Ο Βιτόριο Ντε Σίκα θεωρείται ο πατέρας του ιταλικού νεορεαλισμού, αλλά για την ακρίβεια ο πατέρας όλων όσοι αγαπούν με πάθος τον κινηματογράφο, καθώς υπήρξε ένας από τους σκηνοθέτες που θα μπορούσε το όνομά του να μπει δίπλα στους Τσάρλι Τσάπλιν, Όρσον Γουέλς, Αϊζενστάιν, Φορντ, Ζαν Ρενουάρ…

Ο ντε Σίκα, μαζί με τους Βισκόντι και Ροσελίνι, δημιούργησαν το κινηματογραφικό κίνημα του νεορεαλισμού, που όχι μόνο επηρέασε τον παγκόσμιο κινηματογράφο και τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, αλλά έφερε τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους μπροστά στον καθρέφτη, χωρίς καμία παραμόρφωση και συνέβαλε στη συνειδητοποίηση των παγίδων που κρύβει το σύστημα εξουσίας, την ανάγκη για συμπόνια, αλληλεγγύη, τη δύναμη της απλότητας και την ανάγκη να διατηρήσουμε την ψυχή μας.

Προφητικός Σινεμάνθρωπος

Όμως, ο Ντε Σίκα ήταν κι ένας σπουδαίος ηθοποιός, που βγήκε προπολεμικά στο θεατρικό σανίδι και στο σινεμά, δούλεψε ασταμάτητα, πρωταγωνίστησε δίπλα σε θηρία της υποκριτικής, με την αρχοντική του γοητευτική εμφάνιση και πρόσφερε σπάνιες συγκινήσεις. Ορισμός του σινεμάνθρωπου, ο Ντε Σίκα έγραψε και σενάρια, πολλές φορές σε συνεργασία με τον στενό του φίλο, τον τεράστιο Τσέζαρε Τζαβατίνι, ήταν παραγωγός ταινιών, ένας ανυπότακτος ιδεολόγος, αλλά κι ένας άνθρωπος με πάθη.

Και μόνο για τις ταινίες του «Κλέφτης Ποδηλάτων», «Umberto D» και «Λούστρο Παπουτσιών», που γύρισε στη ρημαγμένη από τον πόλεμο Ιταλία και στα πρώτα χρόνια της εισόδου του στη σκηνοθεσία, ο Βιτόριο Ντε Σίκα ανήκει στο πάνθεον των πραγματικά μεγάλων του κινηματογράφου. Όμως, γύρισε πολύ περισσότερες ταινίες, πολλές από τις οποίες δικαίως αγαπάμε ακόμη, θέλουμε να βλέπουμε ξανά και ξανά, να αγαλλιάζει η καρδιά μας.

Γιατί ο σπουδαίος κινηματογραφιστής φαίνεται και στη διάρκειά του, στη διαχρονικότητά του. Γιατί μπορεί οι δεκαετίες να πέρασαν, αλλά οι δυσκολίες της ζωής παρέμειναν και μάλλον διογκώνονται. Η περιφρόνηση της ελίτ για τους απλούς ανθρώπους παραμένει, οι παγίδες καραδοκούν, η εκμετάλλευση των αδύναμων ανθρώπων έχει γίνει προτέρημα, η πλήρης υποταγή στο χρήμα παίρνει θρησκευτικές διαστάσεις. Για όλα αυτά είχε μιλήσει προφητικά ο Ντε Σίκα. Και για άλλα πολλά, πιο ευχάριστα, όπως για τον έρωτα, την αγάπη, την ανθρώπινη επαφή, τις ευχάριστες στιγμές της απλότητας, το κέφι για ζωή…

Ήταν ο κομμουνιστής. Όπως είχε πει χρόνια μετά ο γιος του Κριστιάν, όταν πήγε να ψηφίσει για πρώτη φορά του είχε πει πριν βγει από το σπίτι μόνο δυο λέξεις: «Σφυρί και δρεπάνι. Αλλά ο Ντε Σίκα δεν αγκαλιάστηκε από το κόμμα, ενώ πολλές φορές τού ασκήθηκε κριτική από το κόμμα, καθώς είχε ξεφύγει από νόρμες και καθοδηγητές, δεν έβαζε πλαίσια, δεν έκανε στρατευμένο κινηματογράφο. Τα όρια τα έβαζε ο ίδιος. Ήταν ο ανθρώπινος πόνος, τα βάσανα, το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς στερεότυπα, αγκυλώσεις και επιβολές.

Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν 120 χρόνια από τη γέννησή του (7 Ιουλίου 1901), μια ημέρα γιορτής για τον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Έφερε τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους μπροστά στον καθρέφτη, χωρίς καμία παραμόρφωση

Από την Πάβλοβα στον Καμερίνι

Ο Βιτόριο Ντε Σίκα γεννήθηκε στη Σόρα της κεντρικής Ιταλίας, γιος ενός επιχειρηματία ναπολιτάνικης καταγωγής εξ ου και η λατρεία του για τη Νάπολη και το Σορέντο. Προοριζόταν να γίνει τραπεζικός υπάλληλος.

Ευτυχώς για όλους μας δεν τα κατάφερε λόγω οικονομικών δυσκολιών και στράφηκε σε αυτό που του άρεσε, την υποκριτική. Έτσι, το 1923 θα ενταχθεί στο θίασο της Ρωσίδας σκηνοθέτιδας Τατιάνας Πάβλοβα, που είχε εγκατασταθεί στην Ιταλία. Τρία χρόνια μετά θα στραφεί και στον κινηματογράφο, ενώ ο πρώτος του ρόλος που θα τον καθιερώσει θα είναι στην ταινία «Οι Άντρες, τι Παλιάνθρωποι!» του Μάριο Καμερίνι.

Μετά τον πόλεμο και τις καταστροφικές συνέπειές του, θα στραφεί στη σκηνοθεσία και θα μας ανοίξει τα μάτια με τον ανθρωποκεντρικό του κινηματογράφο, χρησιμοποιώντας, όμως, τα πιο απλά υλικά. Καθημερινές καταστάσεις, σχεδόν ανύπαρκτο προϋπολογισμό και τεχνικές ευκολίες, ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η τύχη του θα τον φέρει κοντά με τον ανεξάντλητο σε ιδέες και ταλέντο συγγραφέα και σεναριογράφο, τον θεωρητικό του νεορεαλισμού, Τσέζαρε Τσαβατίνι, με τον οποίο θα συνεργαστούν σε πολλές ταινίες, μέσα στις οποίες φυσικά ανήκουν και τα αριστουργήματά του.

Την πρώτη του μεγάλη ταινία τη γύρισε το 1946. Ήταν το δράμα «Λούστρος Παπουτσιών» («Sciuscià») που περιγράφει την ιστορία δυο παιδιών, λούστρων, που μπλέκουν άσχημα στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την καταραμένη φτώχεια τους. Το φιλμ κάνει παγκόσμιο πάταγο και βραβεύεται με το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Ο Όρσον Γουέλς, όταν το είδε, έκανε την καλύτερη κριτική με λίγες λέξεις: «Η κάμερα εξαφανίστηκε, η οθόνη εξαφανίστηκε, κι είχα μπροστά μου μόνο την ίδια τη ζωή».

«Κλέφτης Ποδηλάτων»

Το 1948 θα έρθει το εμβληματικό «Κλέφτης Ποδηλάτων», ένα αριστουργηματικό συγκινητικό δράμα που θα δώσει στον Ντε Σίκα το δεύτερο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Μία σχεδόν ασήμαντη καθημερινή ιστορία, από αυτές που δεν πέρναγαν ούτε τότε στα ψιλά των εφημερίδων, θα αλλάξει τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Με ερασιτέχνες πρωταγωνιστές, αλλά εκπληκτικούς στους ρόλους τους, σκηνικό τη Ρώμη, συγκλονιστική φωτογραφία του Κάρλο Μοντουόρι, μουσική του Αλεσάντρο Τσικονίνι και τον ντε Σίκα να οργιάζει. Συγκλονιστικό και ανυπέρβλητο.

Το 1951 θα γυρίσει την υπέροχη κοινωνική σάτιρα «Θαύμα στο Μιλάνο», έχοντας ως πρωταγωνιστή το ιερό τέρας της κωμωδίας Τοτό, που καθοδηγεί τους φτωχούς του Μιλάνου εναντίον ενός πλούσιου μεγιστάνα ο οποίος θέλει να τους διώξει από την τενεκεδούπολή τους.

Ο Ντε Σίκα θα τα πάει όμως ακόμη καλύτερα τον επόμενο χρόνο με το σπαρακτικό «Umberto D.», έχοντας ως θέμα τη ζωή ενός πάμφτωχου συνταξιούχου, που έχει μοναδική συντροφιά ένα σκυλάκι. Ο ερασιτέχνης πρωταγωνιστής Κάρλο Μπατίστι (καθηγητής γλωσσολογίας) θα δικαιώσει τον άλλο μεγάλο Βιτόριο του ιταλικού σινεμά, τον Γκάσμαν, που είχε υποστηρίξει ότι «θα βρεις περισσότερο ταλέντο σε μια λαϊκή αγορά στη Νάπολη, απ’ ό,τι σε όλο το Χόλιγουντ…».

Δύο ακόμη Όσκαρ και η Σοφία

Ο Ντε Σίκα θα κερδίσει ακόμη δύο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, εκτός από βραβεία σε μεγάλα φεστιβάλ, με τις κλασικές ταινίες του «Χτες, Σήμερα, Αύριο» (1963) και «Ο Κήπος των Φίντζι – Κοντίνι» (1970). Η πρώτη, ένα σπονδυλωτό φιλμ, με την υπέροχη και αγαπημένη του πρωταγωνίστρια, Σοφία Λόρεν, που ειδικά στο ρόλο της πόρνης στη Ρώμη είναι θεσπέσια, έχοντας δίπλα της τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, και η δεύτερη, ένα αξιόλογο πολεμικό δράμα, με τους Χέλμουτ Μπέργκερ, Ντομινίκ Σαντά και Φάμπιο Τέστι. Βεβαίως στη μακρά του πορεία θα γυρίσει και ακόμη πολλές άλλες πολύ καλές ταινίες. Μερικές απ’ αυτές ήταν: «Γάμος αλά Ιταλικά», «Ερωτική Πολιορκία», «Η Ώρα της Μεγάλης Κρίσης» (με πολυεθνικό καστ και ανάμεσα την Μελίνα Μερκούρη), «Η Ατιμασμένη»…

Ωστόσο, ο Ντε Σίκα είχε και πάθη. Το πρώτο τού προκάλεσε δυσκολίες στη ζωή, το άλλο τον κατέστρεψε. Το πρώτο, ήταν οι γυναίκες που σε συνδυασμό με την ρωμαιοκαθολική του ηθική τού δυσκόλεψε τη ζωή και το δεύτερο ήταν ο τζόγος που τον κατέστρεψε οικονομικά και τον ανάγκασε πολλές φορές να παίξει σε αδιάφορες ταινίες ή καλές παραγωγές που δεν τον εξέφραζαν.

Σίγουρα, όμως, θα έχουμε για πάντα στη μνήμη μας την απίστευτη φιγούρα τού αστυνομικού διοικητή Καροτενούτο, με το αρχοντικό παράστημα, ακαταμάχητο και ντροπαλό, καλόκαρδο και πονηράκο, έτοιμο πάντα να ερωτευθεί, αλλά και να χάσει το αιώνιο παιχνίδι με τις γυναίκες στην ταινία του Κομεντσίνι «Ψωμί, Έρωτας και Φαντασία», την οποία
ακολούθησαν ακόμη δυο συνέχειες.

Στις 13 Νοεμβρίου του 1974 ο Βιτόριο Ντε Σίκα θα πεθάνει σε νοσοκομείο στο Παρίσι, από μετεγχειρητικές επιπλοκές κι ενώ πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα. Θα φύγει πάμφτωχος, αφήνοντας πίσω του τέσσερα παιδιά, που απέκτησε από τους δυο γάμους του, με την Ιταλίδα ηθοποιό Τζούντια Ρισόνε και την Ισπανίδα, επίσης, ηθοποιό, Μαρία Μερκαντέρ. Στα παιδιά του δεν άφησε τίποτα. Σε εμάς τις ταινίες του, τη μαγεία ενός κινηματογράφου, που ναι και μόνο γι’ αυτόν μπορεί να χαρακτηριστεί και η 7η Τέχνη.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ