Site icon Artviews

Ο Ρόμπερτ Φλάχερτι και οι απαρχές του «ντοκιμαντέρ»

Πηγή εικόνας: www.sensesofcinema.com

Γράφει ο Γιώργος Δήμος

Η απόφαση των ιστορικών κινηματογράφου ότι ο Αμερικανός σκηνοθέτης, Ρόμπερτ Τζ. Φλάχερτι, είναι ο «πατέρας» του ντοκιμαντέρ είναι ομόφωνη. Ξεκινώντας τη φιλμογραφία του με το πρώτο «εθνογραφικό» φιλμ, «Ο Νανούκ του Βορρά» (1922), που απεικονίζει την καθημερινότητα μιας οικογένειας Εσκιμώων, κοντά στο Βόρειο Πόλο, ο Φλάχερτι σκηνοθέτησε μια σειρά από τέτοιες ταινίες μεγάλου μήκους, με διαφορετική κάθε φορά θεματολογία, από τη ζωή των Πολυνήσιων, στα νησιά της Σαμόα, ως την παραγωγή του βαμβακιού και σιτηρών στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Γεννημένος το 1884, από Ιρλανδό πατέρα και Γερμανίδα μητέρα, ο Φλάχερτι, ως λευκός αγγλοσαξονικής καταγωγής, αποτελούσε άνθρωπο παλαιότερης γενιάς και νοοτροπίας και οι προθέσεις του, όταν διάλεγε να κινηματογραφήσει πρωτόγονους λαούς για την ψυχαγωγία της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής μεσοαστικής τάξης, που ήταν άλλωστε και η μερίδα αυτή των ανθρώπων που είχαν πρόσβαση σε κινηματογραφικές αίθουσες κατά τη δεκαετία του 1920, τέθηκαν πολλές φορές υπό αμφισβήτηση.

Εκείνο που πολλοί βρίσκουν αναδρομικά προβληματικό στα «ντοκιμαντέρ» του είναι ότι οι ιθαγενείς που κινηματογραφεί ακολουθούν κάποιο σενάριο και στην περίπτωση, για παράδειγμα, του «Νανούκ» έχουν στην πραγματικότητα άλλο όνομα και ο ρόλος τους στην ταινία δεν αντιπροσωπεύει την καθημερινότητά τους.

Ο Φλάχερτι, παρόλα αυτά, υπήρξε δίκαιος στην επιλογή της θεματολογίας του και δεδομένων, πάντα, των δικών του, αλλά και των γενικότερων αντιλήψεων της εποχής, προσπάθησε να δείξει αμεροληψία και ενδιαφέρθηκε το ίδιο για τις ρίζες του πολιτισμού των Εσκιμώων και των Πολυνήσιων, όσο και για εκείνες των Αμερικανών και των Βρετανών.

Στιγμιότυπο από την ταινία, «Ο Νανούκ του Βορρά» (1922). Πηγή εικόνας: vocal.media

Ο «Νανούκ του Βορρά» γυρίστηκε δύο φορές, χάρη σε ένα ατύχημα με το πρώτο φιλμ που, εύφλεκτο καθώς ήταν, τυλίχτηκε στις φλόγες κατά το μοντάζ, όταν ήρθε σε επαφή με ένα αναμμένο πούρο. Ο Φλάχερτι ήταν κιόλας 38 όταν αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του με το σχετικά νέο αυτό μέσο, ερχόμενος από το χώρο της επαγγελματικής φωτογραφίας.

Δίνοντας ανέκαθεν έμφαση στις λεπτομέρειες της ζωής των διαφορετικών λαών, ταξίδεψε μαζί με το συνεργείο του στην απομακρυσμένη και παγωμένη περιοχή του Καναδά όπου διαδραματίζεται η 80λεπτη βωβή ταινία, για να αποθανατίσει το κυνήγι του θαλάσσιου ελέφαντα, το χτίσιμο των ιγκλού και την μετανάστευση των Ινουκ από τη μία περιοχή στην άλλη, με την αλλαγή των εποχών. Ο Νανούκ ονομαζόταν στην πραγματικότητα Αλλακαριαλλάκ, ένα όνομα που το κοινό για το οποίο προοριζόταν η ταινία δεν θα μπορούσε καν να προφέρει, ενώ η γυναίκα του, Νάιλα, δεν ήταν στ’ αλήθεια γυναίκα του και οι φήμες λένε πως υπήρξε ερωτικά συνδεδεμένη με τον ίδιο τον Φλάχερτι.

Οι φήμες που περιτριγυρίζουν, βέβαια, αυτή τη θρυλική σήμερα ταινία δεν είναι όλες αληθείς και οι ανακρίβειες αυτές στην απεικόνιση της «οικογένειας» των Ινουίτ είναι προβληματικές μόνο αν λάβουμε υπόψη μας το σύγχρονο ορισμό του «ντοκιμαντέρ».

Τόσο οι Ρώσοι πρωτοπόροι του σινεμά, όσο και ο Φλάχερτι αντιλαμβάνονταν το σινεμά ως μυθοπλαστικό στη βάση του και άλλωστε, αν θυμηθούμε πως ο σκηνοθέτης υπήρξε φωτογράφος για πολλά χρόνια πριν μεταπηδήσει στον κινηματογράφο, το ερώτημα που γεννιέται είναι: «Πόσο αντικειμενικό είναι το οποιοδήποτε ντοκουμέντο»; Η επιτυχία που σημείωσε, πάντως, ο «Νανούκ του Βορρά» βοήθησε στην εξέλιξη του νέου αυτού κινηματογραφικού είδους, που σήμερα αποτελεί ένα από τα κύρια του μέσου.

Στιγμιότυπο από την ταινία, «The Pottery Maker» (1925). Πηγή εικόνας: www.youtube.com

Η αμέσως επόμενη ταινία του Φλάχερτι, το μικρού μήκους «εθνογράφημα», «The Pottery Maker» (1925), στρέφει το βλέμμα του στο πανάρχαιο έθιμο της αγγειοπλαστικής, και ολοκληρώθηκε χάρη στη χρηματοδότηση του Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης.

Ο τρόπος με τον οποίο έχει γυριστεί η 8λεπτη ταινία δεν διαφέρει πολύ από εκείνο με τον οποίο γυρίστηκε και ο «Νανούκ του Βορρά», καθώς και εδώ οι χαρακτήρες ακολουθούν συγκεκριμένο σενάριο και το εθνογραφικό στοιχείο προκύπτει από ένα εύπεπτο και χαριτωμένο, όμως αναπόφευκτα τυποποιημένο σενάριο. Ο Φλάχερτι επέστρεψε στο ίδιο θέμα το 1935, με την ταινία του, «The English Potter», μια συμπαραγωγή με τον Τζον Γκρίερσον.

Διαφημιστικό poster για την ταινία, «Moana» (1926). Πηγή εικόνας: www.imdb.com

Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Φλάχερτι, «Moana» (1926), είναι εξίσου σημαντική με την πρώτη του, όσο αφορά την εξέλιξη του «ντοκιμαντέρ». Το 85λεπτο «ψευδοντοκιμαντέρ» ή «ντοκιμαντερίστικη μυθοπλασία» ασχολείται με τους ιθαγενείς των νησιών της Σαμόα και λαμβάνει χώρα στο νησί Σαβάι, στην περιοχή Σαφούνε. Βωβό και φυσικά ασπρόμαυρο, το φιλμ βασίζεται, εν μέρει, στα γραπτά του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, γνωστό για τις μεγάλες περιπέτειές του, σαν το «Νησί των Θησαυρών» (1883), που συγκλόνισαν το αναγνωστικό κοινό του 19ου αιώνα.

Όπως και ο Στίβενσον, που σε ένα απόφθεγμά του που μας παρατίθεται στην αρχή της ταινίας, λέει: «Η πρώτη αγάπη, το πρώτο χάραγμα του ηλίου και το πρώτο νησί των Νοτίων Θαλασσών είναι ξεχωριστές αναμνήσεις,» έτσι και ο Φλάχερτι είχαν μαγευτεί από το μοναδικό τοπίο και την ιδιαίτερη κουλτούρα των ιθαγενών της Πολυνησίας.

Αν και μόνο εν μέρει «αληθινό», από εθνογραφικής άποψης το «Moana» αποθανατίζει πολλά τοπικά ήθη και έθιμα, όπως το παραδοσιακό κέντημα με ύφασμα Tapa και τη δερματοστιξία ως τελετή ενηλικίωσης, που έχουν μεγάλη αξία για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο ζωής των ιθαγενών στους οποίους εστιάζει η ταινία.

Ο σκηνοθέτης συνέχισε με το ίδιο σκεπτικό και όταν γύρισε την ταινία, «Man of Aran» (1935), με θέμα την πατρίδα του πατέρα του, την οποία γύρισε στα Νησιά Άραν, κοντά στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας.

Στιγμιότυπο από την ταινία, «Louisiana Story» (1948). Πηγή εικόνας: www.filmlinc.org

Ευαισθητοποιημένος απέναντι στην εκμετάλλευση των ιθαγενών από τους αποικιστές, ο Φλάχερτι ξεκίνησε μια σειρά από ταινίες στην οποία ασκούσε τη δική του κριτική στον ιμπεριαλισμό των Αμερικανών καπιταλιστών, πρώτα με το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, «Twenty-Four-Dollar Island» (1927), στο οποίο μας λέει, από τον πρώτο κιόλας υπέρτιτλο, πως: «Οι Ολλανδοί αποικιστές αγόρασαν το 1626 το Μανχάτταν από τους Ινδιάνους για 24 δολάρια» και έπειτα έχτισαν εκεί αυτό το θηρίο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας που κυριαρχεί μέχρι τις μέρες μας, ύστερα με το επίσης σύντομο φιλμ, «The Land» (1942), για τις άθλιες συνθήκες ζωής των Αμερικανών γεωργών, κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, και τέλος με το μεγάλου μήκους, «Louisiana Story» (1948), όπου μιλάει για τα δεινά της κακής όψης του καπιταλισμού και τις επιπτώσεις που έχει ο επεκτατισμός και η απληστία των εταιρικών «κολοσσών» στο φυσικό περιβάλλον και τη ζωή των απλών ανθρώπων.

Το «Louisiana Story» είναι πράγματι μια συγκλονιστική και πάντα επίκαιρη ιστορία για την καταστροφή του οικοσυστήματος των βαλτότοπων της φτωχικής Λουιζιάνα από τις πετρελαϊκές εταιρείες, καθώς ο Φλάχερτι χρησιμοποιεί εδώ τη φόρμα του «ψευδοντοκιμαντέρ» για να μιλήσει για πολλά επί μέρους θέματα, όπως την εκμετάλλευση του πληθυσμού των Κατζούν από τις μεγάλες εταιρείες, με το δέλεαρ των επενδύσεων και των νέων θέσεων εργασίας, αλλά και την καταστροφή της τοπικής πανίδας και χλωρίδας από την άντληση του υπόγειου πετρελαίου.

Στιγμιότυπο από την ταινία, «Tabu: A Story of the South Seas» (1931). Πηγή εικόνας: www.moviesinfocus.com

Δεν ανήκουν όλες οι ταινίες του Φλάχερτι στη κατηγορία της «ντοκιμαντερίστικης μυθοπλασίας». Ακόμη, όμως, και οι ταινίες που ανήκουν στο είδος της μυθοπλασίας και ειδικά της περιπέτειας, όπως είναι το «Elephant Boy» (1937), με πρωταγωνιστή τον πρωτοεμφανιζόμενο Σαμπού, έχουν μια κάποια συνάφεια με τα «ντοκιμαντέρ» του. Ο Φλάχερτι αποτέλεσε, μάλιστα, με τα χρόνια, ένα ξεχωριστό «brand» στο χώρο του κινηματογράφου και ακόμα και οι ταινίες που βοήθησε να γυριστούν ως παραγωγός, μοιάζουν με τις δικές του σκηνοθετικές προσπάθειες.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του αριστουργηματικού, «Tabu: A Story of the South Seas» (1931), μια περιπέτεια που διαδραματίζεται επίσης στην Πολυνησία, την οποία σκηνοθέτησε ο Φ. Γ. Μουρνάου, σε σενάριο δικό του και του Φλάχερτι. Το «Tabu» είναι το κύκνειο άσμα Μουρνάου και η ιστορία πίσω από τα γυρίσματα είναι επεισοδιακή, καθώς οι δύο γίγαντες του σινεμά τσακώθηκαν και ο Γερμανός σκηνοθέτης αναγκάστηκε να ολοκληρώσει την ταινία μόνος του. Η τελευταία ταινία στην παραγωγή της οποίας ενεπλάκη ο Φλάχερτι ήταν το «Titan: Story of Michelangelo» (1950), ένα ντοκιμαντέρ σκηνοθετημένο από τον Ρίτσαρντ Λίφορντ για τη ζωή και το έργο του διάσημου αναγεννησιακού ζωγράφου.

Στιγμιότυπο από την ταινία, «Titan: Story of Michelangelo» (1950). Πηγή εικόνας: mubi.com

Οι ταινίες του Ρόμπερτ Φλάχερτι δεν θα μπορούσαν να βρουν χρηματοδότηση σήμερα με την ίδια ευκολία. Ακόμα και αν μερικές αποτελούν κινηματογραφικά «διαμάντια», ο καθένας σήμερα τις βλέπει και τις δέχεται σαν ιστορικά ντοκουμέντα. Παρότι, όμως, η οπτική του Φλάχερτι μπορεί σήμερα να μοιάζει αναχρονιστική, οι προθέσεις του ήταν καλές και η πλευρά στην οποία τασσόταν υπέρ ήταν πάντοτε εκείνη των αδύναμων.

Ο Φλάχερτι έψαχνε τις ρίζες του πολιτισμού για να βρει τη δική του ταυτότητα και ήταν δύσπιστος απέναντι στον καπιταλισμό και τις ιμπεριαλιστικές τάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης. Ακόμα κι αν είναι «ντοκιμαντέρ» μόνο ως προς το ύφος τους, οι ταινίες του Φλάχερτι είναι σήμερα ένας πραγματικός πολιτιστικός θησαυρός, ανεκτίμητης ιστορικής, ιδεολογικής, αλλά και αισθητικής αξίας.

Exit mobile version