Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης
Ο Ζαν Ντυμπυφέ / Jean Dubuffet γεννήθηκε το 1901 στη Χάβρη. Ήταν γιος εύπορης οικογένειας οινεμπόρων. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών έφυγε από την γενέτειρα του για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι. Φοίτησε μόλις έξι μήνες στην Ακαδημία Ζυλιάν, την οποία εγκατέλειψε προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του αυτόνομα και να εργαστεί για βιοπορισμό. Το επόμενο διάστημα ανάπτυξε παράλληλα έντονο ενδιαφέρον στην λογοτεχνία, τις γλώσσες και την μουσική.
Το 1924 σταμάτησε τις ζωγραφικές του επιδόσεις στην ζωγραφική, αμφισβητώντας έντονα την αξία της ίδιας της τέχνης, και ταξίδεψε στο Μπουένος Άιρες, όπου παρέμεινε τέσσερους μήνες. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στη Χάβρη και ξεκίνησε να εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του. Όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1930 αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον του για την ζωγραφική, με την οποία καταπιάστηκε εκ νέου. Τελικά αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σε αυτήν μετά το 1942.
Η πρώτη του ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1944 στο Παρίσι, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των κορυφαίων ποιητών Πωλ Ελυάρ και Ανρί Μισώ, καθώς και του κριτικού Jean Paulhan. Τον επόμενο χρόνο, με το τέλος του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, ταξίδεψε στην Ελβετία αναζητώντας καλλιτέχνες και έργα που θα εκδήλωναν εικαστικά το είδος της αποκαλούμενης από τον ίδιο «ωμής τέχνης», η οποία ήταν προϊόν έγκλειστων σε ψυχιατρικά ιδρύματα, εκφραστικά αποτυπώματα εσωτερικών κραυγών και ψυχικής διαταραχής, που απείχαν βέβαια από τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα.
Ο Ντυμπυφέ διάκρινε στην τέχνη του περιθωρίου και του πεζοδρομίου μία αυθεντική δημιουργική παρόρμηση, ικανή να παράγει σημαντικά και ιδιότυπα έργα τέχνης. Είχε πειστεί πως έργα τέχνης που παρήγαγαν αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες ή ψυχασθενείς ή ακόμα και παιδιά είχαν μεγάλη αξία. Προυπόθεση η δημιουργία έξω από τα όρια των σχολών καλών τεχνών, που εγκλώβιζαν κατά την γνώμη του το ελεύθερο από την φύση του καλλιτεχνικό πνεύμα με μεθοδικούς κανόνες και εκφραστικά κλισέ.
Το 1947 πούλησε την επιχείρησή του και μετά πραγματοποίησε τρία ταξίδια στη Σαχάρα και πολυάριθμες εκθέσεις, με τις οποίες απόκτησε διεθνή φήμη και αναγνώριση. Στα πλαίσια της έκθεσης έργων του στο Σικάγο το 1951, έδωσε διάλεξη με τίτλο «Θέσεις Αντικουλτούρας» / «Anticultural Positions», ένα είδος ατομικού μανιφέστου, προβάλλοντας τις αντιλήψεις του ενάντια στα καθιερωμένα πρότυπα της δυτικής τέχνης. Στην δεκαετία του 1960 ο Ντυμπυφέ, πειραματίστηκε και με την μουσική σύνθεση, ολοκληρώνοντας ορισμένους εκκεντρικούς μουσικούς δίσκους. Το 1962 ξεκίνησε η σημαντικότερη ίσως δημιουργική περίοδος του, κατά την οποία ολοκλήρωσε μία σειρά έργων με το γενικό τίτλο «Κύκλος Hourloupe». Τα επόμενα χρόνια δημιούργησε αρκετές λιθογραφίες, αρχιτεκτονικές κατασκευές και γλυπτά όπως η «Ομάδα των τεσσάρων δέντρων» (Groupe de quatre arbres) στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, έργο που ολοκληρώθηκε το 1972.
Μετά την ίδρυση του Ιδρύματος Ντυμπυφέ (Dubuffet Foundation) στην περιοχή Périgny-sur-Yerres τον Νοέμβριο του 1974 και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Ντυμπυφέ παράμεινε δραστήριος και συνέχισε το έργο του, επιστρέφοντας στην ζωγραφική και το σχέδιο..
Στην σύνθεση του «Καρέκλα» του 1969 διαφαίνεται ο προβληματισμός του για την σχέση ζωγραφικής και γλυπτικής, για τα όρια μεταξύ ιδεατής και υλικής πραγματικότητας. Το γλυπτό στην περίπτωση της καρέκλας, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι πια ένα πνευματικό προϊόν, αλλά ένα καθόλα υλικό αντικείμενο που του προσφέρεται για να καθίσει. Εντυπωσιακή είναι η κατασκευή του «Jardin d’émail» το 1974, συνολικής επιφάνειας 600 τ. μέτρων, στο Rijksmuseum Kröller-Müller, Otterlo της Ολλανδίας. Ο Ντυμπυφέ πέθανε το 1985 στο Παρίσι.
Η ταινία που γυρίστηκε το 2021 στο πλαίσιο της αναδρομικης έκθεσης «Jean Dubuffet: Brutal Beauty» στο Barbican Centre, σε σκηνοθεσία της Sophia Loren Heriveaux αποτέλεσε ένα καίριο σημείο αναφοράς της κοινής αισθητικής αντίληψης που είχε με τα έργα του ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Η έκθεση αυτή ήταν μία από τις πρώτες μεγάλες έρευνες του έργου του Ζαν Ντυμπυφέ, παρουσιάζοντας τέσσερις δεκαετίες της καριέρας του. Η ταινία μικρού μήκους διερευνά τους παραλληλισμούς μεταξύ του έργου των δύο καλλιτεχνών καθώς και τις πνευματικές, καλλιτεχνικές και διανοητικές τους συνδέσεις.
Ο μεν Ντυμπυφέ καταγόταν από το Παρίσι και κυριάρχησε στην καλλιτεχνική σκηνή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με αυτό που ονόμασε «Art Brut», ωμή τέχνη, μια ρήξη με τις συμβατικές ιδέες. Ο δε Μπασκιά μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970 και έφερε την underground σκηνή στα μουσεία με την πρώτη του έκθεση «New York / New Wave» το 1981. Οι δύο καλλιτέχνες είχαν εξήντα χρόνια διαφορά ηλικίας, αλλά εντυπωσιακά παρόμοια οπτική αντίληψη για την έννοια της τέχνης. Και οι δύο ήταν άγρια, επαναστατικά, αυτοδίδακτα πνεύματα της εποχής τους και είχαν μια βαθιά επιθυμία να εξερευνήσουν το αντισυμβατικό και να βιώσουν την επιτυχία των απόψεων τους. Δύο καλλιτέχνες που τόλμησαν να εξερευνήσουν το αντισυμβατικό.
Η παλινωδία που παρατηρείται σε ανήσυχους καλλιτέχνες όπως Ζαν Ντυμπυφέ, ο οποίος αμφισβητεί, αποσύρει και επαναφέρει το ενδιαφέρον του για την ζωγραφική, όχι μια και δυο φορές στη διάρκεια της ζωής του, είναι χαρακτηριστική. Είχε περάσει τα σαράντα του χρόνια όταν αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην τέχνη του και ακόμα και τότε αναζητούσε αλλότροπες διεξόδους στο κοσμογονικό τοπίο της μοντέρνας έκφρασης.