Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης
Ο Ανρί Ρομπέρ Μαρσέλ Ντυσάν / Marcel Duchamp γεννήθηκε το 1887 στο Μπλαινβίλ-Κρεβόν της Γαλλίας. Καταγόταν από καλλιτεχνική οικογένεια και σπούδασε στην Ακαδημία Julian. Αρχικά επηρεάστηκε τα διδάγματα περί γεωμετρικής επεξεργασίας της φύσης του Σεζάν και τον Ματίς. Γενικά τα πρώιμα έργα του στην Μονμάρτρη φιλοτεχνήθηκαν στο πνεύμα του μετα-ιμπρεσιονισμού.
Το 1913 επισκέφτηκε τη Νέα Υόρκη, όπου το έργο του υπό τον τίτλο «Γυμνό που κατεβαίνει μια σκάλα» προξένησε σκάνδαλο όταν εκτέθηκε. Ο Ντυσάν πρωτοτύπησε με το επίτευγμα του να «αιχμαλωτίσει» την κίνηση πάνω στον καμβά. Είναι εμφανείς οι επιδράσεις που δέχτηκε από τον φωβισμό, τον φουτουρισμό, τον κινηματογράφο, τις χρονοφωτογραφίες και τις φωτογραφικές σπουδές του ανθρώπινου σώματος σε κίνηση των Muybridge, Marey κ.α.
Στον πίνακα αυτόν και στις επακόλουθες παραλλαγές του στις επάλληλες εικόνες της φιγούρας που κατεβαίνει μια σκάλα δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει ένα ρεαλιστικό γυμνό, αλλά μόνο γραμμές και επίπεδα. Οι φόρμες αλληλοκαλύπτονται και αναπαριστούν τον ρυθμό, την κίνηση και την καθοδική ροή. Παράλληλα, παραπέμπουν σε μια φιγούρα ζωγραφισμένη με στιλ βασισμένο στις κυβιστικές ιδέες σχετικά με την αποδόμηση των μορφών, την ταυτόχρονη πρόσληψη και την χρήση των γήινων χρωμάτων. Η διαγώνια δόμηση εντείνει την αίσθηση της κίνησης ενώ τα σκιασμένα επίπεδα προσδίνουν βάθος και ένταση.
Στην κυβιστική ζωγραφική, η φιγούρα εικονίζεται από πολλές όψεις την ίδια στιγμή, ενώ ο Ντυσάν ζωγράφισε την φιγούρα από μια όψη σε πολλές διαδοχικές στιγμές. Η επαναληπτική κίνηση της μορφής που κατεβαίνει την σκάλα παραπέμπει στη συνεχή κίνηση μιας μηχανής. Ο Ντυσάν ήθελε με ανάλογα έργα του να αναπαραγάγει τον δυναμισμό που χαρακτηρίζει τις μηχανές, αλλά και την ίδια την εποχή του.
Το 1913 ξεκίνησε να δουλεύει το έργο «Η νύφη απογυμνωμένη από τους εραστές της», έναν συνδυασμό γλυπτικής, ζωγραφικής και γραφίστικων σημειώσεων που συνέβαλαν στην απόδοση νοήματος. Για τον Ντυσάν ήταν μια πολύχρονη απόπειρα να αγγίξει τις έννοιες του ερωτισμού και των φύλων, θέματα που τον απασχολήσαν ιδιαίτερα σε όλη του την ζωή. Σημαντική είναι η αίσθηση βιομηχανικού σχεδίου πάνω σε γυαλί. Το σύνολο αυτής της ιδιότυπης κατακερματισμένης σύνθεσης θαύμασα με καθηλωτικό δέος στην επίσκεψη μου στο Μουσείο της Φιλαδέλφειας των Η.Π.Α. το 1984. Μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο Ντυσάν επέστρεψε στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τους ντανταϊστές και λίγο αργότερα με την ομάδα των υπερρεαλιστών μέχρι το 1925.
Το 1929 σταμάτησε να ζωγραφίζει και στράφηκε περισσότερο σε δισδιάστατα ή τρισδιάστατα έργα με ειρωνικά λογοπαίγνια και τεχνοπαίγνια, που είχαν στόχο να αμφισβητήσουν και να αποδομήσουν τις κατεστημένες αντιλήψεις περί καλλιτεχνικής δημιουργίας. Εμφανίστηκε επίσης στο φίλμ «dadascope» του Χανς Ρίχτερ το 1961-62 και πρότεινε πολλές ερευνητικές μεθόδους. Το 1966 διοργανώθηκε από το Συμβούλιο τεχνών της Μεγάλης Βρετανίας αναδρομική έκθεση του στην Tate Gallery. Αποβίωσε στο Νεϊγί-συρ-Σεν της Γαλλίας το 1968.
Ο Μαρσέλ Ντυσάν υπήρξε αναμφισβήτητα ο καλλιτέχνης-θεωρητικός που ενδυνάμωσε την μεταπολεμική τέχνη στην Ευρώπη και την Αμερική, ενώ η επιρροή του παραμένει εμφανής σε όλες τις μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών. Θεωρήθηκε ένας από τους πραγματικά ελεύθερους ανθρώπους της εποχής του και μαζί με τον Καντίνσκι και τον Μοντριάν ετοίμασε τον δρόμο για το μέλλον. Η θεωρητική και πρακτική του εντρύφηση στην μη παραστατική τέχνη και στην φουτουριστική ταχύτητα διαμόρφωσαν την προσωπική του πορεία.
Η αναγνώριση της τέχνης του ξεκίνησε από την παρουσίαση έργων του στην Αμερική λίγο μετά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εκεί δημιούργησε μαζί με τον Φράνσις Πικαμπιά, τον Μαν Ραίη και άλλους, την ομάδα των ντανταϊστών της Νέας Υόρκης. Η κίνηση σε διαδοχικά επίπεδα, η “χρονογραφία” υπήρξε το καθοριστικό στοιχείο των έργων του. Ο Ντυσάν ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν με πάθος πως το έργο τέχνης ανατρέπει δεδομένα και δεν στοχεύει μόνο στην ευαισθητοποίηση της όρασης και της νόησης. Κύρια προβάλλει την σκέψη, τις ιδέες και την επαναστατικότητα της έκφρασης του καλλιτέχνη.
Το κύριο μέρος της πολυδιάστατης καλλιτεχνικής του παραγωγής αποτελείται από ready-mades, δηλαδή έτοιμα κοινά αντικείμενα που διάλεγε και τα ονόμαζε “τέχνη”. Ο όρος δημιουργήθηκε από τον ίδιο για να περιγράψει το έργο του «Ρόδα ποδηλάτου και σκαμνί» (1913), μια ρόδα που στερέωσε σε ένα σκαμνί και διασκέδαζε στριφογυρίζοντάς την. Βέβαια το γνωστότερο ready-made του Ντυσάν είναι το έργο του «La Fontaine / Κρήνη», μία λεκάνη ουρητηρίου που φέρει την υπογραφή “R. Mutt 1917”. Το έργο δεν παρουσιάστηκε στην έκθεση όπου το είχε αρχικά αποστείλει ο Ντυσάν, παρά την υπόσχεση των διοργανωτών ότι θα παρουσιάζονταν όλα τα έργα αρκεί ο δημιουργός τους να πλήρωνε συνδρομή.
Η πρώτη εκδοχή του έργου φωτογραφήθηκε από τον Άλφρεντ Στίγκλιτς και η φωτογραφία του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «The Blind Man», μαζί με σημείωμα της εκδότριας που υπεραμυνόταν της αισθητικής του αξίας. Έκτοτε ξεπήδησε ευρεία και οξεία δημόσια συζήτηση σχετικά με το αντικείμενο, το οποίο μάλιστα εξαφανίστηκε λίγο μετά τη φωτογράφησή του, αλλά μετά έγιναν αρκετές αναπαραγωγές του, για το τι μπορεί να θεωρείται τέχνη και εάν είναι θεμιτό υπεράνω όλων να υπερισχύει η πρόθεση του δημιουργού.