Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Ο Γάλλος ζωγράφος, Πολ Γκογκέν, είναι γνωστός στο ευρύ κοινό ως ένας από τους κύριους αντιπροσώπους του μεταϊμπρεσιονιστικού κινήματος, αλλά και ένας από τους πλέον τολμηρούς εικαστικούς στην ιστορία της Τέχνης.
Λίγοι γνωρίζουν, όμως, σχετικά με την περιπέτειά του στην Ταϊτή, όπου ο Γκογκέν ταξίδεψε με μία υποτροφία που κέρδισε από τη γαλλική κυβέρνηση και γνώρισε γυναίκες που έγιναν τα θέματα μερικών από τους γνωστότερους πίνακές του και αποθανάτισε στο «ημερολόγιό» του, που εξέδωσε υπό τον τίτλο, «Noa Noa» (1901), που είναι η ονομασία ενός συγκεκριμένου αρώματος.
Η Ταϊτή και οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί στιγμάτισαν το ζωγράφο και οι σημειώσεις του αξίζουν να διαβαστούν σήμερα, ως μια εναλλακτική ιστορία ενός κοσμοπολίτη καλλιτέχνη που επιλέγει να γνωρίσει και να ζήσει με ένα λαό που βρίσκεται υπό Γαλλική κατοχή.
Στην πραγματικότητα, ο Γκογκέν ταξίδεψε στην Ταϊτή δύο φορές. Την πρώτη φορά, το 1890, το ταξίδι του (το οποίο είχε σχεδιάσει εκ των προτέρων) πραγματοποιήθηκε χάρη σε μία επιτυχημένη δημοπρασία με έργα του στο Παρίσι. Σκοπός του ήταν να αφήσει, για κάποιο χρονικό διάστημα, πίσω του τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και «οτιδήποτε είναι τεχνητό και συμβατικό».
Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Παπεέτε, την πρωτεύουσα της αποικίας, όμως, απογοητευμένος από την πρώτη εικόνα του, που ερχόταν σε αντιπαράθεση με τις εξωτικές περιγραφές του μέρους που είχαν πέσει στα χέρια του, αποφάσισε να στήσει το ατελιέ του στο Mataiea, 45 χιλιόμετρα έξω από το Παπεέτε, όπου και δημιούργησε πίνακες όπως το «Fatata te Miti (Κοντά στη θάλασσα)» (1892) και το «Io Orana Maria (Ave Maria)» (1891), μερικούς από τους σημαντικότερους πίνακες αυτής του της περιόδου.
Στο έργο του, «Noa Noa», ο Γκογκέν εξηγεί πως στην Ταϊτή έψαχνε να βρει τον επίγειο Παράδεισο, ούτως ώστε να «ζήσει εκεί σε έκσταση, ειρηνικά και για την τέχνη, μακριά από την ευρωπαϊκή μάχη για το χρήμα». Στο Παπεέτε βρήκε την ευρωπαϊκή επιρροή να έχει εισχωρήσει σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας. Η αλήθεια, όμως, είναι πως και οι δικές του επιρροές από τη Δύση δεν τον άφηναν να δει τους ιθαγενείς ως τίποτε άλλο, παρά ως άσχημους «πρωτόγονους» για το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου ταξιδιού του στη χώρα.
Ο Γκογκέν, παρόλα αυτά, κατάφερε να υπερνικήσει αυτές του τις προκαταλήψεις και αφού έμαθε τη γλώσσα των Μάορι, σταδιακά εισχώρησε και στην κουλτούρα του ξένου προς εκείνον αυτού λαού.
Ένα κομμάτι του αυτοβιογραφήματος του Γκογκέν είναι εξαιρετικά δύσπεπτο για τον σύγχρονο αναγνώστη. Ο ζωγράφος αποκαλύπτει πως, στο δεύτερο πια ταξίδι του στην Ταϊτή, ερωτεύεται και παίρνει για σύντροφό του ένα 13χρονο κορίτσι από τη φυλή, την Τεχούρα, η οποία του φαίνεται αρχικά το ίδιο αινιγματική με τους υπόλοιπους ιθαγενείς, όμως, σιγά-σιγά τον εμπιστεύεται και του επιστρέφει την αγάπη που της προσφέρει.
Ο Γκογκέν γνωρίζει μέσα από τη σχέση του μαζί της την κουλτούρα της φυλής σε βάθος και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη μυθολογία τους και μια παλιά σέκτα, τους Areois, οι οποίοι ήλεγχαν με τη γνώση που κατείχαν όλες τις φυλές και τις έκαναν να αποστασιοποιηθούν από τον κανιβαλισμό.
Το «ημερολόγιο» αυτό του Γκογκέν έχει θεωρηθεί από μεταγενέστερους κριτικούς σε μεγάλο βαθμό μυθοποιημένο και αντιγραμμένο από άλλες πηγές. Ο Γκογκέν, άλλωστε, το συνέλαβε ως συνοδευτικό για τα έργα του και τα σκίτσα που ζωγράφιζε από το φυσικό τοπίο. Η απαγορευμένη σχέση του με την Τεχούρα τελείωσε άδοξα, όταν εκείνος αναγκάστηκε να αφήσει την Ταϊτή και να επιστρέψει στη Γαλλία.
Σήμερα, η πράξη του αυτή μοιάζει (δικαίως) τερατώδης, όμως, οφείλει κανείς να λάβει υπόψη του πως ο Γκογκέν έζησε σε μία εποχή με αποικίες και η θέση του ήταν καταφατικά με την πλευρά της μητρόπολης. Μια σύγχρονη ανάγνωση μας δείχνει ένα καλλιτέχνη που, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις να καταλάβει μία κουλτούρα εντελώς ξένη σε εκείνον, δεν μπόρεσε τελικά να νικήσει όλες τις αποικιοκρατικές του αντιλήψεις και να αντιμετωπίσει τους ιθαγενείς ως ίσους, σε ανθρώπινο επίπεδο.