Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Πάουλ Κλέε / Paul Klee γεννήθηκε κοντά στην πόλη της Βέρνης το 1940. Ο πατέρας του ήταν μουσικός, ενώ η μητέρα είχε σπουδάσει τραγούδι. Από νωρίς ήρθε σε επαφή με την μουσική και την ζωγραφική. Ξεκίνησε να παίζει βιολί σε ηλικία επτά ετών και στα έντεκα του έγινε μέλος της ορχήστρας της Μουσικής Εταιρείας της Βέρνης. Φανέρωσε κλίση στην ζωγραφική, αν και οι γονείς του δεν τον ενθάρρυναν. Επέλεξε να ασχοληθεί συστηματικά με το σχέδιο γράφοντας “… δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο παρά να ζωγραφίζω και να γράφω, ό,τι δηλαδή μου είχαν απαγορεύσει”.
Το 1888 μετακόμισε στο Μόναχο για να γραφτεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών αλλά δεν έγινε δεκτός. Παρέμεινε στο Μόναχο για τα τρία επόμενα χρόνια, σπουδάζοντας σχέδιο σε ιδιωτική σχολή. Το 1900 έγινε δεκτός στην τάξη του Φραντς φον Στουκ, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε το μάθημά του. Επισκέφτηκε την Ιταλία και μελέτησε το έργο των μεγάλων Ιταλών ζωγράφων στη Φλωρεντία και στη Νάπολη. Αργότερα επέστρεψε στη Βέρνη, όπου ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα ανατομίας και ζωγραφικής. Το 1903 άρχισε μία σειρά χαρακτικών υπό τον γενικό τίτλο Επινοήσεις (Inventionen). Ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1905 και σε αυτή την σειρά αποτυπώνεται ο πειραματισμός του σχετικά με την επεξεργασία του γυαλιού. Οι Επινοήσεις παρουσιάστηκαν στην έκθεση της «Απόσχισης» του Μονάχου το 1906.
Το 1906 παντρεύτηκε την πιανίστα Λίλι Στουμπφ. Μερικά έργα του εκτέθηκαν σε μεγάλες εκθέσεις και μία ατομική έκθεση με 56 έργα του στις πόλεις της Βέρνης, της Ζυρίχης και του Βίντερτουρ. Το 1911 πραγματοποίησε σημαντικές επαφές, όπως με τον Αουγκούστ Μάκε και κυρίως το Βασίλι Καντίνσκι, ο οποίος τον σύστησε σε αρκετούς ζωγράφους της Νέας Καλλιτεχνικής Ένωσης του Μονάχου, μεταξύ των οποίων ήταν ο Φραντς Μαρκ και ο Αλεξέι φον Γιαβλένσκι. Την ίδια περίοδο, ο Καντίνσκι και ο Μαρκ ετοίμαζαν την έκδοση «Der Blaute Reiter / Ο Γαλάζιος Καβαλάρης». Η πρώτη έκθεση του «Γαλάζιου Καβαλάρη» διοργανώθηκε το 1911. Ο Κλέε έγραψε δηλώνοντας την συμπαράστασή του στις ιδέες των καλλιτεχνών του νέου ρεύματος. Το 1912 στη δεύτερη έκθεση της ομάδας, ο Κλέε συμμετείχε με 17 έργα, ενώ το 1913 ο Καντίνσκι και ο Μάκε του ανέθεσαν την εκπροσώπηση της Ελβετίας στο πρώτο Φθινοπωρινό Γερμανικό Σαλόνι στη γκαλερί Der Sturm του Βερολίνου.
Το 1914 ο Κλέε ταξίδεψε στη Τυνησία, μαζί με τον Αουγκούστ Μάκε και τον Λουί Μουαγιέ. Το ταξίδι αυτό υπήρξε καθοριστικό στην εξέλιξη του, καθώς κατά τη διάρκεια του πειραματίστηκε με τη χρήση των χρωμάτων. Έγραψε:“Το χρώμα και εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος”. Εκεί ζωγράφισε αρκετές υδατογραφίες. Χρησιμοποιούσε πολλαπλά στρώματα χρώματος και για την απόδοση των αντικειμένων διαμόρφωνε τους όγκους με την χρήση βασικών μόνο γεωμετρικών σχημάτων.
Επηρεασμένος και από τους θανάτους του Μάκε και του Μαρκ στο μέτωπο του Α’ Παγκόσμιου πολέμου βίωσε δύσκολες καταστάσεις. Συνέχισε όμως να ζωγραφίζει και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά, συμμετέχοντας σε εκθέσεις μέχρι το 1916, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό χωρίς να σταλεί ποτέ στο μέτωπο. Ο πόλεμος υπήρξε το κυρίαρχο θέμα σε αρκετούς από τους πίνακες του από το 1914-15. Συμμετείχε σε δύο εκθέσεις της γκαλερί Der Sturm, 1916 και 1917, και κυρίως υδατογραφίες του σημείωσαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία. Αρκετοί κριτικοί τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 ήταν πλέον αναγνωρισμένος και καταξιωμένος καλλιτέχνης.
Το 1920 ο διευθυντής της σχολής του Μπαουχάους, Βάλτερ Γκρόπιους του πρότεινε να διδάξει στη σχολή της Βαϊμάρης. Εκείνος δέχτηκε στις αρχές του 1921. Ήταν αισθητικά ταυτισμένος με τις γενικές αρχές και ιδέες του Μπαουχάους. Υπήρξε αρχικά «δάσκαλος των μορφών» στο εργαστήριο της βιβλιοδεσίας. Προετοίμασε και έδωσε μία σειρά διαλέξεων με θέμα την καλλιτεχνική φόρμα. Παράμεινε διδάσκοντας και εγκατέλειψε την Βαϊμάρη το 1930, έπειτα από πρόταση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ να διδάξει εκεί. Ο τόμος με τις διαλέξεις και τις εικονογραφήσεις του είναι η πληρέστερη παρουσίαση των αρχών του σχεδίου που έχει γίνει από καλλιτέχνη. Ο Κλέε διατύπωσε τις απόψεις του για την φύση της καλλιτεχνικής διαδικασίας και εξήγησε τους μετασχηματισμούς της οπτικής εικόνας.
Με την άνοδο του ναζισμού, ο Κλέε ένεκα εβραϊκής καταγωγής έχασε την θέση του στην Ακαδημία. Το 1933 εγκατέλειψε οριστικά το Ντίσελντορφ μαζί με την οικογένειά του. Επίσης ο Φλέτχαϊμ, που είχε αναλάβει αποκλειστικά τις πωλήσεις έργων του αδυνατούσε πλέον να εργαστεί. Τότε ο Κλέε υπόγραψε νέο συμβόλαιο με τον περίφημο έμπορο τέχνης Κανβάιλερ. Το 1933, εγκαταστάθηκε στη Βέρνη όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με πιο αργούς ρυθμούς. Δύο χρόνια αργότερα διοργανώθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του, η οποία μεταφέρθηκε στις πόλεις της Βασιλείας και της Λουκέρνης. Την ίδια περίοδο ο Κλέε αρρώστησε από σκληροδερμία μία σπάνια, συχνά θανατηφόρο νόσο. Το 1937 ζωγράφισε το έργο «Η εξέγερση του υδραγωγείου», που έχει χαρακτηριστεί ως η συμβολή του Κλέε στον αγώνα κατά του φασισμού. Την ίδια χρονιά διοργανώθηκε η έκθεση “Παρακμιακής Τέχνης” από το ναζιστικό καθεστώς, η οποία περιλάμβανε 17 έργα του.
Το 1939 έχοντας συμπληρώσει πέντε χρόνια συνεχούς διαμονής στην Ελβετία, υπέβαλε αίτηση για να αποκτήσει ελβετική υπηκοότητα, η οποία έγινε τελικά δεκτή λίγο μετά τον θάνατό του. Ο Κλέε πέθανε το 1940, στο Τιτσίνο της Ιταλίας όπου βρισκόταν για θεραπεία. Η τέφρα του μεταφέρθηκε στη Βέρνη το 1946 και ο γιος του Φέλιξ ζήτησε να χαραχθούν στον τάφο τα λόγια του: «Δεν περιορίζομαι στο εδώ και τώρα, ανήκω τόσο στους νεκρούς όσο και στους αγέννητους. Πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας από τους περισσότερους, όχι όμως και αρκετά κοντά ακόμη». Η σεμνή και μετρημένη δήλωση του Κλέε χαρακτηρίζει το σύνολο του μεγάλου φιλόδοξου έργου του και της ιδιοφυούς προσωπικότητας του.