Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης
Ο Ελβετός γλύπτης και ζωγράφος Αλμπέρτο Τζιακομέτι / Alberto Giacometti γεννήθηκε το 1901 στην κοιλάδα του Borgonovo. Γιος εμπρεσιονιστή ζωγράφου, εκδήλωσε από νωρίς τις καλλιτεχνικές του τάσεις. Στα 13 του χρόνια φιλοτεχνούσε ήδη προτομές του αδελφού του Ντιέγκο, ο οποίος παράμεινε το βασικό μοντέλο του. Εργαζόταν πειραματιζόμενος συνεχώς με έμφαση στο σχέδιο. Φοίτησε στη Σχολή Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων της Γενεύης και το 1922 αποφάσισε να μετακομίσει στο Παρίσι, όπου μαθήτευσε στον γλύπτη Αντουάν Μπουρντέλ.
Στο Παρίσι ανακάλυψε τον σουρεαλισμό και έγινε φίλος με τον θεωρητικό ηγέτη του κινήματος Αντρέ Μπρετόν. Το 1935 περίπου εγκατάλειψε τον σουρεαλισμό και στράφηκε στη μελέτη και την απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος και προσώπου. Τότε αφοσιώθηκε στις «Συνθέσεις με Φιγούρες». Το 1940 έχει καταλήξει αισθητικά στις χαρακτηριστικές του επαναλαμβανόμενες φιγούρες με σώματα ισχνά, επιμήκη άκρα, μικρά κεφάλια. Γνωρίστηκε με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Ζαν Πολ Σαρτρ και προσχώρησε στο φιλοσοφικό κίνημα του υπαρξισμού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου γύρισε στην Ελβετία, όπου γνωρίστηκε με την Annette Arm, τη γυναίκα που έγινε σύζυγος το 1949 αλλά και διαχρονική μούσα του.
Τα γλυπτά του συρρικνώνονταν συνεχώς, πολλές φιγούρες δεν ήταν μεγαλύτερες από ένα δάχτυλο και ο ίδιος ισχυριζόταν ότι αυτό γινόταν παρά την θέλησή του. Με την επιστροφή του στο Παρίσι το 1945 εγκατέλειψε τις μινιατούρες και άρχισε να επιμηκύνει τα γλυπτά του. Οι διάσημες επιμήκεις και οστέινες φιγούρες του, με τον περιορισμένο κορμό έγιναν διάσημες και τον ανέδειξαν ως ένα από τους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής του. Σχεδόν εξαϋλωμένες στον χώρο, στατικές ή εν κινήσει αποκτούσαν εξπρεσιονιστική δύναμη.
Ο ίδιος έλεγε: «Βυθίζοντας τα δάκτυλά μου στον γύψο, αναζητώ κάτω από το δέρμα τα οστά, το κρανίο, τους σπονδύλους, το ανθρώπινο σώμα αποφλοιωμένο».
Την μεταπολεμική περίοδο δημιούργησε τα πιο γνωστά έργα του. Τα πολύ μεγάλα και λεπτά αγάλματα ενσωμάτωσαν μια νέα εμπειρία του Τζιακομέτι, όταν αναγνώρισε την διαφορά ανάμεσα στην μέχρι τότε οπτική του ίδιου και αυτής του κινηματογράφου και της φωτογραφίας. Από τα Αιγυπτιακά είδωλα και τα αγάλματα του Ροντέν κατανόησε ότι ο άνθρωπος που βαδίζει είναι από τα πιο ενδιαφέροντα και διαχρονικά θέματα στην ιστορία της γλυπτικής. Το 1950 έκθεσε με μεγάλη επιτυχία σειρά έργων του στην Galerie Maeght.
Έλεγε: «Η μεγαλύτερη περιπέτεια είναι να δεις κάτι άγνωστο να αναδύεται καθημερινά στο ίδιο πρόσωπο».
Με την επίμονη υποκειμενική οπτική εμπειρία δημιούργησε την πλαστική απεικόνιση όχι ως σωματική ρεαλιστική απομίμηση, αλλά ως φαντασιακή εικόνα σε έναν ταυτόχρονα πραγματικό και εγκεφαλικό, απτό αλλά και ταυτόχρονα μη προσβάσιμο χώρο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του η όψη και το παράστημα του Τζιακομέτι θύμιζε τις πολύ λεπτές, οστεώδεις φιγούρες που έπλαθε στον πηλό και σκάλιζε στον ορείχαλκο. Έξι γύψινες γυμνές γυναίκες που δημιούργησε για την «Μπιενάλε της Βενετίας» το 1956, επανασυνδέθηκαν για πρώτη φορά και ήταν οι κεντρικοί άξονες στη μεγάλη αναδρομική έκθεση με τίτλο «Giacometti» που διοργανώθηκε στην Tate Modern το 2017. Εκτέθηκαν μαζί τους ακόμη δύο γλυπτά από την ίδια σειρά. «Τα γλυπτά μπορούν να θεωρηθούν ως το αποκορύφωμα των πειραματισμών του καλλιτέχνη στην προσπάθειά του να απεικονίσει την ουσία της ανθρώπινης μορφής», σύμφωνα με την Tate Modern, τα έργα του από γύψο και πηλό όμως είναι λιγότερο γνωστά.
«Θεωρούμε ότι ο Τζιακομέτι είναι καλλιτέχνης του χαλκού, αλλά φυσικά αυτό είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε με πολύ πιο μαλακά και απλά υλικά. Αυτό που πραγματικά αξιοποίησε ένθερμα ο Τζιακομέτι ήταν υλικά που αποτελούσαν πρόκληση, που ήταν ρευστά μέχρι να σκληρυνθούν, που μπορούσε να διαμορφώσει και να ξύσει στις μπρούτζινες επιφάνειες».
Η Frances Morris, διευθύντρια της Tate Modern και συνεπιμελήτρια της έκθεσης ανέφερε: «Ξεκίνησε να κάνει χάλκινα γλυπτά, επειδή οι άνθρωποι ήθελαν να συλλέξουν το έργο του, αλλά δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την διαδικασία της χύτευσης, την οποία επέβλεπε ο αδερφός του Ντιέγκο». Ο γλύπτης χρειάστηκε περίπου τρεις εβδομάδες για να δημιουργήσει καθεμία από τις «Γυναίκες της Βενετίας» σε πηλό, πριν τις φτιάξει με γύψο και επεξεργαστεί την επιφάνειά τους με μαχαίρι. Στη συνέχεια ζωγράφισε μερικά από τα γλυπτά με κόκκινο και μαύρο χρώμα, λεπτομέρειες που χάνονται στις χάλκινες εκδοχές των αγαλμάτων.
Στην Tate είχε πραγματοποιηθεί έκθεση του το 1965, μία από τις τελευταίες μεγάλες διεθνείς εκθέσεις του Τζιακομέτι πριν από το θάνατό του το 1966 σε ηλικία 65 χρόνων. Η αναδρομική έκθεση του το 2017 ήταν ένα μεταθανάτιο ευχαριστώ» κατά την Morris. Εκτός από τις «Γυναίκες της Βενετίας», η φιλόδοξη και ευρεία έκθεση της Tate Modern, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Fondation Alberto et Annette Giacometti, συγκέντρωσε πάνω από 250 έργα – ανάμεσά τους σπάνια γύψινα και σχέδια που δεν είχαν εκτεθεί ποτέ και παρουσίαζαν την πλήρη εξέλιξη της καριέρας του μεγάλου γλύπτη μέσα σε πέντε δημιουργικές δεκαετίες.
Η έκθεση περιλάμβανε επίσης δείγματα των πρώιμων προσπαθειών του να εκφραστεί με άλλα σύγχρονα κινήματα τέχνης, όπως ο κυβισμός και ο σουρεαλισμός, έργα με τα οποία εξερεύνησε πιο σκοτεινά θέματα βιαιότητας και σαδισμού, καθώς και στοιχεία σχετικά με την συστηματική ενασχόλησή του με την Ιστορία της Τέχνης.