Γράφει η Μαρία Δήμου
Ο Άρνολντ Μπέκλιν ήταν Ελβετός ζωγράφος του Συμβολισμού κατά το 1840 με 1890. Γεννήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας και σπούδασε στην ακαδημία του Ντύσσελντορφ πριν ταξιδέψει την Ευρώπη. Επισκέφτηκε τις Βρυξέλλες, το Παρίσι, γνώρισε το έργο πολύφημων καλλιτεχνών της εποχής του, ενώ ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, το πέρασε στην Ιταλία.
Με την τρίτη κατά σειρά σημαντική γυναίκα στην ζωή του και πρώτη του σύζυγο, απέκτησε δέκα τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων τα πέντε πέθαναν σε πολύ νεαρή ηλικία. Άλλα τρία, από την άλλη, απεβίωσαν πριν από τον ίδιο τον Μπέκλιν. Εκείνος δε, κατάφερε να γλιτώσει ακόμη και τον τύφο, που του “χτύπησε” την πόρτα το 1859.
Ο Άρνολντ Μπέκλιν ήταν καθαρός συμβολιστής, επηρεασμένος φυσικά κατά έναν μεγάλο βαθμό από το κίνημα του ρομαντισμού. Οι πίνακές του, άλλοι πιο γλαφυροί ενώ άλλοι πιο αφηρημένοι, περικλείονται από μια σκοτεινή αύρα. Απόκοσμη. Συναίσθημα που μοιάζει να απασχολούσε τόσο τον Μπέκλιν, που ακόμη και οι πιο “φωτεινοί” του πίνακες, το έκρυβαν έως έναν βαθμό.
Παρ’ ότι ήταν διασημότερος για την στοιχειωτική σχέση του με τον θάνατο (το γνωστότερό του έργο: «Αυτοπροσωπογραφία με το Θάνατο Βιολιστή»), μεγάλο κομμάτι της δουλειάς του, είχε αφιερώσει στην ελληνική και την ρωμαϊκή μυθολογία, με απεικονίσεις από ξακουστούς μύθους και μυθικά πρόσωπα όπως τα φανταζόταν ο ίδιος. Σήμα κατατεθέν έργα του, βρίσκονται στο μουσείο του Μπρκούκλιν στην Νέα Υόρκη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο, τη Φιλαδέλφεια, την γενέτειρά του, την Βασιλεία και το Μουσείο Σταίντελ στη Φραγκφούρτη μεταξύ άλλων.
«Οδυσσέας και Καλυψώ» του Άρνολντ Μπέκλιν
Τεράστια πηγή έμπνευσης για τον Μπέκλιν, ήταν η ελληνική και η ρωμαϊκή μυθολογία, από την οποία πολλάκις “έκλεψε” στιγμιότυπα και τα μετέτρεψε σε διακεκριμένα έργα τέχνης. Περίτρανα παραδείγματα, αποτελούν, «Ο κένταυρος και η νύμφη», «Η νύμφη και ο σάτυρος», «Η αναδυόμενη Αφροδίτη», «Η Μέδουσα» και πολλά άλλα.
Το 1883, ο Άρνολντ Μπέκλιν δημιούργησε μια δική του πτυχή για την ιστορία του Οδυσσέα και της Καλυψούς, με τίτλο: «Οδυσσέας και Καλυψώ». Ο Οδυσσέας κατά το πολυτάραχο ταξίδι του συνάντησε την Καλυψώ, η οποία τον αιχμαλώτισε για να καλύψει την ατέρμονη μοναξιά της. Επιδιώκοντας όμως να τον “τυλίξει” με την απροκάλυπτη γοητεία της, εκείνος αποκόπτεται συναισθηματικά ολοένα και περισσότερο από εκείνη, πιστός στην αγαπητικιά του που βρίσκεται μίλια μακριά και τον περιμένει στωικά να γυρίσει στην αγκαλιά της.
Ο πίνακας απεικονίζει την Καλυψώ, όχι ακριβώς ως αιθέρια ύπαρξη αλλά μια γυναίκα γεμάτη ερωτισμό που αναμένει τον Οδυσσέα της να παραπέσει στα “δίχτυα” της. Ευελπιστώντας πως κρατώντας τον κοντά της, εκείνος αναπόδραστα θα ενδώσει στις ερωτικές της επιθυμίες.
Μια γυναίκα “αράχνη” που έχει χάσει το παιχνίδι της κατάκτησης. Εκείνη καθισμένη γυμνή στα βράχια, πάνω σε ένα κατακόκκινο ριχτάρι, κρατώντας μελαγχολικά την λύρα της στο ένα χέρι κι αυτός αφοσιωμένος στους προσωπικούς του δαίμονες, αγναντεύοντας τη θάλασσα που έχει εκτοπίσει την αίγλη της και έχει μπερδευτεί στο απόλυτο χάος. Ο ουρανός και το νερό έχουν γίνει ένα. Χωρίς χρώμα, οσμή, χωρίς ζωή. Ο Οδυσσέας είναι σχεδόν πέτρινος, ακίνητος και ανένδοτος. Οριακά νεκρός από συναισθήματα.
Η Καλυψώ από την άλλη πλευρά, ακτινοβολεί αλλά αποκλειστικά στο δικό της πεδίο μάχης. Παρ’ ότι επικρατεί ένα περιρρέον μυστήριο στην ατμόσφαιρα, παράλληλα παίρνει τα εύσημα η μοναξιά. Το βλέμμα της αγκιστρωμένο πάνω του, μοιάζοντας να ανησυχεί πως θα φύγει από κοντά της ανά πάσα στιγμή. Το περιβάλλον είναι ένα με τον Οδυσσέα, σαν να έχει μαρμαρώσει πάνω σε αυτό κι έχει πάρει την μορφή του.
Ο βαθυστόχαστος πίνακας του Άρνολντ Μπέκλιν, στάθηκε πηγή έμπνευσης για τους σουρεαλιστές. Συγκεκριμένα, μπορούμε ήδη εδώ να διακρίνουμε πρώιμα στοιχεία του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Το έργο είναι λάδι σε μαόνι και στεγάζεται στο μουσείο της Βασιλείας στην Ελβετία.
Ο Άρνολντ Μπέκλιν και ο θάνατος
Ο αινιγματικός συμβολιστής, είχε επίσης μια αλλόκοτη σχέση με τον θάνατο. Σχέση αγάπης μίσους θα έλεγε κανείς. Από την μια η θεματική του θανάτου τον ιντρίγκαρε για τις δημιουργίες του, ενώ ταυτόχρονα τον προβλημάτιζε. Προσπαθούσε να του δώσει έννοια, οντότητα. Αρκετά του έργα, βάλλονται από τον θάνατο. Άλλοτε με μυθικές επιρροές και άλλοτε με τον ωμό ρεαλισμό της πραγματικότητας, ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ζωής.
Ένα από τα έργα που είναι προφανές πως τον βασάνιζε για αρκετό καιρό, είναι «Το νησί των νεκρών», για το οποίο βασική έμπνευση θεωρείται το Ποντικονήσι. Μια πρώτη εκδοχή του πίνακα, ολοκληρώθηκε το 1880. Εντούτοις, για πολλά χρόνια ο Μπέκλιν δεν θεωρούσε πως το έργο είναι έτοιμο. Έτη αργότερα, ο πίνακας αναδημιουργήθηκε ξανά και ξανά, μετρώντας σήμερα πάνω από πέντε εκδοχές του. Άλλη βρίσκεται στη Βασιλεία, άλλη στο Βερολίνο και άλλη στη Νέα Υόρκη. Όλες όμως, κινούνται στον ίδιο άξονα. Μια βάρκα μεταφέροντας δύο ακαθόριστες φιγούρες καταφτάνει στο απόμερο νησί με τα γιγάντια δέντρα και τους επιβλητικούς βράχους.
Η πρώτη και η δεύτερη εκδοχή χαρακτηρίζονται από το φως που διαχέεται στους βράχους και τις φιγούρες εν αντιθέσει με τον ολοσκότεινο ουρανό και την μαύρη θάλασσα. Στην τρίτη του εκδοχή, οι λεπτομέρειες είναι πιο ευδιάκριτες δίχως έντονες φωτοσκιάσεις και με πιο ουδέτερα χρώματα αλλά και αισθητά πιο φωτεινά. Αργότερα στην εκδοχή του 1886, η λευκή φιγούρα στην βάρκα, που ενδεχομένως αποτελεί την προσφάτως νεκρή μεταφερόμενη στον κάτω κόσμο ψυχή, σκύβει το κεφάλι και ο πίνακας και πάλι σκοτεινιάζει.
Ο Μπέκλιν δεν μίλησε ποτέ για το περιεχόμενο του πίνακα, γεγονός που ταλάνιζε για χρόνια τους μελετητές του. Το μόνο σίγουρο που επιβεβαίωσε είναι πως είναι αποτέλεσμα ενός απροσδιόριστου ονείρου. Η τάση του να ανασκευάζει τον εν λόγω πίνακα, ίσως να ωφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το όνειρο δεν υπήρξε ποτέ καθαρό στο μυαλό του. Μια άλλη οπτική πάλι, φανερώνει πως ο Μπέκλιν άλλαξε αρκετές φορές τη γνώμη του προς τον δρόμο για την σκιαγράφηση του κάτω κόσμου. Μια πιθανή αλλαγή στην άποψή του για τον θάνατο, που ίσως μετέπειτα είδε με μια πιο ταπεινή ματιά, εξού και το σκυμμένο κεφάλι της φιγούρας.
Όμως, ο Άρνολντ Μπέκλιν δεν χρειάστηκε ποτέ στα αλήθεια να πει κάτι για το έργο του καθότι εκείνο μίλησε μόνο του. Είπε όλα εκείνα που ήθελε και δεν ήθελε να πει. Στην όψη, έως και σήμερα ένα έργο του 1800 προκαλεί μια ανατριχιαστική συναισθηματική φόρτιση. Σαν να περνάει ολόκληρη η ζωή ξαφνικά από μπροστά σου. Αναβλύζει κάτι μυθικό, κάτι απόκοσμο.
Το 1872 τοποθετείται χρονικά ο διασημότερος πίνακας του Άρνολντ Μπέκλιν: «Αυτοπροσωπογραφία με το Θάνατο Βιολιστή». Στον πίνακα ο Μπέκλιν ζωγραφίζει υπό το άκουσμα του θανάτου που παίζει βιολί. Αναδρομώντας στον ταραχώδη θάνατο των παιδιών του και την τραγωδία που στάθηκε πλάι του ποικίλες φορές στην προσωπική του διαδρομή, ο ζωγράφος φαίνεται να καθοδηγείται από ένα μαύρο πέπλο που σκέπασε μεγάλο μέρος της ζωής του.
Αυτό φυσικά δεν σταμάτησε την δύναμη για δημιουργία. Μπορεί η ανάγκη του να αποτυπώνει τον θάνατο τόσο αδρά στην δουλειά του τυχόν να δείχνει και μια εξοικίωση μαζί του. Αλλά το σκοτάδι που τον καθοδηγούσε είναι αρκετά εμφανές στην πλειοψηφία των έργων του. Από την μια τον φοβόταν, αισθανόμενος μικρός απέναντι στην δύναμή του αλλά από την άλλη αυτό τον οδήγησε και στην αναζήτησή του. Ο θάνατος δεν αφήνει το πλευρό του. Συνεχίζει και παίζει την μελαγχολική του μελωδία όσο η ζωή συνεχίζεται από εκεί που την άφησε ή μάλλον από εκεί όπου άφησε τον καμβά του.
Πιο κοντά του πια, έρχεται ένας από τους τελευταίους του πίνακες, «Η Πανούκλα» το 1989. Ο πίνακας αντικατοπτρίζει μια πόλη εξαθλιωμένη. Τα απομεινάρια της πασχίζουν να πολεμίσουν το απόλυτο κακό. Ακανόνιστα σημάδια ανθρώπινων μορφών κείτονται διάσπαρτα στο πάτωμα με συμπρωταγωνίστρια μια γυναικεία φιγούρα με κόκκινη ενδυμασία, ως το μοναδικό ζωντανό χρώμα στο έργο. Πρωταγωνιστής, είναι ένα τερατόμορφο ον με το πρόσωπο του θανάτου. Ο ζωγράφος έντυσε το θέμα του με όλα εκείνα που παραπέμπουν -για εκείνον- στο αποκρουστικό. Ο θάνατος έχει όνομα και πρόσωπο και έρχεται να αποτελειώσει ό,τι έχει απομείνει. Ήταν πλέον αναπόφευκτος.