Γράφει η Ζέτα Τζιώτη
Με ξεκάθαρη πρόθεση να συνομιλήσει με την παράδοση, ο εικαστικός Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος επέλεξε το Μουσείο Βορρέ στην Παιανία για την έκθεση του «Ισχύς μου η αγάπη του λαού». Αυτός είναι ο τίτλος της έκθεσης, που παρουσιάστηκε στο Πυργί, το λαογραφικό τμήμα του μουσείου.
Ο καλλιτέχνης συνομιλεί με την παράδοση, με 25 έργα που δημιουργήθηκαν ειδικά για να κρεμαστούν με μαεστρία στην οικία του Ίωνα Βορρέ ανάμεσα σε βημόθυρα, φαγιάνς, μεταβυζαντινές εικόνες και αντικείμενα άλλοτε καθημερινής χρήσης, σήμερα υψηλής λαϊκής τέχνης που απέκτησε σε βάθος δεκαετιών ο μεγάλος συλλέκτης.
Ο ρόλος του ηγέτη…
«Θέλει και λίγο θράσος να σταθείς απέναντι στα μεγάλα έργα. Αν γίνει αυτό, είναι το πρώτο μεγάλο βήμα να τα κατανοήσεις αληθινά», έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης και με αυτό το αίσθημα ο καλλιτέχνης απεικονίζεται στα έργα του διερευνώντας αυτή τη φορά τον ρόλο του ηγέτη, άλλοτε ως εστεμμένος βασιλιάς, άλλοτε ως «σύντροφος» με στρατιωτική στολή και άλλοτε ως ταγός μπολιβαριανής χώρας. Ζωγραφική προσεγμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια, με αυγοτέμπερα πάνω σε φύλλα χρυσού, σχολιάζει καταστάσεις και συμβολισμούς, υπογραμμίζει εικόνες που έχουν δημιουργήσει συνειδήσεις και τελικά επιχειρεί μια συνομιλία με ένα πολύ επίκαιρο παρελθόν.
Τίτλος της έκθεσης η φράση που ενσωματώθηκε από τη Δανία στο εθνόσημο του Βασιλείου της Ελλάδας και, εύλογα, κυριάρχησε στον τόπο έως το πολιτειακό δημοψήφισμα του 1974, γίνεται η αφετηρία για τη συνομιλία του καλλιτέχνη με τα σύμβολα του παρελθόντος.
Η πολιτικοποιημένη σκέψη του καλλιτέχνη
Ο καλλιτέχνης με έντονη πολιτική σκέψη αντιλαμβάνεται την άνοδο του λαϊκισμού στις μέρες μας. «Στην περίπτωση τη δική μας», λέει ο ζωγράφος, «βλέπουμε την επικράτηση του εθνολαϊκισμού με πρότυπα ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπως το καθεστώς Μαδούρο. Κι ενώ η εμπειρία του 20ού αιώνα –από τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι, τον Στάλιν, τον Μάο και τον Πολ Ποτ– έχει δείξει ότι τα καθεστώτα αυτά είχαν πολλά κοινά με κέντρο τον ηγέτη, πολλοί Έλληνες επιμένουν να πείθονται από έναν λόγο χιλιαστικό, σχεδόν αποκαλυπτικό».
O Παπαμιχαλόπουλος ενδιαφέρεται για τη βυζαντινή παράδοση, στρέφοντας το βλέμμα έξω. «Η περίπτωση του Χοκουσάι», λέει ο ίδιος «με επανέφερε πίσω στη βυζαντινή παράδοση. Είναι ο πιο γιάπωνας καλλιτέχνης, επειδή αντέγραψε ξένα προς την ιαπωνική τέχνη τεχνάσματα από τη γραμμική προοπτική, τη ζωγραφική εκ του φυσικού. Ο Χοκουσάι, που είναι σήμα κατατεθέν του γιαπωνισμού, δεν ακολούθησε τον δάσκαλό του, αντιγράφοντάς τον, αλλά δούλεψε εκ του φυσικού, που ήταν ανήκουστο τότε. Προσπάθησε να φτιάξει μια τυπολογία ιαπωνική, δεν τον σταμάτησε ότι η γραμμική προοπτική ήταν ξένη∙ αντιθέτως, την επέβαλε, πήρε ένα δάνειο και την έκανε ιαπωνική. Κι εμείς παίρνουμε αντιδάνεια από παντού, είμαστε η παράδοση της τομής με μια ασύλληπτη αφομοιωτική ικανότητα».
Η επίδραση των βιντεοπαιχνιδιών
Ο επιμελητής της έκθεσης, ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς, σχολίασε “Ο Παπαμιχαλόπουλος παρακολουθεί με εγρήγορση τις μορφολογικές αναζητήσεις σύγχρονων Ιαπώνων (π.χ. τον Γιαμαγκούτσι Ακίρα). Καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση του μορφοπλαστικού του ιδιώματος είχαν δύο ταξίδια που πραγματοποίησε στην ασιατική χώρα. Γοητεύτηκε από την παράδοση της Ιαπωνίας, θέλησε να μάθει τη γλώσσα της για να τη γνωρίσει σε βάθος και με αυτήν συνέδεσε, εν πολλοίς, και την αγάπη για την pop κουλτούρα, τα κόμικς και τα video παιχνίδια. Κι εδώ συναντάμε μια άλλη παραδοξότητα: ενώ είναι καλλιτέχνης που υπερασπίζεται τη ζωγραφική με μέσα ακραιφνώς ζωγραφικά –στο σχέδιο, στη χαρακτική και σε παραδοσιακές τεχνικές– ευθυγραμμίστηκε αμέσως στις αναζητήσεις της ψηφιακής εποχής. Η επίδραση των βιντεοπαιχνιδιών υπήρξε καθοριστική στο εικονογραφικό του ύφος, όπως φάνηκε στην έκθεση για το «Μεγάλο Χρυσό Δωμάτιο» (Λουτρό των Αέρηδων, Ιανουάριος – Μάρτιος 2015)”.
Ψηφιακή εμπειρία
Τώρα, στο Μουσείο Βορρέ, «συμπληρώνει» κάτω από το πορτρέτο του Γεωργίου Α’ πόδια και μας τον παρουσιάζει ως ήρωα βιονικό, μια ανθρωπόμορφη μηχανή. Αλλά και δίπλα, στους ένδοξους ήρωες της εθνεγερσίας ή τα βασιλικά πρόσωπα εισάγει ντελικάτες ζωόμορφες «κυρίες της αυλής» και γκροτέσκες φιγούρες στρατιωτικών με κεφάλι κόκορα ή βατράχου αντίστοιχα. Δεν τον νοιάζει πλέον η ανάγκη να ενταχθεί κάπου και δεν υποτάσσεται σε ό,τι θεωρείται «ζωγραφικό». Η δυνατότητα να ενώνει φαινομενικά ασύμβατα πράγματα σε μια εικόνα, δηλαδή το να βλέπει βυζαντινό μετιέ σε εικόνες επιστημονικής φαντασίας, δεμένες με πρότυπα ιαπωνικά, είναι αποτέλεσμα της ψηφιακής του εμπειρίας.
Στην καθαρή πρόθεση του Παπαμιχαλόπουλου να συνομιλήσει με την παράδοση μπορεί κανείς να εντοπίσει ιδεολογικές συνάφειες με τον άνθρωπο που έστησε το Μουσείο Βορρέ. Στην αρχική του μορφή, το μουσείο ξεκίνησε ως λαογραφικό.
Ο Ίων Βορρές είδε στη λαϊκή κουλτούρα αντικείμενα υψηλής τέχνης που κανείς άλλος δεν έβλεπε. Έκανε, λοιπόν, μια ιδιοφυή μετασκευή των αντικειμένων καθημερινής χρήσης ή αποκτημάτων με άλλη φύση – μυλόπετρες που γίνανε τραπέζια, γούρνες σε παρτέρια, καντηλέρια κ.ά. Στο παράδειγμα του Ίωνα Βορρέ, ο Παπαμιχαλόπουλος συμπαρατάσσεται ώριμος ως καλλιτέχνης και βαθιά πολιτικός. Οικειοποιείται το σύνθημα «Ισχύς μου η αγάπη του λαού», όπου λαός, το λαϊκό στοιχείο, η ζώσα παράδοση την οποία εμβαπτίζεται. Και δημιουργεί, όχι μόνο για τη δική του γενιά, αλλά με το αίσθημα ότι η παράδοση που βρήκε και η σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία αποτελούν ενιαία, ταυτόχρονη πράξη.
Επιμέλεια Έκθεσης: Γιώργος Μυλωνάς