Γράφει η Μαρία Δήμου
«Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» (του 1978), είναι η δεύτερη κινηματογραφική ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου αλλά και το δεύτερο κατά σειρά «μεγάλο» έργο του μετά «Τα Χρώματα της Ίριδος» (του 1974).
Με μια ονειρεμένη φωτογραφία για ακόμη μια φορά και εδώ συγκεκριμένα με εκείνη του Ανδρέα Μπέλλη, ο πολύκαρπος σκηνοθέτης μετέφερε στην κατάμαυρη κωμωδία του (δικού του σεναρίου) την έμπνευσή του από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλμπέρ Κοσερί του 1948 (με γαλλικό τίτλο: «Les Fainéants dans la vallée fertile»). Η ταινία απέσπασε βραβεία καλύτερης ταινίας από το φεστιβάλ ταινιών της Θεσσαλονίκης και του Λοκάρνο, αλλά και παγκόσμια φήμη και ποιοτική αναγνώριση έως και σήμερα.
Ένας πατέρας (Βασίλης Διαμαντόπουλος) με τους τρεις ενήλικους γιους του (Δημήτρης Πουλικάκος, Νικήτας Τσακίρογλου και Γιώργος Διαλεγμένος), κληρονομούν μια έπαυλη στην εξοχή και απομακρύνονται επ’ αορίστου από την αστική καθημερινότητα.
Πλάι τους, βρίσκεται η υπηρέτρια (Όλγα Καρλάτου) που με την ζωτικής σημασίας βοήθειά της στις καθημερινές μετακινήσεις μέσα στο σπίτι και τις ερωτικές της υπηρεσίες στους τέσσερις άντρες, δίνει μια αχτίδα φωτός στο θεοσκότεινο ψυχολογικό τούνελ των πρωταγωνιστών, ενώ ταυτόχρονα συντηρεί με την συμβολή της την νοσηρή τους κατάσταση.
«Ήρθαν τα παιδιά!», είναι η ατάκα της υπηρέτριας στα πρώτα λεπτά της ταινίας, ακολουθώντας η άφιξη τριών μαντράχαλων σε ένα ονειρικό αρχοντικό στην μέση του πουθενά, που τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Με μια συγκλονιστική, μελαγχολική φωτογραφία και σκηνογραφία και επανειλημμένες νωχελικές κινήσεις της κάμερας, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αφότου οριοθετήσει τον χώρο της ιστορίας του, αφηγείται ένα απρόσμενα γρήγορο πέρασμα χρόνου, μέσα στον οποίο οι χαρακτήρες σταδιακά φθείρονται και παραγκωνίζουν με ολόμαυρο χιούμορ την προσωπικότητα και τα όνειρά τους.
Για επτά ολόκληρα χρόνια, οι άντρες παραμένουν έγκλειστοι σε ένα πελώριο για τις δυνατότητές τους σπίτι, κάνοντας με το πέρας των λεπτών της ταινίας, ολοένα και λιγότερες κινήσεις. Σηκώνονται από το κρεβάτι μόνο για την ανάγκη και το γεύμα τους. Αργότερα πάλι, δυσκολεύονται να κάνουν ακόμη κι αυτό καλώντας την υπηρέτρια πάνω στο δωμάτιό τους για να αναλάβει το τάισμά τους.
Όλο τον υπόλοιπο καιρό πέφτουν σε βαθύ ύπνο, τον οποίο ελάχιστοι έως και μηδαμινοί παράγοντες έχουν την δυνατότητα να κλονίσουν. Ο μεγαλύτερός τους φόβος δε, είναι αναμφίβολα η ατελείωτη σκάλα που πρέπει να ανεβοκατεβαίνουν κάθε φορά που πρέπει να κάνουν τα βασικά της ημέρας: τουαλέτα, φαγητό και -φυσικά να μην ξεχνάμε- το φρούτο!
Ο μικρότερος αδερφός και βασικό ερωτικό ενδιαφέρον της υπηρέτριας, παίρνει τον ρόλο του τρελόπαιδου. Βαθιά επαναστατική ψυχή και μονίμως ανήσυχος να δει κάτι παραπέρα από τον δρόμο που έχει χαράξει ο πατέρας του για εκείνον και τα αδέρφια του, εκφράζει δειλά την επιθυμία του να φύγει στην πόλη και να δουλέψει.
Οι οικογένειά του φυσικά, όταν έρθει εκείνη δυσβάσταχτη στιγμή της ανακοίνωσης, κάπου ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνιο τους, δηλώνουν φανερά την απογοήτευσή τους, δείχνοντάς τον με το δάχτυλο, ως αληθινό προδότη. Είναι σίγουρα τρελός. Πέρα από την στεναχώρια που θα προκαλέσει με αυτή του την απόφαση στον πατέρα του, θα αναγκαστεί να ξυπνάει κάθε μέρα στις 4:00 το πρωί και να μετακινείται μόνος του, δίχως -κυριολεκτικά- τις πλάτες της υπηρέτριας.
Αντικατοπτρίζοντας την πλήρη ραθυμία, ο Παναγιωτόπουλος παρομοιάζει την πρωταγωνιστική οικογένεια με μια ολοκληρωτικά κοιμισμένη κοινωνία, που αρνείται να ανταπεξέλθει. Άλλοι πάλι, θεώρησαν πως το έργο του δεν αποτελεί τίποτα παρά μια αφοριστική καταγγελία απέναντι στην μεγαλοαστική τάξη. Οκνηρία, ο σταδιακός θάνατος ενός έθνους, είναι η αλληγορία του σκηνοθέτη. Και στην θέασή του αυτό είναι κατηγορηματικά αποκρουστικό. Ιδίως όταν πρόκειται για κάτι παντοτινά επίκαιρο.
«Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» (1978), Νίκος Παναγιωτόπουλος