«Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα»
«Αυτή ήταν η απάντηση της Μελίνας Μερκούρη στην αναγγελία του Παττακού ότι της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Δύο μέρες αργότερα τα μαγαζιά της Νέα Υόρκης πουλούσαν κονκάρδες που έλεγαν «Η Μελίνα είναι Ελληνίδα». Από την αυτοβιογραφία της Γεννήθηκα Ελληνίδα. (1).
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ (Αθήνα 18/10/1920-Νέα Υόρκη, ΗΠΑ 6/3/1994) ένας σύγχρονος της πατρίδας μας μύθος. Μια ελληνίδα της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής και πολιτικής ιστορίας η οποία αντιπροσώπευσε με θάρρος, τόλμη, δυναμική, την καθόλου συνείδηση και το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού Λαού. Μια στεντόρεια αντιστασιακή φωνή της εικόνας της Ελλάδος στο εξωτερικό, μιας διεθνούς ακτινοβολίας προσωπικότητα. Ελληνίδα κινηματογραφική και θεατρική Σταρ. Διάσημη και φημισμένη αντιφασίστρια και χειραφετημένη γυναίκα.
Μια εγερτήρια, εκρηκτική, δημοκρατική γυναικεία συνείδηση. Ένας χαρακτήρας ατίθασος, ανεξάρτητος, απρόβλεπτος, ανεξάντλητος, αληθινός, πηγαίος, ευθύς, ειλικρινής. Μια ελληνίδα Σταρ, αν και ο προσωπικός της βίος και περιπέτεια ζωής, η αγωνιστική της διαδρομή, η καθημερινότητά της, φανερώνουν μια ελληνίδα αντιστάρ, όσο και αν ακούγεται οξύμωρο αυτό. Η Μελίνα ποτέ δεν απεμπόλησε τον ανθρώπινο, ζεστό, οικείο, λαϊκό της χαρακτήρα, παρ’ ότι μεγάλωσε σε ένα αστικό περιβάλλον, στο Κολωνάκι, το «Κόλογκραντα» όπως μας λέει ότι το αποκαλούσαν.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα αντιστασιακής και αγωνιστικής φωνής σε μία δύσκολη και σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδος. Το φυσικό της ελληνικό ταμπεραμέντο, το πανέμορφο παρουσιαστικό της, η σαν κυπαρίσσι κορμοστασιά της, το έντονο άρωμα θηλυκότητας που εξέπνεε-ακόμα και σε μεγάλη ηλικία- το ανεξάρτητο της προσωπικότητάς της, η γυναικεία της ταυτότητα, ο οργιαστικός σεξουαλισμός της, το πάθος της για την ελληνικότητα (έστω και στην τουριστική της εκδοχή), ή από πολύ νωρίς εκδηλωθείσα ελληνολατρία της, η άδολη και βαθειά αγάπη της για την χώρα που γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε, ταξίδεψε, γλέντησε την ζωή της, η ευθύτητα με την οποία εκδήλωνε τα αισθήματά της και τις επιθυμίες της, ο πλούσιος συναισθηματικός της κόσμος, τα όνειρά της, και άλλα ανθρώπινα πηγαία αισθήματα, φανερώθηκαν από τα παιδικά της ακόμα κοριτσίστικα χρόνια, τα εφηβικά της.
Προσωπικοί της οραματισμοί και επιλογές που διέπλασαν την ταυτότητά της, προσδιόρισαν τα θέλω και τις επιθυμίες της, ζύμωσαν και σχεδίασαν την εικόνα της μέχρι το τέλος του επίγειου βίου της. Γεύτηκε τις απλές χαρές της καθημερινότητας, της ηδονής, των ανοιχτών σχέσεων, των καλλιτεχνικών απολαύσεων. Μεγάλωσε σε μια επικίνδυνη και αντίξοη για την παιδική ζωή και ονειροφαντασία χρόνια. Την γερμανική κατάκτηση, τον πόλεμο και την κατοχή της ελλάδας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Σύναψε φιλικές σχέσεις με τους ωραιότερους άνδρες της εποχής της.
Συνεργάστηκε από νεαρή ηλικία με τα ιερά τέρατα της ελληνικής θεατρικής σκηνής. Δημήτρης Ροντήρης, Κάρολος Κουν, κυρία Κατερίνα, Μαρίκα Κοτοπούλη κ. ά. Γεύτηκε κάθε ευχάριστη αίσθηση του βίου, χαρές, γλέντια, μα και στιγμές πίκρας, δύσκολες στιγμές τις οποίες αντιμετώπιζε πάντα με αισιόδοξο βλέμμα και διάθεση. Δεν επέτρεψε τα της οικογένειάς της «τραύματα» να την καταβάλουν, να αιμορραγούν στην εξέλιξη του βίου της.
Αναγνωρίστηκε σαν ηθοποιός στην Ελλάδα και το Εξωτερικό σε έργα παγκόσμιας δραματουργίας, επιθεώρησης, μα και απορρίφθηκε σαν ερμηνεύτρια. Δεν το έβαλε κάτω. Πλοηγός της ήταν πάντοτε το ελεύθερο φρόνημά της και η λατρεία της για την υποκριτική τέχνη. Της αρνήθηκαν διεθνή βραβεία ενώ, μεταγενέστερα την βράβευσαν. Υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ. Δεν υπήρξε όμως η δεύτερη ελληνίδα Κατίνα Παξινού.
Ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου, έζησε για αρκετά χρόνια στο εξωτερικό σαν εξόριστη την επταετία, στις μεγάλες πρωτεύουσες. Αγάπησε την κινηματογραφική τέχνη και τους δεκάδες συντελεστές της, τους άντρες και γυναίκες ηθοποιούς συναδέλφους της. Γοητεύθηκε από την αντρική ομορφιά της εποχής της.
Την αγάπησαν και την πόθησαν διάσημες προσωπικότητες. Πρόσφερε την ικμάδα των χρόνων της, της έντονης θηλυκότητάς της σε πρόσωπα, σε καταστάσεις, σε κοινωνικούς αγώνες για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα της, στην καλλιέργεια καλύτερων συνθηκών στον χώρο του κινηματογράφου και των κληροδοτημάτων του ελληνικού πολιτισμού. Υπήρξε ένας εν ζωή Μύθος. Προσκολλήθηκε σε κάθε τι ωραίο και δημιουργικό, ανατρεπτικό που πρόβαλλε την ελλάδα στο εξωτερικό, την ελληνικότητα και τις αξίες της.
Ήταν πάντα μια σταθερή πρέσβειρα της Ελλάδος στο εξωτερικό. Αυτό ήταν από πάντα το όνειρό της. Πλήρωσε το τίμημα της δόξας και της φήμης της, την ανεξαρτησία της σκέψης και φωνής της με δόξα και αγωνία, αγώνα. Αντισυμβατική και πανέμορφη, ελεύθερη και οικεία, μυθική. Είδωλο ελληνίδας και απλή γυναίκα της διπλανής πόρτας. Μια καλλιτέχνις να επαναλάβουμε πρέσβειρα του τουρισμού και του ελληνικού πολιτισμού. Του καλού και ωραίου χαρακτήρα του Έλληνα ανθρώπου και των στιγμών της ζωής του (2).
Μια πολιτικοποιημένη γυναικεία παρουσία, δραστήρια ηθοποιός που με τις συνεχείς δράσεις της, τις ομιλίες της, τις συμμετοχές της σε διαδηλώσεις και πορείες,-στις ΗΠΑ και την Ευρώπη-, τις συνεντεύξεις της στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις γνωριμίες της με πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφους, διάσημους τραγουδιστές, ηθοποιούς, παραγωγούς, ανθρώπους της έβδομης τέχνης και του θεάτρου, συγγραφείς, σκηνοθέτες, πρόβαλε συνεχώς την εικόνα της ελλάδος στον Κόσμο.
Η θεατρική και κινηματογραφική της ακτινοβολία είχε υπερβεί από νωρίς τα μικρά σύνορα των ελληνικών θεατρικών σκηνών και της ελληνικής γλώσσας. Ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι των γνωστότερων θεάτρων του εξωτερικού, σπάνιο για ελληνίδα ηθοποιό.
Συμμετείχε σε ξένες κινηματογραφικές παραγωγές και είχε προτάσεις συμμετοχής της σε ακόμα περισσότερες. Σκηνοθετήθηκε από έλληνες, ευρωπαίους και αμερικανούς σκηνοθέτες βραβευμένους με Οσκαρ. Στάθηκε πάντα αγωνίστρια και αντισυμβατική. Φιλελεύθερη δημοκράτισσα με τσαγανό, πυγμή, δίχως φόβο, ακόμα και όταν παραλίγο να χάσει την ζωή της από εχθρική επίθεση εναντίον της κατά την διαμονή της στο εξωτερικό. Αγωνίστηκε με ένθερμο ζήλο να ακουστεί η φωνή της ελεύθερης ελλάδος την περίοδο τους χούντας παγκοσμίως.
Κοινοποίησε και παρότρυνε ξένους ιθύνοντες και καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, πολιτικούς υπέρ των δικαίων της Ελλάδος. Συγκέντρωνε χρήματα και ζητούσε από ισχυρές οικονομικά οικογένειες την στήριξη της στον αγώνα της. Βοήθησε στην έκδοση καταδικαστικών ψηφισμάτων ενάντια στο στρατιωτικό τότε καθεστώς. Διοργάνωνε πάρτι και έδινε ομιλίες για την συγκέντρωση υπογραφών κατά της χούντας.
Στάθηκε πάντα ένας αναμμένος φάρος ελευθερίας και ελεύθερης γνώμης. Μια υπερήφανη και αδούλωτη Ελληνίδα. Μια πατριωτική φωνή και συνείδηση η οποία όχι μόνο έτρεφε μια παθιασμένη λατρεία για την Ελλάδα αλλά, και την προπαγάνδιζε με όποιον τρόπο και μέσα διέθετε σαν άτομο και σαν καλλιτέχνις.
Ένα καταξιωμένο γυναικείο ελληνικό σύμβολο των πολιτικών και καλλιτεχνικών αγώνων της εποχής της. Συνδικαλίστρια από τα νεανικά της χρόνια, από την πρώτη της περίοδο δίπλα στην θεατρική σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Συμπαραστάτρια στους κυνηγημένους τότε κομμουνιστές συναδέρφους τους, παρότι η ίδια δεν ταυτίζονταν με την κομμουνιστική ιδεολογία. Αποκαλυπτική παρουσία, σπινθηροβόλο πνεύμα, προκλητική μέχρι επίτευξης των στόχων της. Χειραφετημένη γυναικεία προσωπικότητα και σωματική αυτοδιάθεση, σε μια εποχή που η θέση της ελληνίδας γυναίκας υπολογίζονταν όπως τα προσφιλή αγροτικά τετράποδα. Αντιμετώπιζε σαν ισότιμη γυναικεία παρουσία και ανάλογου σεβασμού τους συνομιλητές της, όταν έρχονταν σε επαφή και συνομιλία με πρόσωπα της διεθνούς πολιτικής σκηνής και παράγοντες.
Βλέπε την γνωριμία της με τον αμερικανό δημοκρατικό γερουσιαστή Ρόμπερτ Κέννεντυ, τον οποίο παροτρύνει να θέση υποψηφιότητα για την αμερικάνικη προεδρία. Παρά τους δισταγμούς εκείνου εξαιτίας της δολοφονίας του προέδρου αδερφού του. Την άρνησή της να ανταποκριθεί στον χαιρετισμό ευγενείας σε εστιατόριο, του έλληνα κροίσου εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση, επειδή ο έλληνας εφοπλιστής διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την στρατιωτική κυβέρνηση.
Οι απόψεις της για το εφοπλιστικό κεφάλαιο, το συντηρητικό και αντιδραστικό κατεστημένο της αμερικάνικης βιομηχανίας του Χόλλυγουντ, την περίοδο του Μακαρθισμού στην Αμερική, αποτυπώνονται με θάρρος και περισσή ειλικρίνεια στο βιβλίο της. Γνωρίζει όποτε χρειάζεται να γίνει περισσότερο διπλωματική στις διεκδικήσεις της αλλά πάντα παρέμεινε ειλικρινής και αυθεντική. Μνημονεύει άτομα και γεγονότα, χαρακτηριστικές στιγμές και καταστάσεις που δεν έζησαν άλλες γυναίκες και άνδρες ηθοποιοί συνάδελφοί της.
Χαρακτηριστικό δείγμα του ανεξάρτητου φρονήματός της και της ελεύθερης σκέψης της (για να μείνουμε στα πολιτικά δικά μας) είναι αυτά που γράφει για τον τότε υπουργό δημοσίων έργων της συντηρητικής ελληνικής κυβέρνησης, έλληνα μετέπειτα πρωθυπουργό και μεταπολιτευτικό πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μια σκιαγράφηση δίκαια και ξεκάθαρη δίχως πολιτικές αναστολές και γυναικείους ενδοιασμούς. Αληθινή και αυθεντική από μία πολιτικοποιημένη-από τα νιάτα της- γυναίκα η οποία δεν ανήκε στην παράταξή του (3).
Μια επαναστάτρια, ευαίσθητη γυναικεία φιγούρα πέρα και μπροστά από την εποχή της. Υπηρέτησε τα όνειρά της και τους καλλιτεχνικούς στόχους όχι πάντα χωρίς αντιξοότητες και εμπόδια. Μια φρέσκια πάντα πνοή ακατανόητη για πολλούς, ακόμα και τα μέλη της οικογένειάς της. Και αυτό είναι έκδηλο και καθαρό στο πολυστρωματικό εξομολογητικό υλικό της αυτοβιογραφίας της.
Ήταν η «αστή» ηθοποιός αλλά συνειδητή αγωνίστρια, που τολμούσε να εκφράσει τις άκρως επαναστατικές για το κατεστημένο θέσεις της για τους φόρους που πληρώνουν οι φορολογούμενοι πολίτες ενός κράτους. Για το που ξοδεύονταν τα χρήματά τους (4) Αντισυμβατική, ανατρεπτική, θυελλώδης, οργισμένη.
Με οργή και θυμό για τους απανταχού εχθρούς της Ελλάδος, και τις κυβερνήσεις οι οποίες στήριζαν αντιδημοκρατικά καθεστώτα, δικτατορίες, όπως της χώρας της. «Αυτό που ζητάω να κρατήσουν αναλλοίωτα είναι ο θυμός μου. Ο θυμός μου είναι ο λόγος γι’ αυτό το βιβλίο», μας λέει στο 18 κεφάλαιο της αυτοβιογραφία της σ. 384.
Αυτή είναι η αυτοβιογραφία της, ένα βιβλίο που θα σε κρατήσει σε εγρήγορση από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του. Δίχως προσωπεία αλλά αληθινά πρόσωπα. Χωρίς κομπασμούς, ξεδιπλώνει τον εξομολογητικό της λόγο σε ένα πυκνό δίκτυο πολιτικών και καλλιτεχνικών πληροφοριών και στοιχείων, λεπτομερειών της μνήμης χαρακτηριστικών διαγραμμάτων του προσωπικού της ζωής της χρόνου και της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας.
Κινητοποίησε ξένους καλλιτεχνικές και πολιτικές προσωπικότητες, (ηθοποιούς, δημοσιογραφικές πένες, πρωθυπουργούς, γερουσιαστές, διανοούμενους, συγγραφείς του δυτικού κόσμου). Ύψωσε το ανάστημά της στο τότε αμερικάνικο κυβερνητικό κατεστημένο μέσα στην ίδια τους την χώρα που την φιλοξενούσαν και την τιμούσαν σαν ηθοποιό, για τα δίκαια της Ελλάδος. Εμψύχωσε και ενεθάρρυνε τους Έλληνες και τις Ελληνίδες του εξωτερικού σε έναν κοινό αγωνιστικό οραματισμό, ελπίδας και ελευθερίας του ελληνικού σκλαβωμένου από την χούντα λαού. Αληθινά προοδευτική και αδούλωτη φωνή, πρωτοποριακή, πολλές φορές επικίνδυνα «αριστερόστροφη».
Το πατριωτικό πάντα ακμαίο της φρόνημα, η ελλαδολατρεία της, η αγάπη της με ότι σχετίζεται με την ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό,-όχι σαν μια άδοξη και επικίνδυνη προγονοπληξία- η βούλησή της να διαδώσει τα πολιτιστικά κληροδοτήματα της χώρας της στο εξωτερικό, να μιλήσει για αυτά, να τους προσκαλέσει ξένους επισκέπτες να επισκεφτούν την χώρα της, να απολαύσουν τις ομορφιές της, τις χαρές της ζωής της, το κέφι των ανθρώπων της, τα αυθόρμητα και πηγαία γλέντια της παράδοσής τους, να ακούσουν την ελληνική μουσική της, να ζήσουν από κοντά την φιλοξενία του ελληνικού λαού, την ζεστασιά του ήταν η μόνη πάντα έγνοια της.
Τους προσκαλούσε διαρκώς να μάθουν από κοντά τι σημαίνει ελληνικότητα και τρόπος ζωής επισκεπτόμενοι τα αρχαία μνημεία, τις βυζαντινές εκκλησίες, τους ιερούς των ελλήνων τόπους.
Η Ελλάδα για την Μελίνα Μερκούρη ήταν μια διαχρονική πανανθρώπινη ουμανιστική αξία. Ίσως κάπως ρομαντική αλλά πάντα παρούσα. Η Ελλάδα κυλούσε στις φλέβες χτυπούσε όπως οι παλμοί της καρδιάς της. Πέρα από τον κομματικό και πολιτικό χώρο που ανήκε ο κάθε έλληνας και ελληνίδα η Μελίνα για τον ελληνικό λαό ήταν Μία, μοναδική. Λατρεύτηκε και θαυμάστηκε σαν η τελευταία Ελληνίδα Θεά.
Της συγχωρέθηκαν λάθη, παράβλεψαν κυβερνητικές της αστοχίες, αγνόησαν κάπως ακατανόητες για τον κοινό νου συμπεριφορές και στάσεις της, λόγια της. Ο Μύθος της όμως δεν γκρεμίστηκε ποτέ, έμεινε ζωντανός. Η αυτοβιογραφία όπως και η ζωή της υπήρξε ένας πλούσιος ελληνικός χείμαρρος που άρδευσε συνειδήσεις και άτομα.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950,-χίλια εννιακόσια πενήντα τέσσερα για την ακρίβεια-πριν αρχίσει την δεύτερη περίοδο της διεθνούς καριέρας της στα κινηματογραφικά πλατό, είχε συμμετάσχει σε περίπου 60 θεατρικές παραστάσεις. Θεατρικά έργα γραμμένα από ξένους κυρίως δραματουργούς. Τέσσερα από έλληνες στις ελληνικές σκηνές της εποχής της. Βλέπε κεφάλαιο 19ο, σελ. 150.
Το καλλιτεχνικό της σύμβολο δεν γκρεμίστηκε ποτέ στο συλλογικό υποσυνείδητο και τις καρδιές του ελληνικού λαού. Πέρασε από διάφορες διακυμάνσεις, όταν την αμφισβήτησαν όμως έμεινε αγωνίστηκε και έμεινε όρθια. Υπήρξε μία από τις πλέον ακριβοπληρωμένες ηθοποιούς.
Μιά ερωτικά δοτική Ελληνίδα από τα εφηβικά της χρόνια. Μια ηθοποιός εξαιρετικής ποιότητας και υφής τόσο του κινηματογράφου όσο και του θεάτρου. Ο πρώτος της δάσκαλος στην σχολή του Εθνικού Θεάτρου πειραιώτης Δημήτρης Ροντήρης, την θεωρούσε ταγμένη να ερμηνεύσει ρόλους αρχαίας τραγωδίας. «Ο Ροντήρης μ’ έκανε να γελάω ώσπου να πονέσω. Για μήνες ένας ρόλος από μιά κωμωδία του Μολιέρου-η κλίμακα του γέλιου. Μια φορά τον εξόργισα λέγοντας πώς τα μαθήματα φωνής και αναπνοής ήταν βαρετά μέχρι θανάτου. Με πέταξε έξω απ’ την τάξη.
Όταν με ξαναδέχτηκε, άλλη σύγκρουση. Ο Ροντήρης περιφρονούσε το βουλεβάρτο και τη φιλοδοξία μου να λάμψω σ’ αυτό. Επέμενε πώς ήμουνα προορισμένη για ελληνική τραγωδία και μ’ έβαλε να δουλέψω πάνω στην Ηλέκτρα. Παραδέχθηκα πως η Ηλέκτρα ήταν ο υπέρτατος τραγικός γυναικείος ρόλος, αλλά τον ικέτευα ν’ αναγνωρίσει πώς δεν ήμουν η Ηλέκτρα.
Τότε ο Ροντήρης μού μίλησε. Μίλησε για τη δόξα της ελληνικής τραγωδίας, την ποίησή της, την παράδοσή της, το βαθύ νόημά της για τον ελληνικό λαό. Όσο μιλούσε, γινόταν πιο παθιασμένος, πιο ταραγμένος. Μ’ έκανε να αλλάξω γνώμη. Είδα το φώς. Από εκείνη την ώρα με περιέλαβε ανάμεσα στους σκλάβους του. Τον παραδέχτηκα χωρίς επιφύλαξη, χωρίς ερώτηση. Ήταν η Αγία Γραφή. Το να με διδάσκει ήταν μιά θρησκευτική εμπειρία.» σ. 86 της αυτοβιογραφίας της, κεφάλαιο 6ο.
Η πολιτική ταυτότητα της Μελίνας πέρασε από διάφορες φάσεις. Η οικογένειά της είχε βασιλικές πολιτικές καταβολές. Μέντοράς της ο «Μεγάλος Σπύρος» ο παππούς της. Στα πρώτα της βήματά σαν παιδούλα, υπήρξε και η ίδια βασιλικιά όπως μας εξομολογείται, εξαιτίας του βασιλόφρονα παππού της Σπύρου Μερκούρη, «του Μεγάλου Σπύρου» για αρκετά χρόνια εκλεγμένου Δημάρχου των Αθηνών. Ο πατέρας της ο Σταμάτης ήταν δημοκρατικών φρονημάτων άτομο, βενιζελικός, διετέλεσε βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου και έλληνας εκπρόσωπος στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Ο μικρότερος αδερφός της ο Σπύρος, ήταν επίσης Βενιζελικός. Εκείνος όμως που επέδρασε καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή της, στον χαρακτήρα της, στα πρώτα παιδικά χρόνια της ζωής της ήταν ο παππούς της. Η Μελίνα όπως μας εξομολογείται την λάτρευε και τον λάτρευε, και κατέφευγε πάντα στην προστασία του, όταν τα θηλυκά μέλη της οικογένειάς της την κυνηγούσαν να την φρονηματίσουν από τις παιδικές της αταξίες.
Ο Σπύρος Μερκούρης ήταν ο βασιλικός Δήμαρχος των Αθηνών. Με την αλλαγή του πολιτικού στρατοπέδου του παππού της, το άτομο διαμορφωτή της προσωπικότητά της, αλλάζει και εκείνη στρατόπεδο. Η οικογένειά της παρόλα αυτά διαφώνησε με την επιλογή του να πάψει να υποστηρίζει την πολιτική βασιλική δεξαμενή ψήφων από την οποία εκλέγονταν. Το ίδιο έπραξε και η εκλογική του βασιλική «πελατεία» και δεν τον εξέλεξαν ξανά Δήμαρχο των Αθηνών.
Η συνάντησή της με τον εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο (την πήρε σε επίσκεψή του μαζί του ο παππούς της) και ο τρόπος που αντέδρασε επιστρέφοντας στο σπίτι τους, είναι χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου που αντιλαμβανόταν τα πολιτικά πράγματα ένα κορίτσι της ηλικίας της μεγαλωμένο με τις σχετικές ανέσεις και πιστεύω, προκαλεί ακόμα και σήμερα γέλιο. Όπως προκάλεσε και τότε, στα μέλη της οικογένειάς της όταν την είδαν. (5).
Συχνά υπήρξε «αμφιταλαντευόμενη» ανάμεσα στις ιδεολογικές-πολιτικές προτιμήσεις των ισχυρών ανδρών της οικογενείας που κυβερνούσαν με ανδροκρατική πυγμή το σπίτι και τα γυναικεία μέλη της οικογένειας. Ο ισχυρός παππούς και ο πατέρας. Γυναικοκατακτητές και λάτρεις του ποδόγυρου τα αρσενικά μέλη της οικογένειάς της, δεν κατόρθωσαν να κρατήσουν ενωμένη την οικογενειακή εστία και η οικογένειες, τόσο του παππού της όσο και των γονιών της διαλύθηκαν. Ξαναπαντρεύτηκαν αμφότεροι οι γονείς της και ο ερωτύλος παππούς της. Οι δεσμοί όμως δεν χάθηκαν εντελώς, παρέμειναν ισχυροί.
Πάντα μιλά με υπερηφάνεια η Μελίνα τόσο για το όμορφο αντρικό παρουσιαστικό του παππού της, όσο και την αντρική ωραία κορμοστασιά του πατέρα της και νιώθει ικανοποίηση. Αφηγείται μεταξύ άλλων, σελ. 269: «Σκέφτηκα επίσης και τον πατέρα μου και πόσο παράξενο ήταν πώς η σχέση μας είχε δυναμώσει πραγματικά από τότε που ζούσα με τον Τζούλυ. Εξακολουθούσε να είναι ο «ντ’ Αρτανιάν», όμορφος με νεανικό σώμα, φαινομενικά ξένοιαστος κι όμως αδιάκοπα αφιέρωνε όλες του τις προσπάθειες στο να κάνει την Ελλάδα καλύτερη.».
Η Μελίνα, σε σχέση πάντα με την γυναικεία ομορφιά συνηθίζει και την ευχαριστεί στην αυτοβιογραφία της να μιλάει για την αντρική ομορφιά, από όποιον χώρο και αν αυτή προέρχονταν και όπου την συναντούσε. Η Μελίνα υπήρξε θαυμάστρια του αντρικού κάλλους. Ατίθαση, ανέμελη, αθώα αλλά και πονηρούλα, (μηχανεύτηκε τρόπους (ζητιάνευε στους δρόμους της Αθήνας) για να μαζέψει χρήματα να παρακολουθήσει την πρώτη της θεατρική παράσταση) φλέρταρε δυναμικά και παράτολμα. Στην κουκλίστικη τότε φαντασία της έμοιαζε έλληνας θεός, ο αρκετά χρόνια μεγαλύτερός της ηθοποιός Γιώργος Παππάς.
Κόντευε τα δεκατέσσερα όταν ο πατέρας της την πήρε μαζί του στη πρεμιέρα ενός γαλλικού μελοδράματος και είδε στην σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη τον Γιώργο: “Απ, τη στιγμή που βγήκε στη σκηνή τον ερωτεύτηκα. Τα μάγουλά μου κοκκίνισαν. Ήμουν σίγουρη πως οι χτύπο της καρδιάς μου ακούγονταν σ’ όλο το θέατρο. Δεν υπήρχε επιστροφή. Ήμουνα απελπισμένα, οριστικά ερωτευμένη’” σ. 46 και παρακάτω: “Ο Γιώργος ήταν ψηλός με έντονα χαρακτηριστικά, μυστηριώδης. Είχε τα ωραιότερα χέρια που είδα ποτέ μου. Είχε βαθιά φωνή. Ήταν τριάντα πέντε χρονών. Με λίγα λόγια είχε ό,τι χρειαζόταν για να κάνει να τρέμει μια δεκατετράχρονη παρθένα….”, σ. 48, κεφάλαιο 3,.
Πεισματάρα και τσαούσα, γινόταν με την συμπεριφορά της αφορμή να προκληθούν αρνητικά σχόλια από τους του συνομήλικούς της και το άμεσο περιβάλλον της. Ο αδερφός της, ο μικρότερος ηλικιακά Σπύρος, πάντα έστεργε να υπερασπιστεί την τιμή και την ηθική της αδερφής του. Ο γιος της ποιήτριας Μυρτιώτισσας, ο πανέμορφος άντρας, ο γυναικοκατακτητής Γιώργος Παππάς, ήταν εκείνος που την μύησε στα μυστικά της θεατρικής τέχνης. Από την πρώτη στιγμή που τον παρακολούθησε-σκαστή-στο θεατρικό σανίδι, διαισθάνθηκε ότι ήταν προορισμένη να υπηρετήσει αυτήν την τέχνη. Και έκτοτε, αυτό έπραξε με μεγάλη επιτυχία τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Οι ερμηνείες άφησαν εποχή, προκαλούσαν πάντα το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού και των ανθρώπων της θεατρικής και της κινηματογραφικής τέχνης.
Συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα της ευρωπαϊκής και της αμερικάνικης θεατρικής και κινηματογραφικής σκηνής, ερμήνευσε ρόλους που αγάπησε με φανατισμό και άλλους από καθαρή επαγγελματική υποχρέωση. Σχεδόν πάντα οι ερμηνείες της προκαλούσαν συζητήσεις και τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονταν πάνω της.
Ο γάμος της σε μικρή ηλικία με έναν από πλούσια οικογένεια της Αθήνας άντρα, τον Πάνο Χαροκόπο, έναν ανεξάρτητο και φιλελεύθερο στις απόψεις του περί γάμου άντρα της μεγαλοαστικής κοινωνίας της εποχής της, την βοήθησε να περατώσει τις θεατρικές της σπουδές και της πρόσφερε την ανεξαρτησία που αποζητούσε και τον χρόνο να πραγματοποιήσει τα θεατρικά της όνειρα στα πρώτα της βήματα περατώνοντας τις σπουδές της και τα διαβάσματά της.
“Κλεφτήκαμε”, “Παντρευτήκαμε μια βδομάδα αργότερα σε μια εκκλησία στην Καλαμάτα, στην Πελοπόννησο. Οι μόνοι μάρτυρες ήταν οι κόρες του παπά.”, “Ήμουν παντρεμένη. Ήμουν ελεύθερη. Ήμουν δεκαέξι χρόνων”. σ. 60,61 κεφάλαιο 4.
Οι ορίζοντες της θεατροφιλίας της όπως μας τους αφηγείται στην αυτοβιογραφία της είναι πολυδιάστατοι και με ποιοτική ποικιλία. Στάθηκε δίπλα και βοήθησε έμπρακτα την σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που και εκείνη περνούσε, πολλές γυναίκες και άντρες ηθοποιούς συναδέρφους της αγόγγυστα. Κυνηγημένους κομμουνιστές ηθοποιούς, παρότι η ίδια δεν ασπάζονταν την ιδεολογία τους. Ήταν ανεξίκακη και συμφιλιωτική στις πολιτικές της ιδέες.
Πρόσχαρη και φιλόξενη, διαλλακτική, της άρεσε να περιστοιχίζεται από καλλιτέχνες και πνευματώδης προσωπικότητες. Ήθελε το σπίτι της να ήταν πάντα γεμάτο φίλους και φίλες. Έπιανε εύκολα φιλίες, άνοιγε το σπίτι της σε κάθε πρόσωπο που την πλησίαζε και ζητούσε την υποστήριξή της. Συνομιλούσε με ειλικρίνεια και ζεστασιά το ίδιο με έναν φτασμένο καλλιτέχνη και με έναν λιμενεργάτη του Πειραιά. Με έναν πολιτικό και έναν μεροκαματιάρη. Στις πολιτικές της απόψεις ήταν ανεκτική και κάθετη αντιφασίστρια.
Γνώρισε ίσως σαν ελληνίδα καλλιτέχνις, τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες προσωπικότητες της εποχής της από κάθε άλλη ελληνίδα ηθοποιό, (της γενιάς της) και με ορισμένες από αυτές συνεργάστηκε αρμονικά. Έλληνες, αμερικανοί και ευρωπαίοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες, μουσικοί, συγγραφείς, πρόσωπα της έβδομης τέχνης, παρελαύνουν από το βιβλίο και την ζωή της, τον πολιτικό της στίβο.
Να αναφέρουμε ορισμένα πρόσωπα: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Γκρέτα Γκάρμπο, Τσάρλι Τσάπλιν, Τζόαν Μπαέζ, Τζην Κέλυ, Ρίτσαρντ Μπρούκς, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Μάρλο Μπράντο, Πήτερ Ουστίνοφ, Μαξιμίλιαν Σελ, Ρόμυ Σνάιντερ, Κλαούντια Καρτινάλε, Άντονι Πέρκινς, Τζέην Φόντα, Μαρσέλ Πανιόλ, Πιέρ Μπρασέρ, Ζαν Μαραί Σασά Γκιτρύ κ. ά.. Συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Τζόζεφ Λόουζυ, ο Βιτόριο ντε Σίκα, ο Κλωντ Ωτά Λαράν, ο Ρόναλντ Νημ και πολλές άλλες φυσιογνωμίες από διάφορους τομείς της έβδομης και της θεατρικής τέχνης. Τεχνικούς, φωτογράφους, ηλεκτρολόγους, ενδυματολόγους, σεναριογράφους, παραγωγούς, θεατρικούς συγγραφείς κλπ.
Είναι χαρακτηριστικός ο θαυμασμός που έτρεφε για συναδέλφους της ηθοποιούς, έλληνες και ξένους, για ποιητές. Γράφει: “Υπήρχε ένα μεγάλο ταλέντο που μου έρχεται στο μυαλό, η Άννα Καλουτά. Τραγουδούσε σαν πουλί, χόρευε, ήταν υπέροχη ηθοποιός και ακροβάτης. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην μπορεί να το κάνει. Εκείνη και η αδερφή της ανέβηκαν στην σκηνή από παιδιά και κυριάρχησαν στην ελληνική επιθεώρηση για πολλές γενιές. Όπου κι αν βρίσκεσαι Άννα, σ’ αγαπώ. Ήσουν σπουδαία”, σ. 45.
Λατρεύει την Γκάρμπο. Της αφιερώνει πάνω από 4 σελίδες της αυτοβιογραφίας της.: Μας λέει: “Αλλά η πολιτική, οι νομπελίστες κι οι λαμπροί νέοι συγγραφείς ξεχάστηκαν όταν έφτασε στις Σπέτσες ένα καϊκι μεταφέροντας την Γκρέτα Γκάρμπο. Την αγαπούσα σ’ όλη μου την ζωή. Ήμουν ερωτευμένη μαζί της σ’ όλη μου την ζωή. Είναι η υπέρτατη ομορφιά, η υπέρτατη καλλιτέχνις, η υπέρτατη μάγισσα, η μεγαλύτερη ηθοποιός στον κόσμο. Ο σωματικός έρωτας μεταξύ των γυναικών είναι κάτι που το καταλαβαίνω, ακαδημαϊκά-η Σαπφώ είχε γεννηθεί σ’ ένα από τα νησιά μας. Είμαι πρόθυμη να δεχτώ πως μπορεί να είναι όμορφος αλλά είναι κάτι που δεν γνώρισα ούτε ένιωσα ποτέ μου-εκτός από την περίπτωση της Γκάρμπο. Αλλά ξέρω επίσης πως είναι υπεράνω φύλου και πως είναι εντελώς εντάξει για έναν άντρα μια γυναίκα ένα παιδί ν’ αντιδρά ερωτικά προς την Γκάρμπο. Είναι η ουσία και το αποκορύφωμα του σεξ.”, σ. 290. κεφάλαιο 15.
Ο νομπελίστας επιστήμονας που αναφέρει η Μελίνα γνώρισε και συνομίλησε μαζί του είναι ο αμερικανός Τζιμ Γουώτσον, ο συγγραφέας του έργου “Η Διπλή Έλικα”, μας λέει: “Ο Τζιμ και εγώ γίναμε γρήγορα φίλοι. Είναι ένας γοητευτικός άνθρωπος, ένα παράξενο μείγμα αγριάδας και δειλίας. Είχε όλες τις ιδιότητες που βρίσκω γοητευτικές στους Αμερικανούς. Ήταν περίεργος, ανήσυχος, προοδευτικός κι είχε την υπέροχη γοητεία που έχουν μερικοί Αμερικανοί ακόμα και στα ογδόντα τους..” βλέπε σελίδα 287-289.
Ενώ με χαριτωμένο και κάπως διστακτικό τρόπο μας εξομολογείται την αδυναμία της να διαβάσει βιβλία που αφορούν την Επιστήμη. Την σώζει όμως από την δύσκολη περίπτωση ο φίλος της συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός που του ζήτησε να διαβάσει εκείνος το έργο και να της εξηγήσει περί τίνος πρόκειται. Αντίθετα, διαβάζει και μιλά συγκινητικά για ποιητές. “Ο Γιάννης Ρίτσος είναι η αγνότερη φωνή της Ελλάδας. Είναι μεγάλος ποιητής. Κάποτε τον περιέλαβαν στον κατάλογο των εθνικών θησαυρών. Οι συνταγματάρχες φοβούνται τέτοιες φωνές. Απ’ τον Απρίλιο του 1967, ο Ρίτσος βρίσκεται στη φυλακή….” σελ. 72, κεφάλαιο 5.
Επαινετικά μας μιλά και για την γνωριμία και συνεργασία της με τον Νίκο Καζαντζάκη και την γυναίκα του Ελένη. Σε άλλες σελίδες της αυτοβιογραφίας της, αναφερόμενη στις σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, στην Κατοχή και τον πόλεμο, κάνει την “αυτοκριτική της”, “Υπήρχαν Έλληνες που συνεργάστηκαν. Ήταν λίγοι, πολύ λίγοι. Υπήρχαν Έλληνες που αντιστάθηκαν. Ήταν πολλοί. Υπήρχαν εκείνοι που τους διέφθειρε ο φόβος κι η παρουσία του θανάτου. Υπήρχαν εκείνοι που αποφάσισαν να ζήσουν κάθε μέρα μέχρι τέλους και να στείλουν στο διάολο όλα τ’ άλλα, μαζί με τα ιδανικά και τις ελπίδες για απελευθέρωση. Ήμουν ανάμεσα σ’ αυτούς. Δεν είχα δικαιολογίες. Ήξερα τι έκανα. Είχα πολλά παραδείγματα κοντά μου για να μην ξέρω. Ο πατέρας μου είχε πάει εθελοντής στην πρώτη γραμμή…” σελ. 67-68.
Πόσο ώριμη η σκέψη της και ανθρώπινη. δεν εμφορείται από την ξύλινη, την παγερή σκέψη των ιδεολόγων και των πολιτικών. Εμφορείται από μία διαλλακτικότητα, και ορισμένες φορές πραότητα. Γράφει για την ελληνίδα τραγωδό που εκτέλεσαν οι κομμουνιστές την εποχή εκείνη: “Είδαμε την Ελένη Παπαδάκη, μια απ’ τις μεγαλύτερες ηθοποιούς της Ελλάδας, να σέρνεται έξω απ’ το σπίτι της και να δολοφονείται απ’ τους κομμουνιστές γιατί ήταν φίλη του Γιάννη Ράλλη, του προδότη πρωθυπουργού της εποχής του πολέμου. Αυτή η πράξη και άλλες πράξεις ανώφελης εκδίκησης κι αγριότητας κόστισαν στους κομμουνιστές συμπάθεια και οπαδούς. Αλλά το ίδιο άσχημα πράγματα κι ακόμη χειρότερα, έγιναν εις βάρος τους Μου φαινόταν πως όλοι οι Έλληνες είχαν γίνει άγριοι.”, σ. 99-100.
Αν αυτές οι διαπιστωτικές κρίσεις μιας Ελληνίδας ηθοποιού δεν δηλώνουν ανεξαρτησία πνεύματος και συνείδηση του τι συμβαίνουν γύρω της, τότε τι; Οι κρίσεις της για την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου και προσωπικά για τον Γεώργιο Παπανδρέου, βλέπε μεταξύ άλλων: “Ο Γεώργιος Παπανδρέου, σ’ όλη του τη ζωή, με λόγια και με πράξεις ήταν βίαια αντικομμουνιστής”, σελ. 313.
Το ΕΑΜ, και άλλα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον, και ασφαλώς τα γεγονότα της περιόδου της επτάχρονης δικτατορίας. Είναι οι ευτυχισμένες εκείνες στιγμές όπου η Τέχνη συμπορεύεται με την Πολιτική για το καλό των ανθρώπων. Την καλλιέργειά του, την ανύψωση του επιπέδου του, την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής του, την ελευθερία του.
Αυτές οι σελίδες της αυτοβιογραφίας της Μελίνας Μερκούρη, έρχονται και ταιριάζουν αρμονικά και ισορροπημένα με τις άλλες του έντονου λυρισμού των περιγραφών της όπως είναι οι σελίδες 293, 294 και λοιπές. Με αυτές που μας μιλά με κοριτσίστικη αφέλεια ότι “κατουρήθηκε” μαζί και η κορούλα του Ζυλ Ντασέν Ρίκυ, από τον “φόβο της” όταν έμαθε ότι θα συναντούσε τον Σαρλώ. Τον στυλοβάτη και “ιδρυτή” της έβδομης τέχνης. Όταν μας μιλά θερμά για τον Δημήτρη Χορν, τον συγγραφέα Ουίλλιαμ Φώκνερ, και για άλλες προσωπικότητες της εποχής τους που γνώρισε από κοντά. Για την κρίση στη Μέση Ανατολή κλπ. Ένας αυτοβιογραφικός λόγος, κωδικοποιημένων ορισμένες φορές περιγραφών και αξιολογήσεων, χαρακτηρισμών.
Μια έκθεση των σημαντικότερων της ζωής της συμβάντων, προσωπικών στιγμών και δημόσιων μειζόνων εκδηλώσεων και ελάσονων χιουμοριστικών στιγμών. Όπως εκείνες που της έδιναν μαθήματα καλής συμπεριφοράς οι κυρίες της μεγαλοαστικής τάξης, στο τι θα πρέπει να φορέσει και πως να συμπεριφερθεί στην πρόσκληση για χορό από τον πρώην βασιλιά Κωνσταντίνο: “.Αποφάσισα να είμαι όμορφη. Πήγα στο κομμωτήριο. Το μέρος ήταν γεμάτο με την “αφρόκρεμα της κοινωνίας”. Κάθονταν σε μια μακριά γραμμή κάτω απ’ τα σεσουάρ και δεν υπήρχε ούτε μία που να μην ήταν παντρεμένη με τραπεζίτη ή εφοπλιστή. Ένα βραχυκύκλωμα θ’ άφηνε χήρους τους μισούς εκατομμυριούχους της Ελλάδας. Μου χαμογελούσαν όλες γατίσια…” σελ. 285. Ενώ ακριβώς παραπάνω χαριτολογώντας αναφερόμενη στους Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι, και Σταύρο Ξαρχάκο, μας λέει ότι “τους έλεγαν: “ο ψηλός, ο χοντρός, κι ο κοντός”, κεφάλαιο 15.
Για τους έλληνες αναγνώστες της αυτοβιογραφίας της, θεωρούμε αυτονόητα και γνωστά τα συμβάντα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες συνεργασίας της με τον θίασο της Κυρίας Κατερίνας ερμηνεύοντας τον ρόλο της Λαβίνιας στο έργο του Ευγενίου Ο ‘Νηλ, «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Βλέπε σελ. 112 του 8ου κεφαλαίου. Πριν την σκηνοθετήσει κινηματογραφικά ο ελληνοκύπριος συγγραφέας και σκηνοθέτης ευφυής Μιχάλης Κακογιάννης, ο ευρηματικός σκηνοθέτης και σεναριογράφος άντρας της Ζυλ Ντασέν, είχε διδαχθεί την τέχνη του θεάτρου από τον πειραιώτη δάσκαλο, ηθοποιό και σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη.
Οι σελίδες της αυτοβιογραφίας της, οι αναφερόμενες στην επίδραση της διδασκαλίας και της τεχνικής του Δημήτρη Ροντήρη στην θεατρική της περσόνα, είναι κάτι παραπάνω από επαινετικές από την πρώην μαθήτριά του. Βλέπε τις σελίδες του 8ου κεφαλαίου του και άλλες σελίδες. Μαγεμένη από την διδασκαλία του «υποτάχθηκε» κοντά του μέχρι να αποκτήσει το θεατρικό της σχηματισμό.
Η Μελίνα Μερκούρη όπως και άλλοι άντρες και γυναίκες ηθοποιοί και θεατράνθρωποι, (Κάρμεν Ρουγγέρη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Κώστας Γεωργουσόπουλος κ. ά.) κάνουν λόγο όχι μόνο για την σκηνοθετική μαεστρία του Δημήτρη Ροντήρη και το Πειραϊκό Θέατρο, αλλά, και για το μεγάλο ταλέντο του σκηνοθέτη ως ηθοποιού.
Την σημαντική αξία σαν ηθοποιού πέρα από αυτή του σκηνοθέτη, αναφέρονται συχνά και οι μαθητές της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης του δασκάλου Κάρολου Κουν. Ο Κωνσταντινουπολίτης Κάρολος Κουν, διαισθάνθηκε το ταλέντο της Μελίνας όταν της πρότεινε να συνεργαστούν στο Λεωφορείον ο Πόθος και διάλεξε διάνα. Σπουδαίοι σκηνοθέτης και ερμηνευτές μιάς άλλης εποχής. Δεν δίδασκαν την θεατρική τέχνη, την ερμήνευαν. Το ίδιο έπραττε στο χώρο της μουσικής και ο Μάνος Χατζιδάκις έπαιζε τις ονειρώδεις μελωδίες του στο πιάνο, οι παλαιοί ρεμπέτες έπαιζαν την μουσική, ο Βασίλης Τσιτσάνης, δεν την έγραφαν.
Πριν συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης σχηματίζει θίασο με τον Γιώργο Παππά στο έργο του νεαρού συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλέξη Σολομού, «Το Μονοπάτι της Λευτεριάς». Δημιούργησε για ένα διάστημα, δικό της θίασο δίχως μεγάλη επιτυχία. Βλέπε σελίδες του 7ου κεφαλαίου της. Όταν όμως την προσκάλεσε ο μάγος σκηνοθέτης του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, να ερμηνεύσει την γνωστή ηρωίδα στο έργο του Αμερικανού Τέννεσυ Ουίλλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος» ήταν ήδη μια ώριμη θεατρική περσόνα που άφησε εποχή με την ερμηνεία της. Εκείνη η παράσταση καθόρισε και το μέλλον της. Ακόμα και ο δύσκολος δάσκαλός της Δημήτρης Ροντήρης, την παρακολούθησε και την χειροκρότησε παρά τις αρχικές του αρνήσεις.
Έκτοτε συνεργάστηκε με αρκετούς έλληνες σκηνοθέτες της εποχής της, ηθοποιούς καριέρας και γνωστούς συγγραφείς. Μετείχε στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ένα από τα θρυλικά τέρατα της θεατρικής ελληνικής σκηνής. Ένα άλλο σημαντικό της διαβατήριο. Συνεργάστηκε με τον Γιώργο Παππά, τον Μάνο Κατράκη, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Τίτο Βανδή, τον Γιάννη Φέρτη, την Δέσπω Διαμαντίδου, τον Αλέκο Αλεξανδράκη μεταξύ άλλων άξιων ελλήνων ηθοποιών. Και φυσικά τον ωραίο και σεμνό Γιώργο Φούντα.
Ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε ειδικά για αυτήν το έργο «Η γυναίκα με τα κίτρινα γάντια» την πασίγνωστη και θρυλική «Στέλλα». Και ασφαλώς, ονειρική συγκυρία υπήρξε η συνεργασία της με τον Μελωδό των Ονείρων μας Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος της σύνθεσε αρκετές μελωδικές επιτυχίες και τραγούδια τα οποία έκαναν πασίγνωστες τις ερμηνείες της στο διεθνές μουσικό στερέωμα.
Η συνεργασία της με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, χρειάζεται ιδιαίτερο ξεχωριστό σημείωμα, για να αναφερθεί κανείς με σχετική επάρκεια στην παραγωγική και δημιουργική τους σχέση. (6). Στην πρωτεύουσα του φωτός το Παρίσι, την καθιερώνει ο πετυχημένος δραματουργός Μαρσέλ Ασάρ, στο έργο του οποίου «Ο μύλος της Γαλέτας» κάνει την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση δίπλα σε πρωταγωνιστές όπως η μυθική Υβόν Πρεντάν και ο Πιέρ Φρεναί. Βλέπε σελίδες 134, 135. του 9ου κεφαλαίου.
Υπήρξε φίλη της διάσημης συγγραφέως Φρανσουά Σαγκάν, της γνωστής Μαργκερίτ Ντιράς, γνώρισε την Κολέτ, τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Ζαν Κοκτώ. Υπήρξε νωρίτερα όπως δείχνουν τα γεγονότα πολιτικοποιημένη, από την αμερικανίδα ηθοποιό Τζέην Φόντα. Ξεσήκωνε με την παρουσία της, την αντισυμβατικότητά της, τις δηλώσεις της, τις δημοκρατικές και προοδευτικές συνειδήσεις της εποχής της. Μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικά της έβδομης τέχνης αναφέρονταν στην σταδιοδρομία της και γέμιζαν τις σελίδες τους με φωτογραφίες της. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν είχε και τους αρνητές της τέχνης της.
Το αμερικάνικο ιδίως κοινό της εποχής της, την ήθελε ως εικόνα-σταρ, σαν μια ξέγνοιαστη, χαρούμενη, απολιτικ, κάπως ελαφρόμυαλη ηθοποιό. Πράγμα που δεν ταίριαζε ούτε καν με τον χαρακτήρα της Ελληνίδας Μελίνας.
Συνεργάστηκε με επαγγελματική ευσυνειδησία ακόμα και με ξένες διάσημες ηθοποιούς οι οποίες δεν την εκτιμούσαν. (7). Ήταν πολυβραβευμένη σαν ηθοποιός και ας μην της είχε δοθεί το Όσκαρ, αν και υποψήφια. Υπήρξε επιφυλακτική και αρνητική απέναντι στους Αμερικανούς και την διεθνή εξωτερική πολιτική τους και όμως παντρεύτηκε έναν δημοκράτη και εφευρετικό σκηνοθέτη, τον κυνηγημένο από τον Μακαρθισμό Αμερικανό συζυγό της Ζυλ Ντασέν.
Για την περίοδο και τις ποικίλες δράσεις και δραστηριότητες της Μελίνας Μερκούρη στην Αμερική, χρήσιμο είναι το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Πατάκη “ΜΕΛΙΝΑ Μία σταρ στην Αμερική” γ΄ έκδοση, των Γιώργου Αρχιμανδρίτη και Σπύρου Αρσένη.
Η υπερηφάνειά της, το εντυπωσιακό της παρουσιαστικό και το ανεξάρτητο των ερωτικών της επιλογών και προθέσεων, ο διαρκής ούριος άνεμος γυναικείας ελευθερίας και χειραφέτησης που κόμιζε από τα νεανικά της χρόνια, οι γυναικείοι ρόλοι που ενσάρκωσε, ότι αγωνιστικό στην ζωή της ενσωμάτωσε στον χαρακτήρα της, έκαναν τον ελληνικό λαό να στέκεται με θαυμασμό όχι μόνο στο άκουσμα του ήχου της φωνής της, της δημόσιας παρουσίας της, αλλά να οικοδομήσει τον μύθο της ο οποίος δεν προέρχονταν από τα πάνω, αλλά από τις αυθεντικές καρδιακές πηγές και συναισθήματα της ψυχής του ελληνικού λαού.
Η πληθωρική της γυναικεία παρουσία, το έντονο άρωμα ελευθερίας που ενέπνεε στους γύρω της, κουβαλούσε μέσα της, ότι εξέφραζε αυτή η Ελληνίδα, η δική μας μαγευτική Μελίνα, ήταν κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο. Συμβόλιζε την τόλμη της ζωής, το παράτολμο θάρρος της ύπαρξης, την καπατσοσύνη της γυναικείας φιλαρέσκειας, την ακτινοβολία του σύγχρονου ρόλο και θέση μέσα στην κοινωνία της ελληνίδας γυναίκας.
Στην χάραξη των καινούργιων επιτευγμάτων ζωής, των σχέσεων των δύο φίλων, της γυναικείας ερωτικής αυτοδιάθεσης στις τελευταίες δεκαετίες της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Συγκεφαλαίωσε μάλλον τον αγώνα των ελληνίδων γυναικών, με κατάληξη της αλλαγή του οικογενειακού δικαίου στα χρόνια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Η Ένωση Γυναικών Ελλάδος της οφείλει αρκετά.
Ο 20ός αιώνας, υπήρξε ο πλέον ταραγμένος και σκοτεινά θυελλώδης ιστορικά της παγκόσμιας ιστορίας. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, εκατοντάδες άλλοι περιφερειακοί, δικτατορίες, πραξικοπήματα, επαναστάσεις, ανατροπές, τέλος της αποικιοκρατίας και δεσποτείας του δυτικού κόσμου. Διάλυση αυτοκρατοριών, γέννηση έθνους κράτους. Πολιτικές ανατροπές, στα περισσότερα κράτη των 5 ηπείρων. Κατάργηση της δουλείας, μετακινήσεις πληθυσμών, παγκόσμιες εξερευνήσεις και ανακαλύψεις άγνωστων μέχρι τότε περιοχών του πλανήτη. Διαστημικά ταξίδια. Ανάπτυξη της τεχνολογίας, νέοι δρόμοι και επιτεύγματα στα ρουμάνια της τέχνης και του πολιτισμού, των εμπορικών δρόμων. Εφευρέσεις κάθε είδους, επιτεύγματα της ιατρικής επιστήμης, των μαθηματικών και φυσικών επιστημών, διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και ανακατατάξεις εμπορικών σχέσεων και συναλλαγών. Γέννηση νέων πολιτικών ιδεολογιών, (Φασισμός, Ναζισμός, Μαρξισμός, Μαοϊσμός) πτώση τους στις συνειδήσεις των ανθρώπων με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ψυχρός πόλεμος, διπολισμός, (δυτικός-ανατολικός κόσμος και μπλοκ). Εμφάνιση ισχυρών πολιτικών προσωπικοτήτων που λατρεύτηκαν σαν θεοί. Εξεγέρσεις Φοιτητικές (Μάης του 1968), πτώση του τείχους του Βερολίνου 1989. Μουσικά φεστιβάλ, εξελίξεις στον χώρο της μόδας. Ανατροπές σε παμπάλαιες θρησκευτικές και εθιμικές συνήθειες και κοινωνικές παραδόσεις. Εισβολές ηγεμονιών σε κράτη επιρροής τους, (Χιλή, Νότιο Αμερική, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία), δικτατορίες (νοτίου αμερικής, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα). Γκρέμισμα αυτοκρατορικών συμμαχιών και βασιλικών δυναστειών. (Αυστροουγγαρία, του Χαϊλέ Σελασιέ στην Αιθιοπία, της Κινέζικης αυτοκρατορικής δυναστείας, του Σάχη της Περσίας, της Καμπότζης κλπ.). Πόλεμος του Βιετνάμ, της Ινδοκίνας. Δολοφονίες ηγεμόνων. (Οικογένεια Ρωμανόφ, διαδόχου της αυστροουγγαρίας, της πρωθυπουργού της Ινδίας Ίντιρα Γκάντι, του προέδρου του Κονγκό, του προέδρου της Αμερικής Τζων Κέννεντυ). Ειρηνιστών του πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του γερουσιαστή Ρόμπερτ Κέννεντυ. Ένας αιώνας και ένας κόσμος σε διαρκή αναβρασμό, ταραχές, πολιτικό και κοινωνικό κοχλασμό, εσωτερικές και εξωτερικές συνοριακές συγκρούσεις, περιφερειακούς πολέμους και ελάχιστες περιόδους ειρήνης. Μετακινήσεις πληθυσμών. Εσωτερική και εξωτερική οικονομική μετανάστευση.
Ο επιθανάτιος ρόγχος του τέλους μιάς προνεοτερικής παγκόσμιας ανθρώπινης ιστορίας που αφετηρία της είχε τα προϊστορικά χρόνια του λυκαυγές της ανθρώπινης παρουσίας και εξέλιξης και οι εκβολές της φτάνουν μέχρι και σήμερα. Εποχή της μετανεωτερικότητας, των μοντέρνων καιρών. Στην διάρκεια των 100 χρόνων του 20ού αιώνα, ο ρόλος και η θέση της γυναίκας μέσα στην ιστορία και την κοινωνία άλλαξε αποφασιστικά, καταλυτικά, επαναστατικά, επί τα βελτίω, έστω και με αργούς ρυθμούς από κράτος σε κράτος. Ήπειρο σε Ήπειρο, δεκαετία σε δεκαετία.
Το γυναικείο επαναστατικό φεμινιστικό κίνημα μέσα από όχι πάντα ειρηνικούς αγώνες, και ανθρώπινες απώλειες, φυλακίσεις, λοιδορίες σε ατομικό και παγκόσμιο επίπεδο, έθεσε τις βάσεις για την ανάδειξη των κοινωνικών προβλημάτων από την γυναικεία πλευρά και ματιά. Επανατοποθέτησε την εικόνα της. Καλλιέργησε τις προϋποθέσεις και τις άλλες κοινωνικές παραμέτρους οι οποίες καλυτέρευσαν τον ρόλο και την θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, την πολιτεία, το κράτος και τους θεσμούς του, την καθόλου εξέλιξη της σύγχρονης ιστορίας του ανθρωπίνου γένους.
Ας σταθούμε στον χώρο της πολιτικής-δεδομένου της αμιγούς πολιτικής προσωπικότητας της Μελίνας Μερκούρη-εμφανίστηκαν στην παγκόσμια πολιτική σκηνή πρόσωπα γυναικών που κυβέρνησαν άμεσα ή έμμεσα τις χώρες τους. Εύα Περόν στην Αργεντινή. Ίντιρα Γκάντι στην Ινδία. Γκόλντα Μεϊρ στο Ισραήλ. Μάργκαρετ Θάτσερ στην Αγγλία. Γυναίκα πρωθυπουργός στην Σρι Λάνκα, πρόεδρος στις νήσους των Φιλιππίνων. Βασίλισσες που ηγεμόνευσαν ή εξακολουθούν να βασιλεύουν στις χώρες τους. Πράγμα αδιανόητο για τους παλαιούς ιστορικούς αιώνες της ανθρωπότητας.
Αν προσπεράσουμε ορισμένες βασίλισσες-ηγεμόνες της αρχαιότητας, Κλεοπάτρα, Ζηνοβία, Ειρήνη η Αθηναία, Θεοδώρα, οι Βυζαντινές γυναίκες. Μαρία Στιούαρτ της Σκοτίας, Ελισάβετ της Αγγλίας, Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, Ελισάβετ των 95 σημερινών χρόνων μας της γηρεάς Αλβιόνος. Και ορισμένες άλλες γυναικείες ηγεμονεύουσες φυσιογνωμίες-των Σκανδιναβικών χωρών- οι οποίες από Ιέρειες και Πυθίες, Σίβυλλες και Ιερές Πόρνες, έγιναν Αυτοκρατόρισσες ηγεμόνισσες.
Στην χώρα μας, ο περασμένος αιώνας έστω και με αργούς κοινωνικούς ρυθμούς ο ρόλος και η θέση της Ελληνίδας Γυναίκας άλλαξε, βελτιώθηκε. Η ελληνίδα γυναίκα αγωνίστηκε και εξακολουθεί να αγωνίζεται για τα δικαιώματά της, με όποιον τρόπο και μέσα της διαθέτει το αστικό καθεστώς και οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των ανοιχτών κοινωνιών του δυτικού κόσμου και συστήματος. Από τους κοινωνικούς αγώνες της Καλλιρρόη Παρρέν μέχρι την πρώτη γυναίκα βουλευτίνα, την Ελένη Σκούρα επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, ο δρόμος δεν ήταν πάντα στρωμένος με καλές προθέσεις. Ούτε για το δικαίωμα της ψήφου των γυναικών, ούτε για την κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας, ούτε για την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, ούτε για την ανάληψη κυβερνητικών θέσεων. Να αναφέρω ενδεικτικά μόνο μερικά ονόματα από μνήμης πολιτικών.
Οι βουλευτίνες Αμαλία Φλέμινγκ, Σύλβα Ακρίτα. Αυτές που ανέλαβαν κυβερνητικά ή άλλα πόστα, Άννα Συνοδινού, Ρούλα Κακλαμανάκη, Ντόρα Μπακογιάννη, Φώφη Γεννηματά (αρχηγός κόμματος), Μελίνα Μερκούρη, Μαριέττα Κουτσίκου-Γιαννάκου, Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, Άννα Διαμαντοπούλου. Μαρία Δαμανάκη, Λιάνα Κανέλλη, Αλέκα Παπαρήγα (αρχηγός κόμματος). Βάσω Παπανδρέου, Ζωή Κωνσταντοπούλου, (πρόεδρος της Βουλής), Όλγα Κεφαλογιάννη, Σοφία Βούλτεψη, Άντζελα Γκερέκου κ.ά. Από τον Πειραιά έχουμε την Τασία Χριστοδουλοπούλου.
Ελληνίδες από όλη την ελληνική γεωγραφική πολιτική και κομματική επικράτεια που με την αξία τους, την εργατικότητά τους, τους αγώνες τους, την ευφυΐα τους, την τόλμη τους, την προσωπικότητά τους κέρδισαν επάξια την θέση τους στην πολιτική σκηνή της τελευταίας πεντηκονταετίας του προηγούμενου αιώνα, ισάξια με τους άνδρες συναδέρφους τους. Παρουσία τους έχουμε και στην νομαρχιακή και τοπική αυτοδιοίκηση Οι θώκοι εξουσίας και διοίκησης, τα έδρανα της βουλής και άλλα αξιώματα, η προεδρική καρέκλα μοιράστηκαν ανάμεσα στα δύο φύλα. Έχουμε γυναίκα πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γυναίκα πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της διοίκησης των μεγάλων τραπεζικών ομίλων διεθνώς. Το λεγόμενο και «ασθενές φύλο» εισήλθε δικαιωματικά στην τρίτη του ανθρώπου χιλιετία. Σε σημείο ορισμένες φορές να αχρηστεύει το λεγόμενο «ισχυρό».
Στην ελληνική πολιτική σκηνή των χρόνων της γενιάς μου, μετά την μεταπολίτευση του 1974, δύο πολιτικές φυσιογνωμίες αποκαλούσαν με το μικρό τους όνομα. Τον Ανδρέα Παπανδρέου και την ηθοποιό και πολιτικό Μελίνα Μερκούρη. Υπήρχε μια λαϊκή, εκ μέρος του ελληνικού λαού μεγάλη οικειότητα και αγάπη στα πρόσωπά τους, ώστε, όταν άκουγες το όνομα Ανδρέας σε συζήτηση μεταξύ των ελλήνων το μυαλό σου πήγαινε αμέσως στον ιστορικό ηγέτης Αλλαγής. Ενώ το όνομα Μελίνα, δικαιωματικά, αφορούσε την αγωνίστρια του αντιδικτατορικού αγώνα ηθοποιό και υπουργό πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ Μελίνα Μερκούρη.
Ήταν η τελευταία ελληνίδα θεά όπως την αποκαλούσαν αβίαστα τα έντυπα της εποχής. Ήταν από τα πλέον αγαπημένα πολιτικά πρόσωπα του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, ανεξαρτήτου κομματικής προελεύσεως των ψηφοφόρων. Την πολιτική και κοινωνική ιστορία της ελλάδος του 20ού αιώνα, την καθόρισαν με τις πολιτικές τους και άλλες κυβερνητικές και διπλωματικές επιλογές, τρείς έλληνες πολιτικοί.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τρείς μεγάλες και ισχυρές ελληνικές προσωπικότητες. (οι δύο τελευταίοι της εποχής μου-μας). Δίχως να απαξιώνω ή να μηδενίζω την πολιτική και κυβερνητική συμβολή και των άλλων πολιτικών από το σύγχρονο πολιτικό φάσμα. Τα τρία αυτά ονόματα ήσαν που κυριάρχησαν στα μεταπολιτευτικά χρόνια, διαμόρφωσαν τις ελπίδες των νιάτων μας, σχεδίασαν τους ορίζοντες των πολιτικών μας οριζόντων, μας πάθιασαν πολιτικά και άλλαξαν τον βίο και την οπτική μας για τα κοινά.
Τον παλαιό πολιτικό ηγέτη της συντηρητικής παράταξης, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον σεβόντουσαν όσοι τον σεβόντουσαν αλλά δεν τον «αγαπούσαν». Στην δεύτερη πρωθυπουργική του περίοδο μετά το 1974. Ήταν ο πολιτικός που με την διορατικότητά του και την πολιτική του πειθώ και πυγμή, πέρασε την χώρα από το καθεστώς της επτάχρονης δικτατορίας στην δυτικού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αναίμακτα. Οδήγησε τους χουντικούς σε δίκη και στην φυλακή. Ενέταξε την Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ, έδωσε ένα φιλοευρωπαϊκό πρόσημο στην χώρα. Έβγαλε για ένα διάστημα την Ελλάδα από την στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ εξαιτίας του Κυπριακού προβλήματος. Της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Τον ψήφιζαν αλλά δεν αισθάνονταν μεγάλη οικειότητα με την παρουσία του. Ήταν απόμακρος.
Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, έτρεφαν μεγαλύτερη συμπάθεια και καλή γνώμη για τον τελευταίο πρωθυπουργό της συντηρητικής παράταξης-πριν την δικτατορία, τον ιστορικό και κοινωνιολόγο, αντιστασιακό Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Τον ηγέτη της Αλλαγής, τον Ανδρέα Παπανδρέου πάλι, είτε τον λάτρευαν είτε τον μισούσαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Και γιαυτό τον οδήγησαν στο Ειδικό Δικαστήριο. Δεν υπήρξε πολιτική χλιαρή αντιμετώπιση του Ανδρέα Παπανδρέου. Είτε εκ μέρους των πολιτών είτε από την μερίδα του πολιτικού συστήματος.
Τον Ανδρέα τον λάτρευες ή τον εχθρευόσουν. Όμως το ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν μόνο ο ηγέτης του και εμπνευστής του, ήταν και πολλά από τα καταξιωμένα πολιτικά παλαιά και νέα στελέχη του. Ο Γιώργος Γεννηματάς, ο Παρασκευάς Αυγερινός, ο Μανώλης Δρεττάκης, ο Κώστας Λαλιώτης, ο Γιάννης Αλευράς, ο Απόστολος Κακλαμάνης, ο Πέτρος Μώραλης, και ο ωραίος Άκης. Ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος (η σφίγγα) και άλλα πολιτικά κυβερνητικά στελέχη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, ο Κώστας Σκανδαλίδης, ο Μανίκας, ο παλαιός από τους πρώτους διαγραφέντες Σάκης Καράγιωργας, κλπ.
Πρόσωπα και στελέχη, πολιτικοί των προηγούμενων γενεών και των κομμάτων της παλαιάς Ενώσεως Κέντρου, που μεσουράνησαν για πάνω από δύο δεκαετίες χάρις στην πολιτική βούληση και κυβερνητική πυγμή του Ανδρέα. Του έλληνα πολιτικού που ανεξάρτητα αν τον «γούσταρες» ή δεν τον «πήγαινες» πολιτικά και κομματικά, διέπλασε και καθόρισε την πολιτική μοίρα της σύγχρονης Ελλάδος. Και για να είμαστε-μετά από τέσσερεις δεκαετίες ειλικρινείς, ακολούθησε σε γενικές γραμμές της εξωτερική και περί δημοκρατίας πολιτική του προερχόμενου εκ Γαλλίας πρωθυπουργού και προέδρου της ελληνικής δημοκρατίας.
Με τα εύλογα φυσικά πολιτικά και διπλωματικά ανοίγματα στον τρίτο κόσμο και τα αραβικά κράτη. Η πολιτική όμως παρουσία και δημόσια εικόνα της πολιτικού Μελίνας Μερκούρη, της Υπουργού Πολιτισμού, ποτέ από όσο θυμάμαι, δεν αμαυρώθηκε από ανόητες αντικυβερνητικές, αντιπασοκικές πολιτικές και εμπαθείς ενέργειες στελεχών άλλων κομμάτων. Της συντηρητικής και της κομμουνιστικής παράταξης και του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς.
Η πολιτική παρουσία της Μελίνας Μερκούρη, όπως και του τότε ηγέτη της ανανεωτικής αριστεράς Λεωνίδα Κύρκου, έμεινε όσο ζούσαν στο βάθρο της εκτίμησης και της αγάπης, του σεβασμού που έτρεφαν στην εικόνα τους ο ελληνικός λαός. Η Μελίνα ήταν η Μελίνα όλων μας πριν αναλάβει κυβερνητικά ηνία.
Ήταν η γυναίκα με την θαυμαστή ομορφάδα. Δεν διέθετε την κλασική ελληνική ομορφιά, την δωρικότητα της όψης της ηθοποιού Ειρήνης Παπά, υπήρξε όμως μια πεντάμορφη Ελληνίδα. (Όσοι έχουν παρακολουθήσει την ταινία «Τρωάδες» του Μιχάλη Κακογιάννη, και στον ρόλο της Ελένης την Ειρήνη Παππά καταλαβαίνουν τι εννοώ). Ήταν η εκρηκτική ταυτότητα της Μελίνας που αντιστρατεύονταν ακόμα και το ίδιο το σταριλίκι της.
Η Μελίνα σαν ηθοποιός, δεν διέθεται το τσαχπίνικο και παιχνιδιάρικο ύφος, το πεισματάρικο και ναζιάρικο ταμπεραμέντο, του πονηρού θηλυκού κατεργάρας γυναίκα που υπήρξε η άλλη Σταρ, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, παρέμενε όμως στην εθνική συνείδηση και μνήμη σαν μία από τις ερωτικότερες και μοιραίες γυναικείες της έβδομης τέχνης παρουσία. Η Μελίνα ήταν φωτεινή από κούνια, γενναία, αποφασιστική, γενναιόδωρη, διέθετε έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, υπερέβαινε τον καθωσπρεπισμό της φύσης της και του κοινωνικού της στάτους.
Λαμπερή και σπινθηροβόλα, οικεία και ζεστή στις σχέσεις της και τις επαφές της είτε σου μιλούσε για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, είτε για την απελευθέρωση της γυναίκας από τα δεσμά του πατριαρχικού κοινωνικού κατεστημένου, είτε αναφέρονταν στο πολιτικό όραμά της για μια σοσιαλιστική κοινωνία, είτε ερμήνευε την συγκλονιστική Κλυταιμνήστρα στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου ή το φάντασμά της, στις «Ευμενίδες» της τριλογίας της Ορέστειας στα Επιδαύρια του 1980, σε σκηνοθεσία του ενός από τους δύο θεατρικούς δασκάλου της, του Καρόλου Κουν με το Θέατρο Τέχνης, ήταν η ίδια.
Η Μελίνα ας μην λησμονούμε, υπήρξε μία Ροντηροπούλα. Δηλαδή μαθήτρια του πειραιώτη δασκάλου της θεατρικής τέχνης και υποκριτικής Δημήτρη Ροντήρη. Αστραφτερή ηθοποιός που έσπευδες με ικανοποίηση να την απολαύσεις στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στο θέατρο του Νίκου Κούρκουλου και σε άλλες θεατρικές αίθουσες της εποχής. Να την χειροκροτήσεις σαν «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη.
Δεν ήταν η αέρινη φυσιογνωμία της Βάσως Μανωλίδου, (η Μελίνα ήταν γήινη, θυελλώδης, οργιαστική) όμως αναζητούσες με ανυπομονησία να την χαρείς στο «Γλυκό πουλί της Νιότης» δίπλα στον Γιάννη Φέρτη. Ζηλεύοντας τους παλαιότερους θεατρόφιλους οι οποίοι είχαν ακούσει από τα χείλη της το του Μάνου Χατζιδάκι «Χάρτινο το φεγγαράκι…». Η Μελίνα, αυτή η θηλυκή κορμοστασιά δεν θα προκαλούσε με άνεση τους έλληνες της εποχής της να την εντάξουν στην χορεία της «αριστοκρατικής ντίβας» (όπως είναι η Κατρίν Ντενέβ), η φαμ φατάλ (Γκρέτα Γκάρμπο) είχε κάτι από την υφή της ηθοποιού επίσης πολιτικοποιημένης Τζένης Καρέζη.
Υπήρξε σαγηνευτικότατη και επαναστατικιά, έδωσε «αγωνιστικά ρέστα» στην συμμετοχή της στην «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρέχτ. Η Μελίνα η απρόβλεπτη, η προκλητική, η ξανθή κορμοστασιά δεν υπήρξε μάλλον το ελληνικό «σεξ σύμπολ» όπως η Ζωή Λάσκαρη, η Μάρθα Καραγιάννη, της Δαλλιανιδικής ελληνικής κινηματογραφικής εκδοχής των Μιούζικαλ. Αλλά η πεντάμορφη πλανεύτρα «τσιγγάνα» των αντρικών βλεμμάτων, με τα έντονα ερωτικά χαρακτηριστικά. Μια ελληνίδα «Κάρμεν».
Η ρωμαλέα ηρωίδα με το τσιγάρο αιωνίως στο χέρι, το υπερβολικά μεγάλο στόμα που έδινε στην όψη του προσώπου της ένα τεράστιο χαμόγελο. Ίσως να υπήρξε μια ελληνική εκδοχή της αγγλίδας πολιτικοποιημένης αγωνίστριας ηθοποιού Βανέσας Ρεντγκρέιβ. Η Μελίνα δεν κράτησε το μπεγλέρι, ούτε θα τραγουδούσε «του αγοριού απέναντι» όπως η επίσης πανέμορφη ηθοποιός Μαίρη Χρονοπούλου. Η Μελίνα είχε κάθε ερωτική ύπαρξη στα πόδια-στην εποχή της-και μόνο με την εμφάνισή της. Ήταν η θρυλική και κάπως «εωσφορική», αυτοκαταστροφική Στέλλα που έλκυε και φόβιζε ταυτόχρονα τα αρσενικά με πόθο και νεανική λαγνεία. Η Εκμαυλίστρια του πόθου της νεανικής αιδημοσύνης. Η στιγμιαία τρυφεράδα της ματιάς, η σκληρότητα της απόρριψης του, οδηγώντας τον στην αυτοκτονία και ερωτική παραφροσύνη.
Ήταν η γυναίκα Ιφιγένεια που από ερωτικό παροξυσμό οδήγησε την καρδιά της στο μαχαίρι του Μίλτου. Η παροιμιώδης φράση του Γιώργου Φούντα, «φύγε Στέλλα κρατάω μαχαίρι», ήταν η δική της εκδοχή της ζωής, το τίμημα της ανεξαρτησία της, των παθιασμένων της ονείρων που όφειλε να πληρώσει με τον θάνατό της. Και όταν του έλεγε, «Φίλα με Μίλτο, φίλα με» την ώρα που ξεψυχούσε, ήταν οι τελευταίες της επίγειας ζωής της φράσεις μιας ηρωίδας της αρχαίας τραγωδίας, που ήθελε να μας πει «συγχωρέστε τον, δεν ξέρει τι κάνει», πριν η παρουσία της φτερουγίσει στην αιωνιότητα του Μύθου της. Γιατί η Μελίνα σαν ερμηνεύτρια και καλλιτέχνης, υπήρξε ένας από τους δύο (διαφορετικής υφής και στόφας ασφαλώς) τελευταίους ελληνικούς Μύθους της τέχνης του κινηματογράφου, του θεάτρου, του ελληνικού πολιτισμού.
Η Αλίκη και η Μελίνα. Δύο διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας προσωπικότητες της ελλάδος και της τέχνης, ισάξιες και με αρκετές ομοιότητες με τις αντίστοιχες γυναίκες ηθοποιούς του παγκόσμιου της τέχνης στερεώματος.
Η Μελίνα σαν ηθοποιός, είχε ένα θετικό φορτίο κλασικής τραγωδού, ολοκληρωμένο πρότυπο γυναικείας υποκριτικής τέχνης της τραγωδίας και τεχνικής. Υποκριτικής εμβέλειας του ύψους που γνωρίσαμε-και παρακολουθήσαμε στις παραστάσεις των δεκαετιών 1970-1980 (Ασπασία Παπαθανασίου, Αντιγόνη Βαλάκου, Μαίρη Αρώνη, Ρένη Πιττακή, Μάγια Λυμπεροπούλου, Ελένη Χατζηαργύρη, Λυδία Κονιόρδου) και άλλες ελληνίδες ηθοποιοί που πλούτισαν το ελληνικό σανίδι και τις παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα. Υποδυόμενες Αρχαίες Ηρωίδες-Σύμβολα διαχρονικά, οικουμενικά, διαστάσεων και μεγεθών τεράστιων.
Γυναίκες- Ηρωίδες, πρωταγωνιστές του αρχαίου τραγικού λόγου που υπερβαίνουν το ανθρώπινο μέτρο κατανόησης. Της αιώνιας πάλης του ανθρώπου με την Μοίρα, δίχως επινίκια. Ηρωίδες του τραγικού λόγου που έφεραν μέσα τους το ιερό, το καθαρτήριο, το εξιλεωτικό, αλλά και το ανίερο, το σκοτεινό, το αινιγματικό, το μυστηριώδες, το αινιγματικό..
Η υποκριτική τέχνη της Μελίνας Μερκούρη κουβαλούσε αν δεν λαθεύω, ένα αυθεντικό, πηγαίο φορτίο δαιμονικής ελευθερίας και ανατροπής. Ατίθασης ανεξαρτησίας και σκοπού που πήγαζαν από τις φωτιές της αβύσσου της ψυχής του ανθρώπου. Αυτό φάνηκε στην ερμηνεία της Κλυταιμνήστρας. Ένα πρωτόγονο ένστικτο αδάμαστης θέλησης για ζωή στις πλέον σκοτεινές της πτυχές. Μια άγρια και σκοτεινή πάλη για έρωτα, ελευθερία εκτός ορίων, αγώνα μέχρι εσχάτων, απόλαυσης των πλέων ακραίων συναισθημάτων.
Η Μελίνα, δεν είχε όρια στις προθέσεις της, στις δράσεις της και αντιδράσεις της, ίσως ορισμένες φορές γινόταν δέσμια υπερβολικά του ίδιου της του εαυτού, των ορίων αποδοχής του πρωτίστως από την ίδια, όπως σταδιακά τον σχημάτισε. Οι αντιφατικές δημόσιες εικόνες της, σαν πολιτικός- δεν ήταν παρά τα διάφορα μοτίβα της εικόνας της πους συνειδητά ή υποδόρια οργάνωνε για όλους εμάς που την αγαπούσαμε, την εκτιμούσαμε, την θαυμάζαμε.
Η Μελίνα, είχε διαθέσει κάθε ικμάδα της ύπαρξής της, του χρόνου της στην Ελλάδα, στην διάδοση της πολιτιστικής της ιστορικής κληρονομιάς. Η δημόσια εικόνα και προσφορά της απαιτούσε ξόδεμα αστείρευτων εσωτερικών και εξωτερικών βιολογικών της δυνάμεων, στην προβολή με κάθε τρόπο του κεντρικού στόχου του οραματισμού της.
Αφοσίωση σε ένα σκοπό που είχε ταχθεί με κέντρο και περιφέρεια της ζωής της την Ελλάδα. Το πέτυχε, της το αναγνώρισαν διεθνώς. Υπήρξε η μοντέρνα ελληνίδα ηρωίδα που μιλούσε σε έναν σύγχρονο κόσμο, σε έναν κόσμο που δεν κοινωνούσε πια με το τραγικό πρόσωπό του στον καθρέφτη της Ιστορίας. Ο σύγχρονος μετανεωτερικός κόσμος μας δεν αληθεύει των μαρτυρικών του περιπετειών και αληθειών βιωμάτων, μύθων και ιερών καταθέσεων συμβόλων της αρχαίας κοινής μας ιστορίας και παράδοσης ιχνών.
Η Μελίνα υπήρξε μια ελληνίδα μάγισσα σε έναν απομαγεμένο κόσμο. Σε μια κοινωνία που απέρριπτε την κοινωνική και πολιτισμική παραμυθία. Ο Ήλιος της δικαιοσύνης και της ομορφιάς είχε αρχίσει να δύει πριν την δική της γέννηση και απώλεια. Οι γενιές που την έζησαν, την γνώρισαν, την παρακολούθησαν, την άκουσαν, συνομίλησαν μαζί της, κολύμπησαν σιμά της στην ίδια πισίνα πολιτιστικών και πολιτισμικών αναφορών, συμπορεύθηκαν πολιτικά μαζί της, της ανταπέδωσαν την αφοσίωση, την αγάπη, το αμέριστο ενδιαφέρον για τους Έλληνες, την Ελλάδα. Αγάπησε παθιασμένα την Ελλάδα και τους Έλληνες, την ελληνική φυλή, την ανθρώπινη περιπέτεια με όλες τις αρετές και αντιφάσεις της.
Δεν υπήρξε ποτέ της εθνικίστρια, εθνολάγνα, ήταν πολυπολιτισμική προσωπικότητα, αλλά όσοι εξακολουθούν να την θυμούνται, γνωρίζουν ότι δεν θα άντεχε των σημερινών ημερών μας πολιτική ορθότητα σε βάρος της πατρίδας της. Το η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες του Ανδρέα Παπανδρέου ήσαν στην ψυχή της. Όταν στα γόνατά της ο Μελωδός των Ονείρων μας τραγουδά μαζί της τον «κυρ Αντώνη» του, δεν είναι η φωνή του επιστήθιου φίλου της Μάνου Χατζιδάκι που την συνοδεύει, είναι ο καημός της Ελλάδας. Όταν ερμηνεύει τα «Παιδιά του Πειραιά» είναι η Πειραϊκή Ιστορία του έρωτα και παράδοση που υποκλίνεται μπροστά της. Η θέρμη των νιάτων του πρώτου λιμανιού. Ο λεβέντικος λυγμός του πειραϊκού σώματος. Η θαλάσσια αρμύρα των σωμάτων πάνω στις σκαλωσιές,-που τραγουδά ο πειραιώτης Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Ο καυτός ιδρώτας στις εξέδρες των γηπέδων. Της μπρούτας ομορφιάς της Πόλης.
Η Μελίνα, είναι ένα αρχέτυπο της Μαμάς Ελλάδας, όπως η ιταλίδα ηθοποιός Άννα Μανιάνι ήταν η Μάμα Ρόμα κατά Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Όταν τραγουδά με μαζί της το «Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι» σε στίχους Μιχάλη Κακογιάννη, ο κρυφός σπαραγμός της είναι η κοφτή φωνή εμπειρίας κάθε ερωτευμένης αντρικής ή γυναικείας ύπαρξης. Είναι η σωματοποίηση των λαβωμένων συναισθημάτων μας, ο ήχος που χάνεται στους σκοτεινούς δαιδάλους της αγάπης. Ο νόστος του πάθους που έσβησε. Το πένθος του έρωτα πριν μαραθεί.
Η Μελίνα ήταν το σκοτεινό ξωτικό της «Φαίδρας», η συνείδηση της αναμάρτητης αμαρτίας, πέρα από κατεστημένα και εθιμικές προκαταλήψεις κοινωνιών και εποχών, θρησκευτικών δοξασιών. Η γυναίκα που επαναστάτησε από τα νεανικά της βαδίσματα ενάντια στον ρόλο που της επεφύλασσε το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον της εποχής της. Μια εκδοχή αυτής της γυναικείας ερωτικής και σεξουαλικής χειραφέτησης αποδίδει η εκπληκτική ερμηνεία της «Μαριλλού» στο σήριαλ της ΕΡΤ-1 η «Τούρτα της Μαμάς». Η Μελίνα ανέπνεε Ελλάδα και απέπνεε Ελληνικότητα. Ίσως, να εμπνέονταν και από την ρωμαλέα, συντροφική, αναρχική, ακαταμάχητη γοητεία της. Η Μελίνα δεν είχε ανάγκη τους γύρω της να υφάνουν τον Μύθο της.
Η σύνολη της ζωής της πορεία φρόντισε για αυτό. Μια γυναίκα πλημμυρισμένη αισθήματα και γοητεία, διάθεση αγάπης και αισθημάτων προσφοράς που τα σκορπούσε αδιακρίτως. Ο μελωδικός ήχος μιάς καμπάνας που δεν σταμάτησε να χτυπά και στις τέσσερεις εποχές του χρόνου μέχρι την στιγμή που την νίκησε η κακιά αρρώστια. Η ελληνίδα με όνειρο από μέταλλο που αντλούσε από τα ορυχεία της καρδιάς της. Οι πολύχρωμες αναλαμπές μιας φουρτουνιασμένης ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και συμβόλου.
Συνομιλούσε ισότιμα στον ίδιο τόνο και θερμότητα ύφους είτε είχε απέναντί της έναν πρόεδρο της δημοκρατίας μιας ευρωπαϊκής χώρας όπως ήταν ο Φρανσουά Μιτεράν είτε είχε απέναντί της έναν μικροπωλητή της Β΄ εκλογικής περιφέρειας Πειραιά.
Δεξιώθηκε την μεγάλη Ίντιρα Γκάντι και ήταν ανοιχτό το σπίτι της σε κάθε έλληνα συγγραφέα που της ζητούσε την βοήθειά της. Ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές του. Βλέπε περίπτωση πεζογράφου Κώστα Ταχτσή. Απαίτησε πρώτα σαν γυναίκα, σαν πολιτικός, μα πάνω από όλα σαν παθιασμένη Ελληνίδα την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Ξύπνησε και ανόρθωσε το εθνικό φρόνημα ζητώντας την επιστροφή ενός μέρους του ελληνικού αρχαιολογικού πολιτισμού που σύλησαν παλαιότερα ξένοι έμποροι περιηγητές. Μίλησε πρώτη για την ανάγκη ενός σύγχρονου Μουσείου της Ακροπόλεως.
Οραματίστηκε και υλοποίησε πρώτη τις Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης. Θεσμοθέτησε την ενοποίηση των Αρχαιολογικών χώρων. Στήριξε ανά την θεατρική επικράτεια τα ΔΗΠΕΘΕ. Βοήθησε οικονομικά καλλιτέχνες και ανθρώπους του Θεάτρου και του Κινηματογράφου. Επιζητούσε με κάθε τρόπο και μέσο όταν βρίσκονταν στο εξωτερικό-σαν ελληνίδα πολιτικός και καλλιτέχνις- να διαδώσει, να υποστηρίξει τα ιστορικά δίκαια της Ελλάδος. Να μιλήσει στους ξένους επίσημους και μη συνομιλητές της για τον ελληνικό πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, την ιστορία του, τις φυσικές ομορφιές της Ελλάδας.
Τα σπλάχνα της ευωδίαζαν Ελλάδα. Ίσως, κάπως υπερβολικά να σημειώναμε, η ίδια υπήρξε ένα αποστακτήριο της ελληνικής ψυχής και ονείρων της εποχής της. Κρυστάλλωσε στο διεθνές στερέωμα και τα διάφορα φόρουμ την θερμή της αγάπη της και το ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Μάλλον, ότι δεν κατόρθωσαν με τις πολιτικές τους ενέργειες οι άντρες συνάδερφοί της πολιτικοί. Αυτό ήταν η Μελίνα του Πασόκ και της Ελλάδας, της τέχνης και του πολιτισμού. Ένα θηλυκό φωτεινό αστέρι μιας ιστορικής ελληνικής σύγχρονης περιόδου, που ανέτειλε μέσα από το αλωνάκι της κινηματογραφικής και θεατρικής τέχνης και δοξάστηκε, πέρασε στην αθανασία, οραματιζόμενη για όλους μας πάνω στο σανίδι της πολιτικής και κυβερνητικής παγκόσμιας σκηνής. Παραφράζοντας το λόγο του άγγλου φιλέλληνα ποιητή Μπάιρον, θα γράφαμε ότι: «έκανε την καθόλου παρουσία και ύπαρξή της σήμαντρο για να αφυπνίσει τους λαούς υπέρ των δικαίων της Ελλάδας».
Αυτή ήταν και είναι η Μελίνα και της γενιάς μου ιστορία που θαυμάσαμε, λατρέψαμε, ακολουθήσαμε, εμπιστευθήκαμε. Ένα πρόσωπο πάντα χαμογελαστό. Δυναμική, τολμηρή, με δάκρυα ερώτων και ιριδισμούς ευτυχίας. Αγωνίστρια, δημοκράτισσα, καλλιτέχνιδα, η σύντροφος- σύζυγος του Ζυλ Ντασέν. Η υπουργός πολιτισμού, η γυναίκα, η γιαγιά, η «Γεννήθηκα Ελληνίδα».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)., «Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα. Αυτή ήταν η απάντηση της Μελίνας Μερκούρη στην αναγγελία του Παττακού ότι της αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια. Δυό μέρες αργότερα τα μαγαζιά της Νέας Υόρκης πουλούσαν κονκάρδες που έλεγαν «Η Μελίνα είναι Ελληνίδα»
Το να πεις ότι η Μελίνα Μερκούρη δεν είναι Ελληνίδα είναι σαν να λες ότι ο Πελέ δεν είναι Βραζιλιάνος, ή ότι οι πυραμίδες δεν είναι Αιγυπτιακές ή τα Ελγίνεια δεν είναι ελληνικά. Κανένας δεν έχει κάνει τόσα πολλά τα τελευταία χρόνια για να προσελκύσει τη συμπάθεια προς την Ελλάδα. Κανένα μεμονωμένο άτομο δεν υπήρξε πιο υπεύθυνο για το κύμα τουρισμού στην Ελλάδα.
Στα χρόνια της Δικτατορίας στην Ελλάδα το ν’ ακούσεις ένα δίσκο της Μελίνας Μερκούρη ήταν αδίκημα που δικαζόταν στο στρατοδικείο.
Η αυτοβιογραφία της Μελίνας Μερκούρη μας αφηγείται ολόκληρη την ιστορία της ελληνικότητάς της. Είναι πολύ ειλικρινής σχετικά με την μη πολιτική πλευρά της νεανικής της ζωής κι ειλικρινής σχετικά με τους αγώνες της για να γίνει ηθοποιός, τα χρυσά παιδικά της χρόνια, τις ταινίες της….», σ. 1.
Μελίνα Μερκούρη, Γεννήθηκα Ελληνίδα, έκδοση Ε΄, εκδόσεις Δ.Κ. ΖΑΡΒΑΝΟΣ, Αθήνα, Ιούνιος 1995, σελ. 418 +14, δραχμές 2000.Κεντρική πώληση Αθ. Π, Χριστάκης, [(Copyright, 1971 Melina Mercouri.- ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ 1994. Α΄ έκδοση 1971, 1973, 1983,1994.(ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ», έχει μεταφραστεί και έχει εκδοθεί σε 28 γλώσσες. Στις 16 απ’ αυτές έχει κυκλοφορήσει-με πολλές ανατυπώσεις-και σε φθηνή έκδοση τσέπης. Στα γαλλικά κυκλοφόρησε το 1974 MELINA MERCOURI, Je suis nee grecque. Traduit de l’ anglais, στη διάσημη σειρά “LE LIVRE DE POCHE”. Η ελληνική έκδοση που διαβάζουμε, συνοδεύεται με οκτασέλιδο γαλλικό κείμενο της Μελίνας. Επιμέλεια εξωφύλλου Ελισάβετ Καρβούνη-Γιάννης Σταυρακάκης. Αναφέρουν στο βιβλίο τους, «ΜΕΛΙΝΑ» Μία στάρ στην Αμερική, γ΄ έκδοση, Πατάκη, Απρίλιος 2014, οι Γιώργος Αρχιμανδρίτης και Σπύρος Αρσένης, «Την 1 Ιανουαρίου 1971 κυκλοφορεί η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία της Μελίνας, «ένα βιβλίο ειλικρινές, φανταχτερό και παθιασμένο», σύμφωνα με τους New York Times. «Κάθε παράγραφός του» λέει χαρακτηριστικά ο κριτικός της εφημερίδας «επιβεβαιώνει τη γνώμη του Ρεξ Ρίντ: «Στο μέλλον, όταν όλοι θα έχουμε πεθάνει, θα μιλάνε ακόμη για τη Μελίνα Μερκούρη. Θα λένε πως, σε μια εποχή γεμάτη πλαστικούς ανθρώπους, εκείνη ήταν αληθινή». (“she was the real thing”). Στις συνεντεύξεις που δίνει η Μελίνα για το βιβλίο, αναφέρεται συστηματικά στην Ελλάδα και στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία. Στη Sunday News 3/10/1971, η οποία μιλά για τη νέα έκδοση λέγοντας ότι «μια από τις πιο λαμπερές και ενδιαφέρουσες γυναίκες στον κόσμο κυκλοφορεί την αυτοβιογραφία της»…., σ.239.
(2)., «Αλλά τον περισσότερο καιρό σκεφτόμουν την Ελλάδα. Προσπάθησα να αναλύσω ποιος ήταν ο λόγος της αγάπης μου γι’ αυτή τη χώρα. Το ότι γεννήθηκα εκεί; Η ομορφιά της; Τα παιδικά μου χρόνια; Ο παππούς μου; Οι φίλοι μου; Μ’ έλεγαν «επαγγελματία Ελληνίδα» και δεν με πείραζε. Είχα δεχθεί να δουλεύω σαν ένα είδος ανεπίσημης πρέσβειρας για τον ελληνικό τουρισμό. Ήμουν απλούστατα μια πλασιέ που ταξίδευε από χώρα σε χώρα, λέγοντας στους ανθρώπους πως δεν είχαν ζήσει αν δεν είχαν δει την Ελλάδα. Ήταν μια δουλειά αλλά μ’ έκανε ευτυχισμένη. Η ταινία Ποτέ την Κυριακή σημείωσε διεθνή επιτυχία. Μου έδωσε ένα όνομα. Υπήρξε υποψήφια για πέντε Όσκαρ αλλά η βαθύτερη ικανοποίηση ήταν ότι έκανα εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να επισκεφτούν την Ελλάδα. Τι είναι αυτό πού ονομάζεται φιλοπατρία; Κανονικά οι λέξεις όπως πατριώτης, πατριωτισμός, εθνική σημαία, εθνικός ύμνος με κάνουν να νιώθω άσχημα. Είναι έννοιες που δεν τις εμπιστεύομαι. Αλλά όλα τα ελληνικά πράγματα με συγκινούν. Με συγκλονίζει η ελληνική σημαία και ο εθνικός ύμνος μπορεί να με κάνει να κλάψω.». σελίδα 270. Και λίγο παρακάτω αναφερόμενη σε μία ιδέα του Ζυλ Ντασσέν να γυρίσει μια ταινία με θέμα της τον αρχαίο φιλόσοφο Σωκράτη, αναφέρει: «…Αυτό που έμαθα ήταν πώς μπορούσα να συγκινούμαι απ’ την Ελληνική σημαία γιατί για πολλούς αιώνες ζούσαμε κάτω από ξένες σημαίες και ότι μπορούσα να κλαίω ακούγοντας τον εθνικό μας ύμνο γιατί τραγουδάει για την ελευθερία.», σελ. 271, κεφάλαιο 14.
(3)., «Οι πρωθυπουργοί δεν κρατούσαν πολύ στην Ελλάδα. Τη μακρότερη θητεία στο αξίωμα την είχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν Υπουργός Δημοσίων Έργων. Τα δημόσια πάρκα ανήκαν στην δικαιοδοσία του. Ήταν ο άνθρωπος που δέχτηκε την αντιπροσωπεία μας. Αναφερόταν κιόλας σαν το παιδί-θαύμα της δεξιάς. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς ένιωθε άνετα στην δεξιά. Ήταν ένας πολιτικός άνεμος που φυσούσε προς λάθος κατεύθυνση. Οι φιλελεύθεροι φίλοι μου με κοιτάζουν με οίκτο όταν, ακόμα και σήμερα, επιμένω πώς είχε γεννηθεί για να γίνει άνθρωπος του λαού, προοδευτικός και πώς χάθηκε κάπως.
Μίλησα όταν η αντιπροσωπεία πήγε να παρακαλέσει για τον ηθοποιό, αλλά όχι αμέσως. Για ένα διάστημα έμεινα άφωνη απ’ την ομορφιά του Καραμανλή. Ήταν υπέροχος άντρας. Είχε τη φήμη ενός ανθρώπου της δράσης και το ‘δειχνε. Είχε κερδίσει τη γενική επιδοκιμασία, ακόμη και της αριστεράς που γκρίνιαζε διαρκώς, όταν επετέθη σε μια αγγλική εταιρεία που είχε την αποκλειστικότητα των τράμ. Είχε αποφασίσει πως το τραμ ήταν απαρχαιωμένο και έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση του στα λεωφορεία επιφανείας. Διέταξε να βγάλουν τις γραμμές. Οι Άγγλοι αντέδρασαν. Ο Καραμανλής έβαλε προθεσμία. Δεν την τήρησαν. Ο Καραμανλής έπιασε αξίνα και φτυάρι, σήκωσε τα μανίκια του και ξήλωσε μερικές εκατοντάδες μέτρων γραμμής.
Οι Άγγλοι μπήκαν στο νόημα.
Δεν άφησε την αντιπροσωπεία μας να περιμένει. Μόλις φτάσαμε, γίναμε δεκτοί στο γραφείο του. Μας άκουσε. Συνήθως, σε μια τέτοια κατάσταση, ένας γραμματέας κρατάει μερικές σημειώσεις. Ο υπουργός βεβαιώνει πως το θέμα θα μελετηθεί. Σε διώχνουν λίγο- πολύ ευγενικά και δεν ξανακούς για το ζήτημα. Δεν έγινε το ίδιο με τον Καραμανλή. Μέσα σε είκοσι λεπτά ο συνάδελφός μας ξαναπήρε το θέατρό του. Ακόμα και η Σαμπίνα εντυπωσιάστηκε.
Απ’ αυτή την αρχή, κατάλαβα την ανάγκη συνδικαλισμού. Είδα πώς ο μόνος τρόπος μείωσης της εξοντωτικής δουλειάς στα θέατρά μας ήταν η συντονισμένη δράση. Έμαθα πως η οικονομία του θεάτρου άφηνε χώρο για να πληρώνεται καλύτερα ο ηθοποιός….». σελ. 143-144. Κεφάλαιο 9. Στο ίδιο κεφάλαιο η Μελίνα αναφέρεται με συγκινητικά λόγια για τον προσωπικότητα του εκτελεσθέντος αριστερού αγωνιστή Νίκου Μπελογιάννη αλλά και του οικονομολόγου και δικηγόρου από εξέχουσα οικογένεια Δημήτρη Μπάτση ο οποίος τουφεκίστηκε επίσης. Η Μελίνα όμως δεν χάνει το θάρρος και την ελπίδα της, την αγάπη της για την Ελλάδα. Κλείνει το κεφάλαιο με τις σκέψεις: «Πολλές φορές έχουμε απογοητευθεί. Πολλές φορές έχουμε ντροπιαστεί. Αλλά υπάρχει ο ήλιος και η θάλασσα, και η ανάμνηση όλων των καλών ανθρώπων που πέθαναν για την ελευθερία της Ελλάδας, για να μας δώσει καινούργια ελπίδα. Οι καινούργιες ελπίδες μπορεί να φέρουν καινούργιες απογοητεύσεις αλλά από καθαρή ελληνικότητα θα βρούμε έναν τρόπο για να ξαναγεννηθεί η ελπίδα.», σ. 148-149.
(4)., Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο και στα διαδραματιζόμενα και τις δυσκολίες του γυρίσματος της Φαίδρας, είναι σπαρταριστικά τα στιγμιότυπα με τους άντρες και γυναίκες ηθοποιούς, την απόφασή τους (να σηκώσουν τις φούστες τους μέχρι τον αφαλό τους και να μπούνε στην δεξαμενή την ώρα που βυθίζονταν με το πλοίο που θα καθέλκυαν και τραβούσαν τις σκηνές) όταν ο υπεύθυνος εκπρόσωπος των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, βρίσκονταν τότε στην ιδιοκτησία του έλληνα εφοπλιστή Σταύρου Νιάρχου, (και πιστεύοντας ότι το σενάριο της Φαίδρας-η ταινία, έθιγε την τότε βασιλική δυναστεία), τους ζητούσε να σταματήσουν τα γυρίσματα. Η Μελίνα δεν μας εξιστορεί μόνο τα γεγονότα αλλά, εκφράζει και τις θέσεις της για το εφοπλιστικό κεφάλαιο, την φιλοσοφία ζωής των πλούσιων γόνων «Ξέρεις πως ο λόγος που ήρθες σ’ αυτή τη γη είναι να μαζέψεις μεγάλα πλούτη και να πληρώνεις ελάχιστους ή καθόλου φόρους». Και συνεχίζοντας την κρίση της για το φορολογικό σύστημα: «Μην με παρεξηγείτε. Πιστεύω πως ως επί το πλείστον η πληρωμή φόρων είναι κάτι ανήθικο. Όταν ξέρεις πώς τα περισσότερα χρήματα ενός εθνικού ισοζυγίου πληρωμών πηγαίνουν στην κατασκευή θανατηφόρων όπλων, στο χτίσιμο και τη συντήρηση στρατιωτικών βάσεων σ’ όλο τον κόσμο, στην πληρωμή των πρακτόρων για να τριγυρίζουν σε άλλες χώρες, να υποστηρίζουν μισητές κυβερνήσεις-όταν τα ξέρεις όλ’ αυτά και βοηθάς στην πληρωμή τους με τους φόρους τους, τότε δεν είσαι αξιοπρεπής πολίτης. Αλλά ας το αντιμετωπίσουμε: οι περισσότεροι από μας προτιμούν να πουλήσουν τις αρχές τους παρά να πάνε φυλακή. Κάπου-κάπου γαληνεύουμε με διεθνείς συσκέψεις. Πολλή κουβέντα κι ελάχιστα αποτελέσματα. Ο γρηγορότερος τρόπος να πετύχουμε τον αφοπλισμό είναι ν’ αρνηθούν ο Τζον και ο Ζαν κι ο Ιβάν να πληρώσουν έστω και μία δεκάρα φόρο για την αγορά βομβών και πυραύλων. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για τους εφοπλιστές. Ακόμα και αρχισυμμορίτης Παπαδόπουλος θα παραδεχόταν πως δεν έχει φτάσει στο στάδιο της ιμπεριαλιστικής δύναμης. Η Ελλάδα είναι φτωχή. Είναι υποανάπτυκτη. Χρειαζόμαστε σχολεία και νοσοκομεία, κι οι έλληνες δισεκατομμυριούχοι αποφεύγουν να πληρώσουν φόρους υψώνοντας βολικές σημαίες της Λιβερίας, του Παναμά και του Γκράουσταρκ. Αλλά οι εφοπλιστές έχουν δύναμη. Τη δύναμη βασιλιάδων. Πρέπει ακόμα να παραδεχτώ με μισή καρδιά πως έχουν λάμψη….», σ. 256. Αν τα λόγια αυτά δεν εντάσσονται σε έναν προκλητικό και διορατικό πολιτικό λόγο, μία ρηξικέλευθη και θαρραλέα σκέψη, η οποία προέρχεται από τα χείλη μια γυναικείας φωνής, τότε τι αντιπροσωπεύουν, στην σύγχρονη πολιτική σκέψη των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα; Και να φανταστεί κανείς, ότι αυτήν την δοξασμένη ηθοποιό, αυτήν την αντισυμβατική φωνή, την ανεξάρτητη και ελεύθερη, δεν την τίμησαν με την δημοκρατική ψήφο τους οι δημότες της Β’ εκλογικής Περιφέρειας Πειραιά, ώστε να τους εκπροσωπήσει στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ευτυχώς που ο ηγέτης της Αλλαγής Ανδρέας Παπανδρέου της πρόσφερε όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας την θέση της Υπουργού Πολιτισμού. Η Μελίνα και ο μύθος της, έμειναν σε αυτήν την θέση και στους πάνω από δεκαπέντε κυβερνητικούς ανασχηματισμούς του Ανδρέα. Αλλά, το αίμα και οι κοινοί αντιστασιακοί αγώνες, νερό δεν γίνεται.
(5)., «Η εγκατάλειψη του βασιλιά απ’ τον παππού μου δημιούργησε ένα ρήγμα ανάμεσά μας. Δεν έκρυβα το θυμό και την απογοήτευσή μου. Μια μέρα είχε το θράσος να μου πει πως θα μ’ έπαιρνε να επισκεφτούμε τον Βενιζέλο. Αρνήθηκα μ’ όλη μου την δύναμη. Επέμεινε μ’ όλη του τη δύναμη. Πήγα. Σήμερα ξέρω πως ο Βενιζέλος ήταν προοδευτικός άνθρωπος. Αναδιοργάνωσε το κράτος. Δημιούργησε «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Ξανάδωσε στην Ελλάδα την περηφάνια της. Αλλά την εποχή εκείνη τον θεωρούσα τέρας. Φόραγε πάντα ένα μαύρο σκούφο. Μερικοί έλεγαν πως το ‘κανε γιατί ήταν φαλακρός. Άλλοι, που ήξεραν καλύτερα, έλεγαν πως ο σκούφος του έκρυβε ένα ζευγάρι κέρατα διαβόλου και πως φόραγε το σκούφο του ακόμα και στο κρεβάτι του για να μην τρομάζει τη γυναίκα του. Ο δαίμονας αυτός με πήρε στα γόνατά του και με κράτησε εκεί όσο μιλούσε με τον παππού μου. Μόλις πήγαμε στο σπίτι λούστηκα και βουτήχτηκα σε κολόνια.»., σελ. 36-37. Αν αυτή η ειλικρινή εξομολογητική της αφήγηση δεν κάνει ανάμεσα στις άλλες της την Μελίνα αξιολάτρευτη και μαγευτική τότε τι!!! Ενώ λίγο πιο μπροστά, υπάρχει μια αυτοπαρατήρηση του εαυτού της και του χαρακτήρα της, που δηλώνει την δημόσια εικόνα και προσωπικότητά της. Μας λέει: «Είμαι το μόνο μέλος της οικογένειας που είναι εκ πεποιθήσεως απαισιόδοξο. Μέχρι τώρα το έχω κρύψει απ’ τη μικρή ομάδα των θαυμαστών μου που επιμένουν ότι αντιπροσωπεύω τη χαρά της ζωής. Όχι, για μένα «ουδέν καλόν αμιγές κακού». Ο άνθρωπος που είπε: «Μπορούσε ν’ αρπάξει την ήττα απ’ τα σαγόνια της νίκης» είχε εμένα στη σκέψη του.». Ίσως αυτή η απαισιοδοξία προήλθε απ’ τη γνώση του γεγονότος πως μπορούσες να πας στη φυλακή για τις πεποιθήσεις σου. Η μητέρα μου, περισσότερο απ’ τις ελληνίδες γυναίκες , μίλαγε στα παιδιά της για πράγματα που αφορούσαν τους μεγάλους: τη ζωή, τους άντρες, τον έρωτα-και την πολιτική. «Ο πόλεμος», «η φυλακή», «η εξορία» ήταν λέξεις που τις άκουγα πολύ». σ. 36, κεφάλαιο 2.
(6)., «Η Δόρα Στράτου αγωνιζόταν για να διατηρήσει τους χορούς μας, αλλά το θέατρό μας ήταν στείρο και το ίδιο και το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής μας-ώσπου μπήκε στον αγώνα ο Μάνος Χατζιδάκις.
Πώς ν’ αρχίσω το θέμα του Μάνου Χατζιδάκι; Απ’ τη γοητεία του; Ήμουν σκλάβα της απ’ την πρώτη φορά που συνεργασθήκαμε, όταν έγραψε τη μουσική για το «Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Από τότε συνεργαστήκαμε πάρα πολλές φορές. Έργα, ταινίες, ακόμα και μια επιθεώρηση. Τον αγαπούσα και τον αγαπώ, αν και υπάρχει μια άσχημη πλευρά στον χαρακτήρα του που πολλές φορές έχει κάνει την αγάπη μου λύσσα. Τώρα που γράφω αυτό το βιβλίο, προσπαθώ να τον μισήσω, ξέροντας πως δεν θα τα καταφέρω ή πως ακόμα κι αν τα καταφέρω δεν θα κρατήσει. Όπως συνέβη και παλιότερα, όταν βρεθώ αντιμέτωπη με τη ζεστασιά και η γοητεία του, θα πέσω στην αγκαλιά του. Θα με πει «αγοράκι» και θα τον αγαπάω σαν τρελή ως την επόμενη απογοήτευση. Για την ώρα, λοιπόν, ας περιοριστώ στον αγώνα του Μάνου για την Ελληνική Μουσική. Μας έκανε να ακούσουμε το μπουζούκι.
Δεν ήταν εύκολη μάχη. Έπρεπε να τα βάλει με την μεσαία και την ανώτερη τάξη μας. Περιφρονούσαν τη μουσική του μπουζουκιού γιατί οι πηγές της ήταν τούρκικες και επέμεναν να είναι Ευρωπαίοι. Η αφοσίωσή τους στην Αθήνα ήταν ουσιαστικά ψεύτικη, γιατί θα προτιμούσαν να ‘ναι στο Λονδίνο ή το Παρίσι.
Αλλά ο Μάνος αγωνίστηκε. Ο αγώνας του τον οδήγησε σε σκοτεινές ταβέρνες στις προκυμαίες του Πειραιά και στις εργατικές συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Πολλές ήταν μικρές. Μερικές είχαν μόνο τρία ή τέσσερα τραπέζια. Αλλά όλες είχαν τουλάχιστον έναν άνθρωπο που έπαιζε μπουζούκι. Ο Μάνος έτρεχε σ’ αυτές με τον πυρετό ενός αρχαιολόγου που βρίσκεται στα πρόθυρα της ανακάλυψης ενός υπέροχου ερειπίου. Άκουσε τραγούδια των φτωχόσπιτων, των φυλακισμένων και των ανθρώπων που έπιναν ναρκωτικά, τραγούδια για τη φυλακή, για μπελάδες με την αστυνομία:
Ταχυδρόμε αφού διαβάζεις τα γράμματά μου
πες της μάνας μου πως ο γιός της είναι στη φυλακή.
Τα τραγούδια είχαν τρία βασικά θέματα: τον έρωτα, το θάνατο και την πάλη για την ελευθερία. Οι παλαιότερες πηγές της μουσικής ήταν τα ταξίμια, που προέρχονταν απ’ τους βυζαντινούς ψαλμούς. Επέζησαν γιατί διαδοχικές γενιές από χωρικούς τα χρησιμοποίησαν σαν έκφραση θρήνου. Οι θρήνοι (τα μοιρολόγια) ήταν τουρκικής, αραβικής και βαλκανικής παράδοσης. Η κάθε γενιά Ελλήνων συνεισέφερε την τροποποίησή της. Ανακατεύτηκαν με τον κρητικό αυτοσχεδιασμό, έπειτα με ζωηρότερους ρυθμούς των νησιωτικών χωρών μας και σιγά-σιγά ο χαρακτήρας τους έγινε ελληνικός. Τραγουδιόνταν σε μια ατμόσφαιρα που πλησίαζε τη μυστικότητα. Οι μουσικοί και τα όργανά τους, το μπουζούκι, το σαντούρι, ο μπαγλαμάς, είχαν εξοστρακισθεί απ’ την «καλή κοινωνία» μας.
Είναι θλιβερή η κοινωνία που επιτρέπει σε μια μεγαλοφυϊα να ζει στο σκοτάδι και τη φτώχεια. Αν ο Μάνος δεν είχε κάνει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το να μας αναγκάσει ν’ αναγνωρίσουμε τον Τσιτσάνη, θα ‘χε την αιώνια ευγνωμοσύνη μας.» Και συνεχίζει η Μελίνα τις εντυπώσεις της από τον μεγάλο ρεμπέτη και συνθέτη, στιχουργό Βασίλη Τσιτσάνη: «Ο Τσιτσάνης έβγαζε το ψωμί του σ’ ένα σκοτεινό καφενείο. Ήταν γίγαντας. Ο μεγάλος καλλιτέχνης είναι εκείνος που σε ξεριζώνει και σε παίρνει σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο απ’ τον ίδιο. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη, ήμουν σε απόλυτη ύπνωση. Δεν έβλεπα τίποτ’ άλλο εκτός από κείνο το χλωμό πρόσωπο και τα λεπτά, ντελικάτα χέρια του. ‘Άκουγα μόνο τους χτύπους της καρδιάς μου και τη βασανισμένη του φωνή. Η μουσική του-δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω-έφτανε στα σωθικά σου…..» σελ. 151-153, κεφάλαιο 10ο .
(7)., «Στο χωριουδάκι Ρόντι Γκαργκάνικο στη Νότιο Ιταλία γνώρισα τη Μις Λολομπρίτζιντα. Με αντιπάθησε με την πρώτη ματιά. Κι εγώ την αντιπάθησα. Προσπάθησα ν’ αντιμετωπίσω την όλη κατάσταση φιλοσοφικά. Ίσως ήμουν πολύ τυχερή σ’ όλη μου την ζωή. Ίσως να ‘ταν πάρα πολύ να ελπίζω πως η αγάπη που ένιωθα για τους συναδέρφους μου, κι η φιλία τους για μένα ήταν μια κατάσταση που μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Αντιπαθήσαμε τόσο πολύ η μία την άλλη ώστε το θεωρήσαμε κι οι δύο περιττό να υποκρινόμαστε και κάναμε ότι μπορούσαμε για να μην μπλέκουμε η μία στα πόδια της άλλης. Δεν ήταν μια πολύ ευτυχισμένη περίοδος για τον Τζούλυ.», σ. 214, κεφάλαιο 12.
Αυτά τα της γενιάς μου οφειλές για την ΜΕΛΙΝΑ, διαβάζοντας παράλληλα με την αυτοβιογραφία της, και το ενδιαφέρον βιβλίο με τις συνεντεύξεις της δημοσιογράφου κυρίας Εύας Νικολαϊδου, ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ. Άγνωστα αποτυπώματά της. Εκδόσεις Ιωάννης Σιδέρης, Αθήνα 2020. Σελίδες 147. Ένα βιβλίο στο οποίο θα επανέλθουμε.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021
ΥΓ. Και μια ερώτηση ενός αφελούς πειραιώτη, υπάρχει άραγε κανένας πειραϊκός δρόμος ή λεωφόρος, κανέναν άγαλμα με το όνομα της Μελίνας στην πόλη μας;
Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για το από καρδιάς εκπόνημά του και σας παραθέτουμε το βιογραφικό του.