Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Στην ταινία Ο Γαλάζιος Άγγελος (Der blaue Engel), 1930, το κλασικό αριστούργημα του Josef von Sternberg, εκτός από τον ηλικιωμένο καθηγητή που ερωτεύεται για πρώτη φορά στη ζωή του και στη συνέχεια αυτοκαταστρέφεται από τα συναισθήματά του για την υπέροχη Lola Lola, είναι σίγουρο πως κανείς από τους θεατές δεν μένει ασυγκίνητος στη θέα της Marlene Dietrich.
Η Marlene Dietrich που εμφανίζεται στη σκηνή φορώντας κοντή φούστα και καλτσοδέτες και με τα μαλλιά της καλοχτενισμένα κάτω από το καπέλο της, ερμηνεύοντας με πάθος το Falling in Love Again των Friedrich Hollaender and Robert Liebmann.
Μία από τις θεότητες της έβδομης τέχνης, μόλις έχει συστηθεί στο κινηματογραφικό και όχι μόνο κοινό, “σέρνοντάς” τους για όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, όχι πίσω από το φουρό της, μιας και δεν ήταν ποτέ ενδυματολογική της επιλογή, αλλά από τα καλοσιδερωμένα μπατζάκια των παντελονιών της.
Η μεγάλη βάμπ, Marie Magdalene “Marlene” Dietrich γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1901 σε μια συνοικία του Βερολίνου, σε μιά εύπορη από την πλευρά της μητέρας της οικογένεια και ήταν η μικρότερη από τα δύο κορίτσια τους.
Ο πατέρας της, αξιωματικός της αστυνομίας πέθανε, όταν η Marlene ήταν 6 χρονών και η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα με τον παιδικό της φίλο, έναν αριστοκράτη αξιωματικό, αλλά ούτε και αυτός ο γάμος είχε αίσιο τέλος λόγω του θανάτου του από βαρύ τραυματισμό κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το όνομα Marlene, το δημιουργεί η ίδια, στα 11 της χρόνια, όταν συνδυάζει το βαφτιστικό της με το χαϊδευτικό Lena και Lene με το οποίο την φώναζαν στην οικογένειά της. Παράλληλα, με το σχολείο κάνει μουσικές σπουδές και παίζει βιολί. Ένας τραυματισμός, όμως στον καρπό, της στερεί τη δυνατότητα να ακολουθήσει μουσική καριέρα.
Ο ίδιος ο Χίτλερ τη θαύμαζε και της ζήτησε να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες προπαγάνδας, πράγμα που η ίδια αρνήθηκε
Ξεκινά να παίζει επαγγελματικά στο θέατρο, περίπου το 1922, αλλά μόνο μικροί ρόλοι είναι διαθέσιμοι και κανείς δεν φαίνεται να προσέχει τις υποκριτικές της ικανότητες. Ένα χρόνο αργότερα της δίνεται ένας ακόμη μικρός κινηματογραφικός ρόλος στην ταινία The Little Napoleon και στα γυρίσματα της ταινίας Tragödie der Liebe γνωρίζεται με το μελλοντικό της σύζυγο Rudolf Sieber, παντρεύονται και στις 13 Δεκεμβρίου του 1924 γεννιέται το μοναδικό της παιδί, η κόρη τους Maria Elisabeth.
Συνεχίζει να διεκδικεί τη θέση της στο θέατρο και τον κιηματογράφο μέχρι που έρχεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο Γαλάζιο Άγγελο, το 1929 και ακολουθεί το συμβόλαιο με την Paramount και η μετάβασή της στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η υποδοχή της μεγαλειώδης και το δώρο της από τον von Sternberg για το καλωσόρισμα μια Rolls Royce.
Σε συνεργασία και πάντα με την σκηνοθετική καθοδήγηση του Josef von Sternberg ακολουθούν οι ταινίες που την καθιερώνουν παγκόσμια. Η αμέσως επόμενη, είναι το Morocco, 1930, όπου και εκεί υποδύεται μια τραγουδίστρια του καμπαρέ.
Αυτή τη φορά προκαλεί με τη σκηνή όπου τραγουδά ντυμένη με αντρικό κουστούμι, κρατά τσιγάρο και φιλά αισθησιακά μια άλλη γυναίκα, πράγμα που για την εποχή εκείνη θα μπορούσε να λειτουργήσει σοκαριστικά για την κοινή γνώμη. Αντί αυτού αποσπά θετικές κριτικές και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Δεν είναι τυχαίο πως η συνολική εικόνα της, αλλά και η επιτυχία της σαν ηθοποιός λέγεται πως οφείλεται στον von Sternberg, μιας και ήταν εκείνος που την καθοδηγούσε στην καριέρα της από το να χάσει κιλά για να βελτιώσει την εμφάνισή της μέχρι και το πως θα στήνεται στο φακό, αλλά και πως θα παρουσιάζεται δημόσια.
Η μοιραία αυτή γυναίκα, όμως, ήταν τόσο δυναμική η ίδια που μπορούσε άνετα να διαχειριστεί και να διαφυλάξει όλο αυτό το μύθο που είχε δημιουργηθεί γύρω της.
Όταν, το 1933, ταξίδευε για το Παρίσι φορώντας ένα λευκό κοστούμι, πληροφορήθηκε πως ο αρχηγός της αστυνομίας, ανακοίνωσε πως εάν κυκλοφορήσει στους δρόμους του Παρισιού με παντελόνι, θα συλληφθεί.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, δεν φάνηκε να την “άγγιξε” η πληροφορία και έφθασε φορώντας το κουστούμι, ένα ανδρικό παλτό, μπερέ και γυαλιά ηλίου, έπιασε από το μπράτσο τον αστυνομικό και απομακρύνθηκαν παρέα.
Ο δυναμικός της χαρακτήρας, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στην υπεράσπιση της δημόσιας εικόνας της. Αυτή την εικόνα, ούτως ή άλλως, την έχτισε μέσα από τον ακτιβισμό και τις προσπάθειές της να αντιταχθεί στον φασισμό. Βίωσε την άνοδο του Γ’ Ράιχ στην πατρίδα της και αισθάνθηκε βαθιά προδομένη.
Ο ίδιος ο Χίτλερ τη θαύμαζε και της ζήτησε να πρωταγωνιστήσει σε ταινίες προπαγάνδας, πράγμα που η ίδια αρνήθηκε. Το 1939 ζητά την αμερικανική υπηκοότητα και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περιοδεύει με σκοπό να ψυχαγωγήσει τα συμμαχικά στρατεύματα τραγουδώντας επιτυχίες όπως το Lili Marlene που έμεινε στην ιστορία, αλλά και ηχογραφώντας αντιναζιστικά μηνύματα στα γερμανικά που μεταδίδονταν από τα συμμαχικά ραδιόφωνα.
Η επιστροφή της στην Αμερική, στα χρόνια του πολέμου, εκτός από ασφάλεια της προσφέρει συνεργασία με τα περισσότερα από τα ιερά τέρατα του κινηματογράφου, όπως ο Alfred Hitchcock, o Orson Welles, ο Fritz Lang και ο Billy Wilder και παράλληλα συνεχίζει ακάθεκτη τον αντιναζιστικό αγώνα της.
Η καριέρα της αν και δεν έχει λαμπερές στιγμές, όπως αυτές που τις έδωσαν οι πρώτες της ταινίες έχει συνέχεια και ποικιλία μιας και ανάμεσα στις ακριβοπληρωμένες αμερικάνικες ταινίες βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει ξανά στην Ευρώπη και να κάνει αισθητή την παρουσία της μέσα από κονσέρτα και ερμηνείες που θα μείνουν αξέχαστες.
Το κύκνειο άσμα της είναι το 1978, στο πλάι του David Bowie, στη γερμανική ταινία Just a gigolo
Όταν, τραυματίζεται σοβαρά το 1975 πέφτοντας στη σκηνή αρχίζει να καταλαβαίνει πως ήρθε η ώρα να αποσυρθεί για να διατηρήσει αψεγάδιαστη την εικόνα της.
Το κύκνειο άσμα της είναι το 1978, στο πλάι του David Bowie, στη γερμανική ταινία Just a gigolo. Περνά τα επόμενα έντεκα τελευταία χρόνια της ζωής της γράφοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο, ενώ ελάχιστα άτομα δεχόταν να συναντήσει.
Ο επίλογος γράφεται στις 6 Μαϊου του 1992 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και σύμφωνα με την επιθυμία της, η σωρός της μεταφέρεται στο Βερολίνο λίγα χρονιά μετά το θάνατό της, με τη συνοδεία της φράσης Here I stand at the milestone of my days, από το σονέτο Farewell to Life του Γερμανού ποιητή Theodor Körner.