Γράφει η Μαρία Δήμου
Ο Κρόνος ήταν ο μικρότερος γιος του Ουρανού και της Γαίας και ο πιο αδύναμος εκ των Τιτάνων (γιων). Ήταν παντρεμένος με την αδερφή του, Ρέα και με φιλόδοξες βλέψεις, κατάφερε να κατακτήσει τον θρόνο του πατέρα του, παρ’ ότι δεν του ανήκε δικαιωματικά. Όμως η μοίρα, καθότι εκδικητική, φοβόταν πως του επιφυλάσσει την ίδια κατάληξη. Τρεμάμενος για την θέση του, δεν άφηνε τα παιδιά του να προλάβουν να αναπτυχθούν, με αποτέλεσμα να τα καταπίνει προληπτικά.
Η Ρέα, δείχνοντας το ελάχιστο δυνατό ίχνος ευσπλαχνίας σε αυτή την ιστορία, άφησε τον ένα τους γιο, τον Δία, να ξεφύγει και αργότερα να κάνει τον φόβο του πατέρα του πραγματικότητα, δίνοντάς του ένα σκληρό μάθημα για τον φθόνο και τον δόλο του απέναντι στα ίδια του τα τέκνα.
Μεταπηδώντας στον 17ο αιώνα, ο ολλανδός ζωγράφος, Ρούμπενς, απεικόνισε με μπαρόκ στιλ την σκηνή όπου ο Τιτάνας τρώει με μανία τον έναν του γιο. Εκείνος με την σειρά του, στάθηκε ως πηγή έμπνευσης για τον ζωγράφο της ρομαντικής περιόδου, Φρανθίσκο Γκόγια.
Κατά συνέπεια, μεταφερόμαστε σε έναν αιώνα αργότερα, όπου ο Γκόγια ξεκινάει το πολυετές ζωγραφικό του έργο, αφιερώνοντας την φήμη του στα πορτραίτα. Η θεματολογία του, περιείχε ανέκαθεν εμφανείς επιρροές από τα Θεία και την αρχαία ελληνική μυθολογία. Εξαιρετικό ενδιαφέρον δε, αποτελεί η πλήρης σκιαγράφησή του της εποχής, απασχολούμενος και με την αριστοκρατία αλλά συχνά και με την λαϊκή τάξη, δίχως να λείπει από τα θέματά του ακόμη και ο ερωτισμός, με περίτρανο παράδειγμα να αποτελεί ένας από τους διασημότερους πίνακές του, «Η γυμνή μάχα» (μεταγενέστερη εκδοχή της περίφημης «ντυμένης μάχας»).
Μεταξύ 1819 με 1823, ο Γκόγια δημιουργεί τους Μαύρους Πίνακές του. Τα έργα του, μετά την φρενίτιδα που επικρατούσε στην χώρα του προτού ξεσπάσει ο εμφύλιος, ξεκίνησαν να αποκτούν μια άκρως στοιχειωτική χροιά. Με βάση το μαύρο, απεικόνιζε γκροτέσκες φιγούρες και σκηνικά που παρέπεμπαν σε οτιδήποτε άλλο παρά ειρηνικές συνθήκες. Κατά την Μαύρη του αυτή περίοδο, υπερχείλιζε ένα απόκοσμο αίσθημα εξαθλίωσης, ένα ξεθώριασμα, το άσχημο πρόσωπο των γηρατειών ή σαν να απέκτησε ξαφνικά υπόσταση ο Διάβολος.
Κατά την διάρκεια της διαμονής του στην «Έπαυλη του Κουφού», ο ζωγράφος διακοσμούσε τα δωμάτια με ελαιογραφίες επάνω στους τοίχους και ειλικρινά, φαντάζει αδιανόητη η επιλογή του να περιβάλλεται από τέτοιου είδους σκοτεινά έργα, σαν να μην υπήρχε πια διαφυγή από το μελαγχολικό σκοτάδι που τον κυρίευε. Τότε, είναι και η εποχή που δημιούργησε το πλέον αποκρουστικό του έργο, «Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του». Εν αντιθέσει με τον πίνακα του Ρούμπενς, ο Κρόνος, παίρνει μια πιο ανθρώπινη μορφή και θυμίζει περισσότερο έναν γηραιό άντρα παρά θεϊκό όν, που πράττει αυτό που οφείλει για να αποτρέψει την μοίρα του. Στην εκδοχή του Γκόγια, ένας άντρας φτάνει στα όρια της τρέλας και κατακυριεύεται από την ζήλεια του, γνώρισμα που κατά την οπτική του καλλιτέχνη, μάλλον θα ταίριαζε καλύτερα σε έναν κοινό θνητό.
Τα μάτια του Κρόνου, κραυγάζουν, παλεύοντας να αποδώσουν την απόλυτη στιγμή φρίκης. Αμέτρητα έργα τέχνης όλων των ειδών, ασχολήθηκαν με την τρέλα, όμως ελάχιστα το κατάφεραν τόσο ευφυώς και να το αποτυπώσουν με τέτοια αισθητική δεινότητα. Κάπου ανάμεσα στο ολόμαυρο φόντο, ξεπροβάλλουν το χρώμα του δέρματος του μανιακού Τιτάνα και του μισοφαγωμένου γιου του και το κόκκινο του αίματός του.
Το παιδί, δεν έχει την μορφή του βρέφους όπως στην αντίστοιχη απεικόνιση του Ρούμπενς, όμως εκείνη ενός ολοκληρωμένου σώματος σε σμίκρυνση, ίσως, με αυτό τον τρόπο δηλώνοντας πως ο Κρόνος αποσκοπεί στο να αφανίσει έναν εν δυνάμει κάτοχο του θρόνου, ο οποίος δεν θα αργήσει να ενηλικιωθεί και να απαιτήσει. Από την άλλη ίσως, η επιλογή του να αποτυπωθεί η φιγούρα σε ενήλικο σώμα, να αποτελεί μια πιο φρικιαστική συνειδητοποίηση, όντας πλέον ξεκάθαρο πως η τρέλα και η ζηλοφθονία του, αφαιρεί ανθρώπινες ζωές.
Είναι γνωστό, πως ο Γκόγια δεν απέβλεπε στο να δουν το φως αυτοί του οι πίνακες. Παρ’ όλα αυτά η αξία τους μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι μεταφέρθηκαν σε καμβά και ενισχύθηκαν κατά πολύ μετέπειτα ώστε να τους δοθεί ξανά ζωή, παραμένει ανεκτίμητη. Ωστόσο, δημιουργούνται συχνά αμφιβολίες για την γνησιότητά τους. Το έργο σήμερα, στεγάζεται στο Μουσείο του Πράδο, της Μαδρίτης.