Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός τέχνης, Εικαστικός performer.
Ο Κωστής Ηλιάδης γεννήθηκε το1903 σε μια αγροικία, στον Κολωνό της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός. Η μητέρα του διέβλεψε το ταλέντο του μικρού Κωστή και ήταν εκείνη που τον βοήθησε να γνωριστεί με τον σπουδαίο δάσκαλο ζωγραφικής, καθηγητή Γεώργιο Ροιλό σε ηλικία μόλις 13-14 ετών. Μπήκε αρχικά στο κυριακάτικο τμήμα ζωγραφικής του Μικρού Πολυτεχνείου.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Ροιλός τον παρότρυνε να πάει στο Σχολείο Καλών Τεχνών. Ο πατέρας του όμως είχε αντιρρήσεις. Δεν θεωρούσε την καλλιτεχνία σπουδαία επαγγελματική ασχολία και τον προέτρεπε να φοιτήσει στη Σχολή Δοκίμων. Η μητέρα του που τον υποστήριζε και ήθελε να γίνει καλός ζωγράφος όπως ήταν ο πατέρας της δεν ζούσε πια και ο Κωστής έφυγε από το πατρικό του σπίτι.
Το 1920 έδωσε εξετάσεις και πέτυχε στο Σχολείο Καλών Τεχνών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Πάντα έλεγε με πολύ συγκίνηση ότι ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής του. Ανάμεσα στους καθηγητές του οι: Ιακωβίδης, Βικάτος, Γερανιώτης, Καλούδης, Ροιλός, Μαθιόπουλος, θωμόπουλος κ.α. Το 1929 πήρε μέρος στον Πανελλήνιο διαγωνισμό για το μεγάλο Αβερώφειο βραβείο ζωγραφικής, το οποίο του απονεμήθηκε παμψηφεί. Ένα χρόνο μετά έφυγε με υποτροφία του ΕΜΠ για το Παρίσι, όπου φοίτησε στην Ακαδημία Grande Chaumiere.
Τον Δεκέμβριο του 1930 έφθασε στο Παρίσι που την εποχή εκείνη του μεσοπολέμου ήταν το διεθνές επίκεντρο της σύγχρονης τέχνης και στο καλλιτεχνικό κέντρο του, το Μονπαρνάς, οι σπουδαίοι καλλιτέχνες, λογοτέχνες και διανοητές ήταν οι πρωταγωνιστές των σημαντικών θεωρητικών ζυμώσεων για τον προσανατολισμό και τις ανατρεπτικές τάσεις της παγκόσμιας τέχνη.
Ο φίλος του λογοτέχνης, κριτικός τέχνης και διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου του είχε πει: Σαν φύγεις για το Παρίσι, ξέχνα τι είδες εδώ και προσπάθησε να συναντήσεις και να γίνεις φίλος με τον χαράκτη και δάσκαλο Δημήτρη Γαλάνη που διαπρέπει εκεί. Έτσι και έγινε. Ο Δημήτρης Γαλάνης τον δέχτηκε με καλοσύνη και πράγματι έγιναν φίλοι. Ο Κωστής Ηλιάδης έζησε και σπούδασε στο Παρίσι από το 1930 μέχρι το 1933 και εξέθεσε και δύο έργα του στο ονομαστό «Φθινοπωρινό Σαλόνι». Την μικρή «Λόλα» και μια «Νεκρή φύση». Χαρακτηριστικά έργα της όλης θεματογραφίας του.
Το φθινόπωρο του 1933 γύρισε στην Ελλάδα με την πρώτη του σύζυγο, την γνωστή γλύπτρια Τίτσα Χρυσοχοίδη και τον ζωγράφο Ερρίκο Φραντζεσκάκη. Η επιστροφή του στα εικαστικά πράγματα της Αθήνας δεν ήταν όμως εύκολη.
Όταν θέλησε να απευθυνθεί στον διευθυντή καλών τεχνών του υπουργείου και σε παλιούς δασκάλους του στην σχολή να δουν τα έργα που εξέθεσε σε σημαντικούς χώρους στο Παρίσι, εκείνοι του απάντησαν: -Μα πιστεύεις στα σοβαρά πως αυτά εδώ τα πράγματα, είναι τέχνη και νομίζεις πως θα επιζήσεις με αυτά τα έργα, σαν καλλιτέχνης; Λάθος σου, μάλιστα, λάθος σου, θα ψοφήσεις της πείνας, να αλλάξεις δρόμο, έφυγες ένας καλός καλλιτέχνης και γύρισες εξτρεμιστής…
Καταπικράθηκε, αλλά είχε ακόμη καλούς φίλους συναδέλφους. Εκείνο το ίδιο βράδυ μπήκε στην νέα και δραστήρια «Ομάδα Τέχνης» μαζί με πολλούς άλλους μοντέρνους καλλιτέχνες. Παρόλα αυτά το περιβάλλον ήταν αρνητικό και βίωσε μεγάλη μοναξιά. Τότε βρέθηκε δίπλα του η Βέτα, που αργότερα έγινε αφοσιωμένη σύζυγος του.
Άρχισε να ζωγραφίζει εντατικά και φιλοτέχνησε εξαιρετικά έργα, όπως «Από την Καισαριανή», «Τα παλιά Πατήσια», «Ο μαντότοιχος πίσω απ’ την λεωφόρο Κηφισιάς» κ.α.
Λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος θέλησε να επιστρέψει στο Παρίσι αλλά δεν ήταν εφικτό. Ο Ηλιάδης, ζωγράφος και δάσκαλος στο «Επιμορφωτικό Κέντρο Καλών Τεχνών (1952-1961) που ίδρυσε στην Αθήνα υπήρξε μια ιδιότυπη, σημαντική περίπτωση στην νεοελληνική τέχνη. Ανέπτυξε μια κατ’ εξοχήν προσαρμοστική ικανότητα προς ότι καινούργιο ανθιστάμενος σε στερεότυπα και κατεστημένες συνταγές περί ενιαίου ύφους και εμπορικών επαναλαμβανόμενων μοτίβων.
Η καλλιτεχνική του σταδιοδρομία μπορεί να διαχωριστεί στις εξής περιόδους:
1924-1930, Ποιητική αναπαράσταση του φυσικού κόσμου.
1930-1934, Συνθέσεις επηρεασμένες από τον Αντρέ Ντεραίν και τον Δημήτρη Γαλάνη.
1934-1958, Συγκριτισμός, όσον αφορά στη ζωγραφική φόρμα με έργα που εκφράζουν αδρή σχηματοποίηση.
1958-1980, Υπέρβαση της αναπαράστασης, αφηρημένο ιδίωμα – informel τάσεις. 1980-1990, Οι πλαστικές αναζητήσεις του ολοκληρώνονται μοντερνιστικά με την επέκταση στις τρεις διαστάσεις, τον ορφισμό και την κονστρουκτιβιστική γλυπτική.
Ο Κωστής Ηλιάδης αποβίωσε στην Αθήνα το 1991.
Είχα την αγαθή τύχη να τον γνωρίσω λίγα χρόνια πριν το θάνατο του. Ερχόταν συχνά στις εκθέσεις μας στην Gallery Dada και πάντα μου ανέλυε με πειστικότητα και βαθιές γνώσεις θέματα αυθεντικότητας και συντήρησης παλιών έργων, για τα οποία ήταν από τους ελάχιστους ειδικούς συμβούλους.
Όμως αλησμόνητη μου έχει μείνει η ογκώδης σωματική του φόρμα και το σπινθηροβόλο βλέμμα του στο κρεββάτι του σπιτιού του, που ήταν καθηλωμένος το 1990. Τότε τον επισκέφθηκα μαζί με τον καθηγητή, ιστορικό της τέχνης Δρ. Στέλιο Λυδάκη και τον αείμνηστο κοινό μας φίλο ψυχίατρο Δρ. Μεμά Αυγουστάτο, ο οποίος ήταν μεγάλος θαυμαστής του. Είχαμε μείνει ώρες κοντά του και τον ακούγαμε να μας μιλάει για το παρελθόν και το παρόν της τέχνης, ποικίλλοντας τον λόγο του, παρά τις δυσκολίες, με ανεκδοτολογικά συμβάντα.
Τότε μου πρόσφερε το βιβλίο του «Ο κόσμος της τέχνης στο μεσοπόλεμο», εκ. Πελασγός, 1978, το οποίο είναι πολλαπλά πολύτιμο, βιωματικό και πληροφοριακό για την ιδιαίτερα πολυπρισματική προσέγγιση ντόπιων και διεθνών θεμάτων τέχνης. Με ρέοντα επιγραμματικό λόγο εξιστορεί τα της πορείας του από την αρχή των σπουδών του, την στρατιωτική θητεία του, τις πολιτικοκοινωνικές τάσεις της εποχής και περιγράφει τις εμπειρίες του από κορυφαίους εκπρόσωπους της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής στην Αθήνα και το Παρίσι. Η εξιστόρηση του προεκτείνεται μέχρι την απελευθέρωση από τους Γερμανούς το 1945 καταλήγοντας «Ο αγώνας των Ελλήνων για την εθνική τους ανεξαρτησία συνεχίζεται».