Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι / Amedeo Clemente Modigliani (Modi) γεννήθηκε το 1884 στο Λιβόρνο της Τοσκάνης από αστούς γονείς Σεφαρδίτες Ιουδαίους. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της Εουτζένια και του Φλαμίνιο Μοντιλιάνι. Η γέννηση του έγινε την χρονιά της χρεοκοπίας της οικογενειακής επιχείρησης ξυλείας και κάρβουνου. Η μητέρα του που καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μασσαλίας άρχισε τότε να εργάζεται ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα. Η υγεία του Μοντιλιάνι ήταν εύθραυστη από τα παιδικά του χρόνια που είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Από νωρίς όμως γνώρισε τον κόσμο της τέχνης και αποφάσισε να γίνει ζωγράφος.
Το 1901 γράφτηκε στην Σχολή Μελέτης Γυμνού της Φλωρεντίας. Συνέχισε τα μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην ιστορία της τέχνης. Εκεί μάλλον άρχισε η σχέση του με τα ναρκωτικά, των οποίων έκανε χρήση μέχρι τον θάνατό του. Όπως όλοι οι φιλόδοξοι καλλιτέχνες της εποχής του είχε επιθυμία να ζήσει στο Παρίσι. Τελικά το 1905 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή η Μονμάρτη ήταν ήδη η συνοικία του Παρισιού που αποτελούσε το επίκεντρο της avant garde. Εγκαταστάθηκε στο Le Bateau-Lavoir, ένα κοινόβιο για τους καλλιτέχνες.
Επηρεάστηκε αρχικά από τα έργα του Τουλούζ Λοτρέκ, έως ότου οι θεωρίες και τα έργα του Πωλ Σεζάν άλλαξαν πολλές από τις απόψεις του και ανέπτυξε το δικό του ιδιαίτερο ύφος. Ζωγράφιζε τα έργα του σε σύντομο χρόνο και ποτέ δεν τα επεξεργαζόταν ξανά. Στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονμάρτης έζησε ο Μοντιλιάνι για περίπου τρία χρόνια, προσθέτοντας στις καταχρήσεις και αυτή του αλκοόλ. Οι ηδονιστικές του τάσεις ικανοποιούνταν με γυναίκες του αγοραίου έρωτα.
Στα 26 του ερωτεύτηκε την Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, η οποία ήταν 21 χρονών και είχε πρόσφατα παντρευτεί. Ο θυελλώδης έρωτάς τους διήρκεσε περίπου ένα χρόνο, καθώς τα βίαια ξεσπάσματα του Μοντιλιάνι την οδήγησαν να επιστρέψει στον σύζυγό της. Ο Μοντιλιάνι, ζώντας μέσα στην απόγνωση, έφτανε στα άκρα όσον αφορά τους εθισμούς και τις ποικίλες καταχρήσεις. Παράλληλα σύναψε φιλικές σχέσεις με τον ποιητή, τεχνοκριτικό Γκιγιώμ Απολλιναίρ, τους ζωγράφους Χαΐμ Σουτίν, Αντρέ Ντερέν, Μορίς Ουτριλό και άλλους σημαντικούς. Ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, τον οποίο συγχρόνως θαύμαζε, αλλά και αποστρεφόταν. Σε αντίθεση ο Πικάσο δήλωνε πάντοτε γοητευμένος από το έργο του νεαρού Ιταλού, στο οποίο αποτύπωνε με αφαιρετικό τρόπο την ομορφιά της Αναγεννησιακής τέχνης με ένα τεχνοτροπικά αυθεντικό, μοντέρνο στιλ.
Η εγκατάσταση του Modi στο Μονπαρνάς συνοδεύτηκε από την γνωριμία και σχέση του με τον κορυφαίο Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι. Στο εργαστήριο του Μπρανκούζι και με την καθοδήγηση του, ο Μοντιλιάνι αφοσιώθηκε στη γλυπτική με αναφορές σε πριμιτίφ τοτεμικές φόρμες. Σώζονται ελάχιστα από αυτά τα έργα, τα οποία αν και εξαιρετικά, κατάστρεψε ο ίδιος. Παρόλο που μια σειρά γλυπτών του εκτέθηκε στο «Φθινωπορινό Σαλόνι» του 1912, εγκατέλειψε ξαφνικά την γλυπτική και στράφηκε αποκλειστικά στην ζωγραφική από το 1915 και μετά. Ο Μοντιλιάνι έκανε επίσης πολλά ζωγραφικά σχέδια. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζε την απαραίτητη καθημερινή ποσότητα αλκοόλ. Όπως γνώριζε ο φιλικός κύκλος του έμπαινε σε ένα καφέ κρατώντας χαρτί και μολύβι, σχεδίαζε επιτόπου και τα αντάλλασσε με μερικά ποτήρια κρασί.
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στον στρατό αλλά δεν στρατεύθηκε τελικά εξαιτίας της επιβαρυμένης υγείας του. Τα δύσκολα αυτά χρόνια και κύρια με την βοήθεια του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, ενός εμπόρου τέχνης, έγιναν από τις συνθήκες τα πιο δημιουργικά για τον καλλιτέχνη. Στο διάστημα από το 1915 έως το 1920, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακόσιους πίνακες.
Το 1917 στην γκαλερί Berthe Weill έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης και τελικά μοναδικής όσο ζούσε ατομικής έκθεσης των έργων του. Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Η έκθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και προκλήθηκε κοσμοσυρροή. Όμως λόγω του σκανδάλου που προέκυψε από την θέαση των γυμνών κορμιών η αστυνομία την απαγόρευσε.
Το 1918 η ζωή έγινε αφόρητη στο Παρίσι λόγω της έλλειψης τροφίμων, ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, την σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν. Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβούς πίνακές του. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και τρυφερής Ζαν. Το 1918 γεννήθηκε η κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της μητέρας της και έζησε μέχρι το 1984. Δεν πρόλαβε όμως να παντρευτεί την Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα την κόρη τους.
Ο Μοντιλιάνι πέθανε στο Παρίσι το 1920, σε ηλικία 36 χρόνων, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ. Στην κηδεία του στο Κοιμητήριο Père Lachaise παρευρέθηκε τεράστιο πλήθος κόσμου. Μια μέρα μετά το θάνατο του, η σύντροφος του Ζαν αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του πέμπτου ορόφου του διαμερίσματος τους, μην αντέχοντας τον πρόωρο θάνατό του, αν και ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.