Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Φρανσίσκο ντε Γκόγια / Francisco Goya y lucientes υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του, ενώ μετά την επιστροφή του ανέλαβε τις πρώτες σημαντικές παραγγελίες για εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής της Σαραγόσας, κυρίως νωπογραφίες. Το 1773 νυμφεύτηκε την Χοσέφα Μπαγέ, αδελφή του διαπρεπούς δασκάλου του και εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη.
Το 1780 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο. Πέντε χρόνια αργότερα, διορίστηκε βοηθός διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής της Ακαδημίας, ενώ το 1786 ανακηρύχθηκε «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ’. Σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους ζωγράφους και χαράκτες. Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, όμως παραιτήθηκε δύο χρόνια μετά, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, που είχαν εμφανιστεί το 1792 από μία σοβαρή νόσο που προοδευτικά προξένησε την απώλεια της ακοής του. Τα συμπτώματα του συνδρόμου της πάθησης του ήταν περιορισμένη εγκεφαλική λειτουργία και προσωρινή απώλεια όρασης, ακοής και ισορροπίας. Πιθανόν συφιλιδικής προέλευσης, ανίατα τότε.
Το 1799, ονομάστηκε «Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά». Αν και τα σοβαρά προβλήματα υγείας είχαν επιδεινωθεί συνέχισε το πολυδιάστατο και ιδιότυπο έργο του. Δημιουργώντας προσωπογραφίες γεμάτες αλληγορίες που αποτύπωναν τον ψυχικό κόσμο των προσώπων, χωρίς καμία πρόθεση ωραιοποίησης προξένησε ποικίλες αντιδράσεις στους αυλικούς κύκλους. Η «Οικογένεια του Καρόλου Δ’» (1801) είναι η πλέον αποκαλυπτική των διαθέσεων του ζωγράφου, οι οποίες δεν έγιναν τότε άμεσα αντιληπτές χάρη στην λαμπρότητα με την οποία απεικόνισε τα εντυπωσιακά όσο και πανάκριβα ενδύματα της βασιλικής οικογένειας. Αν και τα πρόσωπα των εικονιζομένων μοιάζουν με καρικατούρες, ενώ η κενότητα στο βλέμμα του βασιλιά εντυπωσιάζει χαρακτηριστικά. Η δε παρουσία της βασίλισσας Λουίζας, με το ματαιόδοξο και υπεροπτικό ύφος, στο κέντρο του πίνακα, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, καθώς εκείνη ήταν που ουσιαστικά κινούσε τα πολιτικά νήματα.
Ο Γάλλος ποιητής και σημαντικός κριτικός Θεόφιλος Γκοτιέ είχε πει χαρακτηριστικά, σχολιάζοντας το έργο, ότι “τα πρόσωπα μοιάζουν περισσότερο με τον τοπικό φούρναρη και την οικογένειά του που μόλις κέρδισαν στη λοταρία”. Ο Φρανσίσκο Γκόγια υπήρξε το πρότυπο της μοντέρνας συνείδησης του καλλιτέχνη, που θεωρεί υποχρέωση του να πάρει θέση απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της κοινωνίας της εποχής του. Αυτήν ακριβώς την «μοντέρνα» πλευρά του αποκαλύπτουν οι σειρές από τις χαλκογραφίες του, αν και οι επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε διατηρούσαν ακόμα τα καθιερωμένα παραδοσιακά μοτίβα.
Το 1808 ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Φερδινάνδος Ζ’, ο οποίος κατέφυγε στο εξωτερικό λόγω της εισβολής των στρατευμάτων του Ναπολέοντα. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του Γκόγια αυτής της περιόδου, ανήκει ένας κύκλος χαρακτικών με γενικό τίτλο «Οι Συμφορές του Πολέμου», με 80 χαρακτικά. O Γκόγια κατέγραφε με απελπισμένη ένταση τους αγώνες, τα μαρτύρια, τις ψευδαισθήσεις και τις ήττες ενός λαού, που πίστευε και είχε την ελπίδα πως η Ελευθερία και η Αλήθεια θα άλλαζαν την πορεία της Ιστορίας. Με οξύτητα και ρεαλιστικό βλέμμα απεικόνισε την μετατροπή ανθρώπων σε τέρατα. Οι ιστορικοί της τέχνης θεωρούν την σειρά ως μια εικαστική διαμαρτυρία κατά της βίας της και της οπισθοχώρησης του φιλελευθερισμού μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας των Βουρβόνων.
Τα χαρακτικά δεν δημοσιεύτηκαν μέχρι το 1863, 35 χρόνια μετά τον θάνατό του. Πιθανώς μόνο τότε θεωρήθηκε πολιτικά ασφαλές να δημοσιευθεί μία σειρά τέτοιων επικριτικών έργων. Με την απαράμιλλη σχεδιαστική του ικανότητα, ο Γκόγια κατάφερε να αποτυπώσει και να σχολιάσει καυστικά σ’ αυτές τις εκπληκτικές χαλκογραφίες τα έκτροπα της κοινωνίας που έβλεπε γύρω του και να καταγγείλει με δριμύτητα τα δεινά και τον παραλογισμό του πολέμου. Ο κόσμος είχε ήδη βιώσει την Γαλλική Επανάσταση και ο ίδιος είχε περάσει κοντά από τον θάνατο και είχε βιώσει έναν «στραγγαλιστικό έρωτα», κατά την έκφραση του Μπαλζάκ με τη Δούκισσα της Άλμπα.
Ο Φρανσίσκο Γκόγια χωρίς ίχνος ακαδημαϊσμού και νεοκλασικισμού μας φέρνει σε πρώτο πλάνο τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του και τα συνεχή δεινά που βιώνει με εφιαλτική οπτική απόδοση. Με την διαδικασία αυτή ο Γκόγια και η προσωπική ζωγραφική του είναι ένας καίριος μεταβατικός σύνδεσμος από τον συναισθηματικό ανθρωπισμό του Ρομαντισμού, στα δυνατά και ενίοτε φρικτά συναισθήματα του Εξπρεσιονισμού. Πρόθεση της τέχνης του είναι να προκαλέσει ζωηρή αισθητική συγκίνηση. Σε αυτό συντελεί τόσο η θεματική, όσο και η απαράμιλλη τεχνική του. Η έμφαση είναι στο χρώμα και το σχεδόν ασαφές ιμπρεσιονιστικό περίγραμμα. Το έργο βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, πάλλεται από ενέργεια, οι φωτοσκιάσεις δημιουργούν κλίμα δραματικό και καθηλωτικό. Ο Σαρλ Μπωντλαίρ αναφέρει: «Η μεγάλη αξία του Γκόγια είναι να δημιουργεί το τερατώδες με αληθοφάνεια».
Το 1819 ο Γκόγια μετακόμισε στα περίχωρα της Μαδρίτης και το εξοχικό του ονομάστηκε «Το σπίτι του κουφού». Εκεί αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενους «Μαύρους πίνακές» του. Στα τελευταία χρόνια του ολοκλήρωσε την περίφημη ενότητα «Ταυρομαχίες», με 33 χαρακτικά. Στην ύστερη ενότητα τους «Τρέλες», με 18 χαρακτικά, οι αλλόκοτες σκοτεινές φαντασιώσεις του Γκόγια φθάνουν στο αποκορύφωμα.