, την ιστορία της τελευταίας βασίλισσας της Γαλλίας πριν από την επέλαση της Γαλλικής Επανάστασης.

Αίγλη, φήμη, πλούτη, κουτσομπολιά. Η Coppola στην ταινία της, «Marie Antoinette», προσπαθεί να μας ενσωματώσει με έναν δικό της πρωτότυπο τρόπο στο παρασκήνιο για την εξελικτική πορεία της νεαρής βασίλισσας μέχρι και την θλιβερή της πτώση. Ομαδοποιεί ορισμένα από τα στοιχεία που έχουμε για το εν λόγω πρόσωπο, δίχως όμως να μπαίνει στην παγίδα μιας στερεοτυπικής, εξονυχιστικά πιστής και τελικά μουντής βιογραφίας, παρά δημιουργεί μια καθαρά προσωπική της ταινία, ακολουθώντας, μάλιστα, κατά πολύ τα χνάρια των προηγούμενων έργων της. Ωστόσο, η προκείμενη, φαίνεται να είναι, κατηγορηματικά, η πιο αυθεντική της έως τώρα.

Πηγή εικόνας: evanerichards.com

Η Αυστριακής καταγωγής 14χρονη δούκισσα, ταξιδεύει από την χώρα προελεύσεώς της ως την Γαλλία, με σκοπό να αποκατασταθεί, μιας και είναι η μοναδική ανύπαντρη εκ των θυγατέρων της οικογένειας. Η μοίρα της νεαρής δούκισσας, της επιφυλάσσει μια λαμπερή και γκλαμουράτη ζωή, πλάι στον Λουδοβίκο τον 16ο, ενώ η κοινωνική της θέση, απαιτεί από εκείνη πολλά παραπάνω από εκείνα που θα ήταν ικανό να προσφέρει το νεαρό της ηλικίας της. Φανταχτερά φορέματα, φτερά, ογκώδη μαλλιά, που καλύπτονται με πελώρια καπέλα, κορσέδες, μια ατελείωτη ντουλάπα με ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ, εκλεπτυσμένα βαψίματα και αρώματα, τα πρωινά τσάι, ενώ τις νύχτες ακριβά ποτά και ξέφρενη διασκέδαση και κοινώς ένα υπόλοιπο ζωής μέσα στα λούσα, είναι υπεραρκετά για να εντυπωσιάσουν ένα… παιδί.

Σε ανυποψίαστο χρόνο, η Coppola κάνει μια βουτιά μαζί με τους θεατές της, στο χάος των κοινωνικών σχέσεων, της διασημότητας, των κακών γλωσσών και της ασφυκτικής πίεσης από την οποία μόνο ο σκληρότερος θα μπορούσε να βγει ζωντανός. Με μια γλυκιά αφέλεια, προερχόμενη κατά πάσα πιθανότητα από την νιότη και την άγνοια που θέλησε να αποτυπώσει, αφηγείται μια χιλιοειπωμένη ιστορία που έκτοτε και ύστερα, χαρακτηρίστηκε κατά τα άλλα, από μια ψυχρή τραγικότητα. Η ταινία όμως, μοιάζει να σταμάτησε κάπου τον χρόνο, ούτως ώστε να επιδιώξει να κρατηθεί λίγο παραπάνω στα χρόνια της ξεγνοιασιάς πριν να ξεσπάσει η καθοριστική επανάσταση, που θα γεφυρώσει τα κοινωνικά στρώματα και θα ξεσκεπάσει την βρώμικη πτυχή της ανεμελιάς του πλούτου.

Πηγή εικόνας: i.pinimg.com

Η αναγεννησιακή παρουσία της Kirsten Dunst, ως Marie Antoinette, κινείται ως αιθέρια ύπαρξη ανάμεσα στο κολοσσιαίο παλάτι με τους παραμυθένιους κήπους, σαν υπνωτισμένη, αποκλίνοντας από το “τρομακτικό” πρόσωπο της ωρίμανσης και της ευθύνης, αρνούμενη να ξυπνήσει στον εφιάλτη των αληθινών προβλημάτων που μαστίζουν την κοινωνία. Πίσω από τα εντυπωσιακά χρώματα και κοστούμια, υποβόσκει μια διαβρωτική μελαγχολία, μια ζοφερή ραστώνη. Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν όμως να μεταδοθούν πιο εύστοχα, παρά με την ασύλληπτη φωτογραφία του Lance Acord (συνεργάτης της Coppola και στο «Lost in Translation»), που -περιέργως- έρχεται και δένει με ένα post-punk soundtrack, αποτελούμενο από μια ποικιλία αγαπημένων συγκροτημάτων.

Πηγή εικόνας: i.redd.it

Η ιδέα μιας ταινίας περιόδου σε ένα πιο εκσυγχρονισμένο αλλά ταυτόχρονα ένα άτυπα ονειρικό πλαίσιο, είναι στην πραγματικότητα όσο ενδιαφέρουσα όσο ακούγεται. Έπειτα από έναν αξιοπρεπή αριθμό υποψηφιοτήτων ορισμένων αναγνωρισμένων κινηματογραφικών βραβείων (στο Φεστιβάλ Καννών και τα Όσκαρ, μεταξύ άλλων), η αντικειμενικά πιο μεστή ταινία της σκηνοθέτιδας, ίσως να χάθηκε λιγάκι ανά τα χρόνια και να μην κέρδισε εξ’ ολοκλήρου μια θέση στις λίστες ταινιών με τις καλύτερες του είδους της, μπλεγμένη ταυτόχρονα, σε μια πληθώρα αμφίσημων κριτικών.

Η αίσθηση όμως που καταφέρνει να μοιραστεί με το κοινό της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και επιτυχία, καθώς η τελική μοιραία κατάληξη της ηρωίδας, αφήνει σε όλους τους συνοδοιπόρους της πρωταγωνίστριας που βρίσκονται μπροστά από την κινηματογραφική οθόνη, ένα σημαντικό κενό. Πιθανότατα, να θέλαμε να μείνουμε λίγο παραπάνω στις πιο όμορφες στιγμές της και τυχόν να γυρνούσαμε τον χρόνο πίσω, λίγο πριν πλησιάσουμε το τέλος που μας δίδαξε η Γαλλική ιστορία. Ίσως, ένα κομμάτι παραπάνω από εκείνο το… «κέικ».

Exit mobile version