Ο Έντουαρντ Χόππερ (Edward Hopper) γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1882 στο Νάιακ, ένα παραθαλάσσιο χωριό στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, από γονείς Ολλανδικής καταγωγής. Εκπαιδεύτηκε ως εικονογράφος, αλλά από το 1901 έως το 1906 σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης, με δάσκαλο τον ρεαλιστή ζωγράφο Ρόμπερτ Χένρι, που ήταν μέλος της «Ομάδας των Οκτώ» και αργότερα της «Σχολής του Σταχτοδοχείου» («Ashcan School»), τα μέλη της οποίας εμπνέονταν κριτικά από την καθημερινή ζωή στις μεγαλουπόλεις.
Έχει αναγνωριστεί ως ένας σημαντικός ζωγράφος της Αμερικάνικης ρεαλιστικής τέχνης, που με τους πίνακες και τα χαρακτικά του άσκησε μεγάλη επιρροή στους εικαστικούς της pop art και του νεορεαλισμού. Στο έργο του, ιδιαίτερα αυτό του αστικού τοπίου, αποτυπώνεται η μοναξιά του ανθρώπου των μεγαλουπόλεων.
Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος*
Ο Χόππερ ταξίδεψε τρεις φορές στην Ευρώπη μεταξύ 1906 και 1910 κι έζησε για ένα διάστημα στο Παρίσι την εποχή της εμφάνισης του κινήματος των κυβιστών. Παρέμεινε όμως αποστασιοποιημένος από την καλλιτεχνική πρωτοπορία εκείνης της εποχής και σ’ όλη του την καριέρα ακολούθησε το δικό του καλλιτεχνικό μοναχικό όραμα.
Αν και εξέθεσε έργα του στην «Έκθεση του Οπλοστασίου» («Armory Show»), το 1913, με την οποία η Αμερική γνώρισε την καλλιτεχνική πρωτοπορία της Ευρώπης, ο Χόππερ αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο του έως το 1924 στην τέχνη της διαφήμισης και της εικονογράφησης. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη ζωγράφο Τζόζεφιν Νίβιζον (1883-1968), που άφησε την προσωπική καριέρα της και αφοσιώθηκε σε αυτόν.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 όπως και οι ζωγράφοι της «Σχολής του Σταχτοδοχείου», ο Χόππερ ζωγράφιζε κοινοτοπίες της αστικής ζωής. Όμως, σε αντίθεση με τους χαλαρά οργανωμένους και γεμάτους ζωηράδα πίνακές τους, (1925-1932) οι συνθέσεις του έδειχναν ανώνυμες φιγούρες και αυστηρές γεωμετρικές μορφές, που θύμιζαν φωτογραφικά στιγμιότυπα, δημιουργώντας έτσι μία αναπόφευκτη αίσθηση μοναξιάς.
Αυτή η αίσθηση ενισχυόταν από τη χαρακτηριστική χρήση του φωτός, είτε το σκληρό φως του πρωινού είτε το απόκοσμο ενός νυχτερινού καφέ. Σε ορισμένα εξαιρετικής ποιότητας χαρακτικά του ο «απογευματινός αέρας» προξενεί στον θεατή μια ευχάριστη ανατριχίλα και οι «σκιές της νύχτας» συγκινεί με τον άνθρωπο που απλά βαδίζει και πρέπει να διασχίσει την απειλητική σκιά της κολώνας του δρόμου.
Από τη δεκαετία του 1930 και μετά ο Έντουαρντ Χόππερ ανέπτυξε ένα αρκετά πρωτότυπο, αυστηρό ρεαλιστικό ύφος, συμβάλλοντας σημαντικά τόσο στην αναβιωματική εξέλιξη ενός καθαρά αμερικανικού ρεαλισμού, όσο και στην αντίσταση στις κυρίαρχες την εποχή εκείνη επιδράσεις της αφηρημένης πλέον τέχνης και της ευρωπαϊκής εκκεντρικής πρωτοπορίας.
Παρά το εικονιστικό τους περιεχόμενο, τα έργα του διακρίνονται για το μοντέρνο κατά βάση πνεύμα τους, τόσο στη σύλληψη όσο και στην πραγμάτωση.
Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το τέλος της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από σοβαρά προβλήματα υγείας. Δεν εγκατέλειψε όμως τον χρωστήρα και δημιούργησε αρκετά σημαντικά έργα. Αναδρομικές εκθέσεις έργων του έγιναν το 1933 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και στο Μουσείο Ουίτνευ / Whitney Museum of American Art το 1950 και το 1964.
Ο Έντουαρντ Χόππερ πέθανε στις 15 Μαΐου 1967 στη Νέα Υόρκη. Λίγους μήνες αργότερα έφυγε από τη ζωή και η σύντροφός του, η οποία χάρισε μεγάλο αριθμό πινάκων του στο Μουσείο Ουίτνεϊ του Μανχάταν. Τα έργα αυτά του σημαντικού κληροδοτήματος εκτέθηκαν στο Μουσείο και μετά ταξίδεψαν στο Άμστερνταμ, το Ντύσελντορφ, καταλήγοντας στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο.
Όσο ήταν εν ζωή οι πίνακες του Χόππερ δεν έπαιζαν δυνατά στο χρηματιστήριο της τέχνης και μέχρι τα 42 χρόνια του οι πωλήσεις έργων του ήταν ελάχιστες. Αν και από το 1932 η κατάσταση άλλαξε ριζικά έφερε πάντα το σύνδρομο της αγωνίας για την θέση του και το αίσθημα του αδικημένου.
Δεν ξέχασε ποτέ ότι τον είχε απορρίψει η Ακαδημία Τέχνης στα νιάτα του και όταν μετά την επιτυχία του τον έκαναν τιμητικά μέλος τους απέρριψε την πρόταση τους. Σε κάποιες από τις τελευταίες συνθέσεις του πρωταγωνιστεί το φως του ήλιου μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο και δημιουργεί ένα συγκλονιστικό συνδυασμό φωτός και σκιάς. Όταν οι ανθρώπινες μορφές που είχαν το κεντρικό ενδιαφέρον αρχίζουν να απουσιάζουν από τις συνθέσεις του όλα δείχνουν πλέον πιο φιλοσοφημένα και γαλήνια.
Αν και ο Χόππερ δημιούργησε τα έργα του στην πιο ταραχώδη πενηκονταετία της σύγχρονης Αμερικάνικης ιστορίας παρέμεινε ενσυνείδητα ανεπηρέαστος ζωγραφίζοντας παραστατικά τους εσωστρεφείς καθημερινούς του ήρωες της και τα αποξενωμένα μεταξύ τους και ταυτόχρονα οικεία στα μάτια των φιλότεχνων τοπία του.
Η αίσθηση της μοναξιάς κατοπτρίζεται στις εκφράσεις των προσώπων, στις στατικές κινήσεις, στα ζοφερά, σκληρά, αμείλικτα ή θερμά και δυνατά φώτα της υπαίθρου και των πόλεων, παραμένουν με παράδοξο τρόπο ψυχρά παρόλη την λαμπρότητα τους. Η ευρηματική πρόσπτωση του φωτός στα θέματα από τα ανοικτά παράθυρα είναι μια ποιητική απόπειρα του εξωτερικού με τον εσωτερικό κόσμο.
Ζώντας στην εποχή μεγάλων καλλιτεχνικών κινημάτων στο Παρίσι που επισκέφθηκε το 1906 και το 1907 και δούλεψε παραγωγικά αλλά και στη Νέα Υόρκη, της νέας μεγαλούπολης της διεθνούς τέχνης που έσφυζε από απόψεις, τάσεις και θεωρητικές διενέξεις για τον μοντερνισμό, τις πρωτοπορίες και τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό αυτός δεν ακολούθησε καμία σχολή.
Δεν ήταν επαναστάτης καλλιτέχνης ούτε όμως και σνομπ. Δεν είχε την ικανότητα όσο ζούσε να έλκει τους συλλέκτες και τους μεγάλους εμπόρους τέχνης. Πιθανόν αν είχε αντιληφθεί ότι μερίδα ιστορικών και κριτικών της σύγχρονης τέχνης τον είχαν κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανακηρύξει σαν πρόδρομο της pop art να είχε δυσαρεστηθεί βαθιά.
Ο σκληρός ρεαλισμός, η καταναλωτική διάθεση, η πλακάτ και επιφανειακή προβολή που επεδίωκε η pop ήταν στον αντίποδα της λυρικής προσωπικής του φυσιοκρατικής προσέγγισης, όσον αφορά την αντιγραφή του ορατού κόσμου, που τον απέδωσε ποιητικά με ψυχολογική εγρήγορση και εσωστρεφή ένταση.
*Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης