Μάλλον δεν προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο πιο διάσημος καταθλιπτικός στην ιστορία της τέχνης, υιοθέτησε το μεσογειακό κυπαρίσσι ως μοτίβο στα έργα του. Το ψηλό, κωνικό, κωνικό αειθαλές δένδρο μετέφερε πάντα συνειρμούς πένθους και θανάτου καθώς στέκεται φρουρός σε χριστιανικά, εβραϊκά και μουσουλμανικά νεκροταφεία σε όλη τη νότια Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή.
Ο ίδιος ο Βαν Γκογκ όμως, αν κρίνουμε από τα γραπτά του, έβλεπε το δέντρο διαφορετικά. «Τα κυπαρίσσια εξακολουθούν να με απασχολούν», έγραφε τον Ιούνιο του 1889, σε μια επιστολή προς τον αφοσιωμένο αδελφό του, Τεό. «Θα ήθελα να κάνω κάτι με αυτά όπως με τα ηλιοτρόπια, επειδή με εκπλήσσει το γεγονός ότι κανείς δεν τα έχει απεικονίσει όπως τα βλέπω εγώ».
Το κυπαρίσσι υπήρξε σημαντική έμπνευση για τον μεγάλο ζωγράφο, όπως διαπιστώνει κανείς στην αποκαλυπτική έκθεση «Τα κυπαρίσσια του Βαν Γκογκ», που ξεκινά την επόμενη εβδομάδα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Η έκθεση μοιάζει ιδιαίτερα επίκαιρη σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή οδηγεί πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες να θέσουν τη φύση στο επίκεντρο της δουλειάς τους και να συλλογιστούν την «παρηγοριά» (μια αγαπημένη λέξη του Βαν Γκογκ) που προσφέρουν τα δέντρα.
Η έκθεση συγκεντρώνει 24 πίνακες ζωγραφικής, μαζί με 15 σχέδια και τέσσερις εικονογραφημένες επιστολές όπου το κυπαρίσσι κάνει την εμφάνισή του – όχι πάντα ως κύριο θέμα. Στην έκθεση περιλαμβάνεται και η «Έναστρη Νύχτα» (δανεική από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης), στην οποία περιέχεται, εκτός από τους υπνωτικούς ρυθμούς του στροβιλιζόμενου ουρανού της, και ένα ζευγάρι κυπαρισσιών που για πολύ καιρό είχαν μείνει απαρατήρητα.
Ο Βαν Γκογκ, ο οποίος αυτοκτόνησε σε ηλικία 37 ετών, άρχισε να ζωγραφίζει κυπαρίσσια προς το τέλος της ζωής του. Εκείνη την εποχή, ο γεννημένος στην Ολλανδία καλλιτέχνης ζούσε στη νότια Γαλλία δημιουργώντας μερικά από τα πιο δυνατά του έργα. Το καλοκαίρι του 1889 όμως, υπέστη ψυχική κατάρρευση και εισήλθε οικειοθελώς στο άσυλο του Σεν-Ρεμί-ντε-Προβάνς.
Περιορισμένος αρχικά στον χώρο του νοσοκομείου, ζωγράφιζε απόψεις των αγρών έξω από το σιδερόφρακτο παράθυρο του υπνοδωματίου του και μελετούσε τις γαλάζιες ίριδες στον κήπο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες όμως, κρίθηκε ότι ήταν αρκετά καλά ώστε να μπορεί να βγαίνει έξω από τους τέσσερεις τοίχους του νοσοκομείου. Κουβαλώντας το φορητό καβαλέτο του και το κουτί με τις μπογιές του, περιπλανήθηκε στα κοντινά χωράφια και εντυπωσιάστηκε από τη θέα των μεμονωμένων κυπαρισσιών στην ύπαιθρο. Όπως θα έλεγε αργότερα, αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε ιδανικά να αποτυπώσει αυτό το «σκοτεινό σημείο μέσα σε ένα ηλιόλουστο τοπίο».
Η αφοσίωση του Βαν Γκογκ στη φύση και το φως της ημέρας είχε καταστεί αμφιλεγόμενη από τα τέλη της δεκαετίας του 1880, όταν οι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας απομακρύνονταν από τον ιμπρεσιονισμό προς τις πιο υποκειμενικές τεχνοτροπίες του συμβολισμού και του εξπρεσιονισμού. Μια ισχυρή πρόκληση ήρθε από τον Πολ Γκογκέν, άσπονδο φίλο του Βαν Γκογκ. Όταν ο Βαν Γκογκ, ένα μοναχικό πνεύμα που αποζητούσε συντροφιά, κάλεσε τον Γκογκέν να μείνει μαζί του στο Κίτρινο Σπίτι στην Αρλ, η επίσκεψη κατέληξε σε καταστροφή, οδηγώντας στο περιστατικό με το κόψιμο του αυτιού και στον εγκλεισμό του Βαν Γκογκ στο άσυλο.
Η τριβή μεταξύ των δύο ήταν εν μέρει φιλοσοφική. Η πυκνή και αποσπασματική πινελιά του Βαν Γκογκ ενοχλούσε τον Γκογκέν, ο οποίος προτιμούσε ένα πιο απαλό και διακοσμητικό ύφος. Ο Γκογκέν τον πίεζε συνεχώς να είναι πιο σύγχρονος – να αναπαριστά το περιεχόμενο της φαντασίας του αντί να καταγράφει τα χωράφια του σιταριού και άλλα οπτικά γεγονότα. Ο Βαν Γκογκ πίστευε ότι αυτό που βλέπει κανείς μπορεί να είναι πολύ πιο ευρηματική από αυτό που φαντάζεται, αλλά ο Γκογκέν δεν ήθελε να το ακούσει.
Ταυτόχρονα όμως, ο Βαν Γκογκ ήθελε να πειραματιστεί και με την προσέγγιση του Γκογκέν και να δοκιμάσει να εργαστεί σε εσωτερικούς χώρους συνθέτοντας παραστάσεις που δεν είχαν ακριβές αντίστοιχο στη φύση. Το πείραμα οδήγησε σε ένα κολοσσιαίο έργο, την «Έναστρη Νύχτα», σίγουρα την πιο διάσημη τοπιογραφία στην ιστορία της τέχνης.
Το πιο πιθανό είναι να μην θεωρείτε την «Έναστρη Νύχτα» ως πίνακα με κυπαρίσσια. Το έργο είναι παγκοσμίως διάσημο ως μια μαγική εικόνα ενός νυχτερινού ουρανού που λάμπει από αστέρια. Όμως οι κορυφές των δύο δέντρων στο προσκήνιο του πίνακα προσφέρουν ένα κύμα κατακόρυφης ενέργειας αλλά και τον τόσο σημαντικό συμβολικό σύνδεσμο μεταξύ εδάφους και ουρανού.