Γράφει ο Νίκος Ζήβας
Σκότωσε για μια γυναίκα, επέζησε από απόπειρες δολοφονίας και πέθανε στα 38 του..
Αυτός που σαν σήμερα -18 Ιουλίου 1610- άφηνε την τελευταία του πνοή, καταρρέοντας στα σοκάκια του Porto Ercole, στου καύσωνα το μεσημέρι, συντετριμμένος και μισότρελος, όπου έχασε τη Φελούκα με το βιός του και τα έργα του, φυγόδικος φονιάς με την Παπική χάρη να μην προφταίνει να τον οδηγήσει στην αγαπημένη Ρώμη…
Για πολλούς της εποχής του ήταν ένας εγκληματίας όχι μόνο των κακόφημων δρόμων, αλλά και της Τέχνης: ένας βλάσφημος που τολμά να αναπαριστά τους Αγίους χρησιμοποιώντας ως μοντέλα αυτούς που ήξερε καλά: τους ανθρώπους του δρόμου. Τοποθετώντας τους σε θεατρικές σκηνές υπό το φως μιας Φωτεινής Πηγής προαναγγέλλοντας έτσι τη φωτογραφική ματιά μερικούς αιώνες πριν…. χωρίς συνήθως προσχέδια, συνέθετε με τολμηρές χαράξεις τα κιαροσκούρα του επιτεύγματα με το θράσος της μεγαλοφυίας του.
Στην Κοίμηση της Θεοτόκου δεν υπάρχουν άγγελοι και ουρανοί ούτε καν ο Χριστός για να υποδεχτούν το άψυχο σώμα μιας Παναγίας πνιγμένης στον Τίβερη, μιας δολοφονημένης γνωστής πόρνης εγκυμονούσας, με γυμνά πόδια πάνω σε μία παλιοσανίδα… όλοι οι φτωχοδιάβολοι – άγιοι, κλαίνε για το χαμό μιάς από αυτούς….
Ούτε χαρίζεται στον αρχηγό – Απόστολο Παύλο, εδώ ως απελπισμένο Σαούλ που αναζητά μία νέα πίστη, τον οποίο τοποθετεί στο έδαφος έξω από τα σημεία φυγής όπου θριαμβεύει η καταπληκτική φιγούρα του Αλόγου του και η λαϊκή Σοφία και ταπεινότητα του ιπποκόμη του…
Και σαν ύστερο έργο του αναπαριστά το δικό του τέλος, με την αυτοπροσωπογραφία του ως αιμάσσον κομμένο κεφάλι, που το έχει δει πολλές φορές να πλήττεται η να πέφτει στις μονομαχίες του ή στις δημόσιες εκτελέσεις… Ο νεανίας Δαυίδ συμβολίζοντας τον χρόνο, κραδαίνει το κεφάλι του Γολιάθ – Καραβάτζιο, ως την παρακαταθήκη της Τέχνης του, το αίμα της οποίας ποτίζει το έδαφος, όπου οι μαθητές του θα καλλιεργήσουν, συντηρώντας τις καινοτομίες του, οι οποίες θα επηρεάσουν πολύ αργότερα το Μοντέρνο Βλέμμα…