Ο συγγραφέας του “Οδυσσέα” (Ulysses, 1922) δε θα μπορούσε σίγουρα να είναι κάποιος άλλος από τον Ιρλανδό James Joyce, αν κρυφοκοιτάξουμε στην ιστορία της ζωής του.
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Μυθιστοριογράφος, συγγραφέας και ποιητής ο James Joyce γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1882 στο Δουβλίνο, σε μια τυπική και εύπορη Ιρλανδική οικογένεια. Με μητέρα καθολική και πατέρα άθεο και αλκοολικό, ο Joyce που ήταν το μεγαλύτερο από τα δέκα παιδιά της οικογένειας μεγάλωσε, όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος, σε μια μεσοαστική οικογένεια που ήταν ένα συνονθύλευμα από κοινωνικές συμβάσεις. Θεωρούσε πως οι σπατάλες του πατέρα του κατέστρεψαν την οικογένεια και πως η μητέρα του υπήρξε θύμα εκτός από την κακοποίηση του πατέρα και από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα που την “υποχρέωνε” να υπομένει.
Η οικονομική και οικογενειακή καταστροφή δεν άργησε να έρθει και έτσι ο Joyce αναγκάστηκε να μετακινείται από το ένα σχολείο στο άλλο, ανάλογα με το σε ποιο θα μπορούσε κάθε φορά να πληρώσει ο πατέρας του, τα δίδακτρα και χωρίς πάντα να μπορεί να αποφύγει τη φοίτηση στα αυστηρά καθολικά σχολεία, που διόγκωναν τις ήδη υπάρχουσες φοβίες του. Το δάγκωμα ενός σκυλιού και οι ιστορίες μιας θρησκόληπτης θείας για τους κεραυνούς σαν ένδειξη του θυμού του Θεού, τον οδήγησαν στο να φοβάται σε όλη του τη ζωή τα σκυλιά, αλλά και τις αστραπές ακόμη και όταν μπορούσε να τα εκλογικεύσει.
Φοιτά στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου (University College Dublin (UCD)) και σπουδάζει Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά, ενώ παράλληλα ξεκινά να αρθρογραφεί και να κινείται ενεργά στους θεατρικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Η πρώτη του επίσημη δημοσίευση έγινε το 1900, στο The Fortnightly Review και αφορούσε το βιβλίο του Henrik Ibsen “When We Dead Awaken”.
Λέγεται πως μπήκε στη διαδικασία να μάθει Νορβηγικά, για να μπορέσει να γράψει στον Ibsen ένα γράμμα, μέσα από το οποίο του εξέφραζε το θαυμασμό του και στο οποίο ο συγγραφέας του απάντησε ευχαριστώντας τον. Στη συνέχεια έγραψε πολλά περισσότερα άρθρα, αλλά και δύο θεατρικά που στη συνέχεια χάθηκαν. Συμμαθητές και φίλοι του στο Πανεπιστήμιο υπήρξαν αρκετές προσωπικότητες της γενιάς του, όπως οι Tom Kettle, Francis Sheehy-Skeffington και Oliver St. John Gogarty, ενώ κάποιοι από αυτούς υπήρξαν κι οι χαρακτήρες στα βιβλία του.
Μετά την αποφοίτησή του, το 1902, πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική, πράγμα που δεν καταφέρνει, πιθανόν και λόγω της δυσκολίας της γλώσσας ή του αντικειμένου. Εκείνος επιμένει στην προσπάθειά του, θεωρώντας υπεύθυνο τον κρύο καιρό που τον κάνει να είναι συνεχώς κρυωμένος και άρρωστος.
Η χρηματοδότηση από την οικογένεια σταματά, όταν η μητέρα του προσβάλλεται από καρκίνο και αναγκάζεται να επιστρέψει στο Δουβλίνο για να την προλάβει ζωντανή, μετά από ένα σύντομο και αυστηρό τηλεγράφημα από τον πατέρα του. Έχει απαρνηθεί εδώ και πολλά χρόνια το χριστιανισμό, αν και σε όλη του την υπόλοιπη ζωή παλεύει με αυτή την άρνηση και την αυστηρή καθολική ανατροφή του. Αρνείται να εξομολογηθεί και να λάβει τη θεία κοινωνία, που ήταν η επιθυμίας της και τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του αρνούνται να γονατίσουν και να προσευχηθούν δίπλα στο κρεβάτι της με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, όταν εκείνη πέφτει σε κώμα.
Μετά το θάνατό της συνεχίζει να πίνει για να αντιμετωπίσει τις οικογενειακές συνθήκες, που έγιναν ακόμη πιο δύσκολες και παράλληλα να διαβάζει, να διδάσκει και να τραγουδά, με την ιδιότητά του τενόρου που του φέρνει και ένα χάλκινο μετάλλιο το 1904.
James Joyce…Shut your eyes and see!
Στις αρχές του 1904, προσπαθεί να δημοσιεύσει το “A Portrait of the Artist”, εισπράττοντας την απόρριψη από το εναλλακτικό περιοδικό Dana. Έτσι, αποφασίζει την ημέρα των 22ων γενεθλίων του, να φτιάξει με την ιστορία ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο “Stephen Hero”, μια φανταστική αφήγηση των νεανικών του χρόνων, το οποίο γρήγορα αφήνει στη μέση, γιατί δεν ενθουσιάστηκε με την πορεία της δουλειάς του. Δεν δημοσιεύθηκε ποτέ σε αυτή τη μορφή παρά μόνο μετά το θάνατό του.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν βρισκόταν στην Τεργέστη, το έγραψε ξανά από την αρχή και του έδωσε τον γνωστό τίτλο “A Portrait of the Artist as a Young Man“.
Την ίδια χρονιά συναντά τη γυναίκα, που υπήρξε η σύντροφος και ο έρωτας της ζωής του, τη Nora Barnacle, μια εικοσάχρονη, ψηλή, κοκκινομάλλα καμαριέρα. Η ημέρα συνάντησής τους, 16 Ιουνίου 1904, είναι και η ημέρα που ξεκινά τις περιπλανήσεις του στο Δουβλίνο, ο ήρωας του Leopold Bloom στον “Οδυσσέα” του (Ulysses).
Με τη Nora Barnacle δεν παντρεύτηκαν παρά μόνο το 1931 και αφού είχαν ήδη αποκτήσει δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Όταν εκείνος αποφασίζει, πως δεν θέλει πια να μείνει στο Δουβλίνο, εκείνη φεύγει μαζί του για τη Ζυρίχη και στη συνέχεια για την Τεργέστη.
Διδάσκει σε σχολεία για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά του, αλλά το ποτό και το άσκοπο ξόδεμα του πενιχρού εισοδήματός του, δημιουργούν ανάλογες συνθήκες με τις οποίες είχε μεγαλώσει και ο ίδιος προκαλώντας ένταση στις σχέσεις με τον αδελφό του που προσπαθεί να τον βοηθήσει επαγγελματικά.
Συνεχίζει να γράφει κι αυτή τη φορά οι προσπάθειές του εστιάζουν στη δημοσίευση των “Dubliners”, με την επίσκεψή του, το 1909, στο Δουβλίνο και στον πατέρα του, προσπάθειες που αποβαίνουν άκαρπες.
Επιστρέφει ακόμη μια φορά στο Δουβλίνο το 1912, στο πλαίσιο του μακρόχρονου αγώνα με τον εκδότη του George Roberts για τη δημοσίευση των Δουβλινέζων. Επιστρέφει άπρακτος για μια ακόμη φορά και γράφει το ποίημα“Gas from a Burner”, μια ύβρη απέναντι στον εκδότη του και μετά από αυτό το ταξίδι, η πιο κοντινή απόσταση από το Δουβλίνο, στην οποία ήρθε ήταν το Λονδίνο παρά τις παρακλήσεις από τον πατέρα του και τις αμέτρητες προσκλήσεις από τον Ιρλανδό συγγραφέα William Butler Yeats.
Ξεκινά, τη συγγραφή του σημαντικότερου ίσως βιβλίου του, του “Οδυσσέα” στο Παρίσι, το 1914 όπου βρίσκεται μετά από πρόσκληση του ποιητή Ezra Pound, όπου και θα παραμείνει για τα επόμενα 20 χρόνια. Ο “Οδυσσέας” εκδίδεται το 1922.
Το 1930, η κόρη του Lucia, αρχίζει να δείχνει σημάδια σχιζοφρένειας μετά το χωρισμό της από τον θεατρικό συγγραφέα Samuel Beckett, που εκείνο τον καιρό ήταν γραμματέας βοηθός του πατέρα της.
Ο Carl Jung που την αναλαμβάνει, μετά και την ανάγνωση του “Οδυσσέα”, λέγεται πως κατέληξε στο συμπέρασμα πως έπασχε από την ίδια ασθένεια με τον πατέρα της, τη σχιζοφρένεια, λέγοντας πως “ήταν σαν δύο άνθρωποι που βυθίζονται σε ένα ποτάμι. Ο ένας έπεσε μέσα, ενώ άλλος βούτηξε”. Το 1936, η Lucia κλείστηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου πέθανε το 1982.
Ο James Joyce πέθανε στις 13 Ιανουαρίου του 1941, στα 59 του χρόνια, από χρόνια έλκος που είχε προκληθεί από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και θάφτηκε στη Ζυρίχη μιας και η ιρλανδική κυβέρνηση θεωρούσε τον ίδιο και το έργο του υπερβολικά ανατρεπτικό για τα ήθη τους.
“They lived and laughed and loved and left.” (James Joyce, Finnegans Wake)