Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης.
Ο Σεζάρ, ο César Baldaccini (1921-1998) γιός μεταναστών από την Τοσκάνη γεννήθηκε στην φτωχική και κακόφημη γειτονιά Belle de Mai της Μασσαλίας το 1921. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν τα δύσκολα παιδικά του χρόνια για την όλη ιδιοσυγκρασία και συμπεριφορά του και την ακάθεκτη προσωπική του περιπέτεια, για να ενσαρκώσει το γίγνεσθαι της γλυπτικής και γενικά της τέχνης του πνεύματος της εποχής του. Αρχικά εργάστηκε κοντά στο βαρελοποιό πατέρα του και τα βράδια παρακολουθούσε μαθήματα στην τοπική σχολή Καλών Τεχνών.
Μετακόμισε στο Παρίσι όπου σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ανάπτυξε φιλικές σχέσεις με διάσημους καλλιτέχνες, όπως ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι και ο Πάμπλο Πικάσο, συμμετέχοντας στα πρωτοποριακά καλλιτεχνικά δρώμενα και συνδέθηκε με τους μοντερνιστές καλλιτέχνες του Σεν Ζερμέν και του Μονπαρνάς. Ο νεαρός καλλιτέχνης δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά για να αγοράσει χαλκό ή μάρμαρο για τη γλυπτική του. Βρήκε λοιπόν μια λύση προσφεύγοντας σε μεταχειρισμένα υλικά. Έτσι λάνσαρε μια μοναδική αυθεντική τεχνική στη γλυπτική, τα «συγκολλημένα σίδερα». Τα γλυπτά του είναι όντως πρωτότυπα παρά τα υπάρχοντα ήδη ανάλογα πρότυπα. Τα πρώτα έργα του έχουν θέμα έντομα και ζώα όλων των ειδών: σκορπιό, νυχτερίδα, κόκορα, κότα. Προκαλεί βέβαια με την πρωτοποριακή του έκφραση αλλά αποκτά αναγνώριση.
Η πρώτη ατομική του έκθεση, το 1954 στο Παρίσι, τον καθιέρωσε ως καλλιτέχνη της νέας πρωτοπορίας. Τα έργα του παρουσιάστηκαν στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Ο Σεζάρ έγινε πόλος αναφοράς στις εικαστικές τέχνες με τρεις δικές του αυθεντικές τεχνοτροπίες στη γλυπτική. Πρώτη είναι οι «συμπιέσεις» αυτοκινήτων, οικιακών συσκευών ή ετερόκλητων αντικειμένων, που συνθλίβονται από μια βιομηχανική μηχανή. Δεύτερη επαναστατική οπτική της πραγματικότητας: οι «επεξεργασμένες μεγεθύνσεις» μελών του σώματος. Μνημειακό έργο του είναι ο αντίχειρας σε όλα τα μεγέθη που εκπονεί με διάφορα υλικά: ρητίνη, νικέλιο, γύψο, χαλκό. Διάσημο γλυπτό του είναι και ένα γιγάντιο στήθος που αναπαριστά το στήθος μιας χορεύτριας του καμπαρέ «Crazy Horse». Τρίτη καινοτομία του: οι «επεκτάσεις», με βάση ένα νέο βιομηχανικό υλικό, τον αφρό πολυουρεθάνης που διαχέεται συνθέτοντας φόρμες στο χώρο.
Στο έργο του ο Σεζάρ αναμόχλευε συνεχώς τον κλασικισμό με τον νεωτερισμό, αναδεικνύοντας την αντίθεση τους. Έκφρασε την ακραία εικαστική του εμπειρία ως καταξιωμένος γλύπτης και παράλληλα πειραματίστηκε με την καινοτομία νέων εφευρέσεων. Ο Σεζάρ άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός στη δεκαετία του 1950, περίοδο κρίσιμη και αποφασιστική για τη ζύμωση των δημιουργικών ρευμάτων και τη γέννηση των νέων τεχνοτροπιών, την εγκατάλειψη του καμβά και την πιο δυναμική και χειρονομιακή στάση του δημιουργού.
Ακάματος δουλευτής του σιδήρου με την τεχνική της οξυγονοκόλλησης πραγματοποίησε την πρώτη σημαντική του έκθεση το 1954 στο Παρίσι, όπου παρουσίασε τα πουλιά του και συνέχισε με γυμνά και φτερωτές μορφές και τις προ-συμπιέσεις του 1959. Το 1960 καταλυτική χρονιά της θέσπισης από τον θεωρητικό Πιέρ Ρεστανύ του κινήματος του «Νέου-Ρεαλισμού», με σχετικό μανιφέστο που υπέγραψαν οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν δηλώνοντας την συλλογική τους ταυτότητα και τις νέες αντιλήψεις τους για το «πραγματικό», ο Σεζάρ ανατάραξε την κατάσταση.
Στο «Σαλόνι του Μάη» συμμετείχε μαζί με τους περίφημους εκφραστές του κινήματος, τον Αρμάν, τον Ιβ Κλάιν, τον Κρίστο, την Νίκι Ντε Σεν Φαλ, τον Ζαν Τινγκελί κ.α. Εκεί εκτέθηκε το πρώτο συμπιεσμένο αυτοκίνητο που ήταν η εκκωφαντική μαρτυρία της ταύτισης του καλλιτέχνη με την εποχή του και η απαρχή πολλών ανάλογων εφαρμογών. Προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο κατάπληξη στους φιλότεχνους και τους κριτικούς. Δημιούργησε σκάνδαλο εγκαινιάζοντας έτσι έναν κύκλο με συνεχείς ανορθόδοξες δημιουργίες. Ταυτόχρονα με την δυναμική προσωπικότητα του προξενούσε τον θαυμασμό αλλά και πολλές αντιφατικές και ενίοτε αρνητικές κρίσεις. Αναμφίβολα οι «συμπιέσεις» του είναι μία από τις πιο ριζοσπαστικές εικαστικές δημιουργικές μεθόδους του 20ού αιώνα και τον καταξίωσαν διεθνώς με τη συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Βενετίας. Σταρ της παρισινής κοινωνικής ζωής, ο Σεζάρ ήταν πανταχού παρών σε διάσημα φεστιβάλ και χάπενινγκ. Ορισμένοι διανοούμενοι τον αντιμετώπιζαν ως «μιντιακή προσωπικότητα» και ο γλύπτης ένιωθε πικρία για αυτό όσο ζούσε.
Ο Σεζάρ θεωρείται πλέον μία από τις εμβληματικές μορφές της σύγχρονης τέχνης. Μαζί με τους καλλιτέχνες του κινήματος του Νέου Ρεαλισμού / Nouveau Realisme περιόδευσαν εκθεσιακά σε πολλά μέρη του κόσμου. Συμμετείχε στην έκθεση «Τέχνη και Μηχανή» στο ΜΟΜΑ το 1968. Το 1975 έγινε μεγάλη αναδρομική του στο Μουσείο Jeu de Paume στο Παρίσι. Από το 1976 ο γαλλικός κινηματογράφος τον τιμά δίνοντας το όνομα του στα ομώνυμα βραβεία Σεζάρ, τα διάσημα ευρωπαϊκά βραβεία ταινιών, αντάξια των Όσκαρ.
Η μεταθανάτια αναδρομική έκθεση που διοργανώθηκε στο Κέντρο Πομπιντού το 2018-19 κυριολεκτικά ήταν εμβληματική και άφησε εποχή. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η τοποθέτηση του έργου του «Αντίχειρας» στην πλατεία του Μπομπούρ, ως φόρος τιμής του Μουσείου σε έναν πρωτοπόρο καλλιτέχνη που με τις δημιουργίες του εξέφρασε με επαναστατικό τρόπο τη βιομηχανική εξέλιξη και την υλιστική κουλτούρα της σύγχρονης κοινωνίας. Ήταν η τελευταία μεγάλη φιγούρα του νέου ρεαλισμού που δεν είχε τιμηθεί από το Κέντρο Πομπιντού.
Ο καλλιτέχνης προβλήθηκε με μια τρίμηνη παρουσίαση που περιλάμβανε 130 έργα του και σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Οι διοργανωτές θέλησαν να δώσουν στο πλατύ κοινό την δυνατότητα να ανακαλύψει την αυθεντική και πλούσια καλλιτεχνική του δημιουργία με γνωστά και άγνωστα έργα του. Ο Σεζάρ, που σημάδεψε το εικαστικό γίγνεσθαι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με τα δεξιοτεχνικά εικαστικά του «αποτυπώματά» αποβίωσε μετά από μακρά ασθένεια το 1998 στα 77 του χρόνια στο Παρίσι. Με την συσσωρευμένη πλέον εμπειρία και την ικανή χρονική απόσταση ο Cesar παραμένει επίκαιρος. Συνδύασε τόσο τον δημιουργό που δρα στα πλαίσια της γλυπτικής τέχνης, όσο και εκείνον που λειτουργεί ως αναθεωρητής- ανακυκλωτής της βιομηχανικής παραγωγής.