Διήγημα του Φίλιππου Παπαδημητρίου
Το καλοκαίρι του 1965, δηλαδή αμέσως πριν πάω στη β’ δημοτικού, μέναμε, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, με τη γιαγιά μου στην Αγία Παρασκευή. Κάποια μέρα ο αδελφός μου, λίγα χρόνια μεγαλύτερος από μένα, αποφάσισε να οργανώσει στράτευμα και, όλως συμπτωματικώς, απένειμε στον εαυτό του τον βαθμό και τίτλο του στρατάρχη. Είχε, πάντως, έτοιμη φτιαγμένη και μια στραταρχική ράβδο, γεγονός που ενίσχυσε τις υποψίες των υπολοίπων ότι, τελικά, και η… αυτο-απονομή του ανάλογου τίτλου δεν υπήρξε εντελώς τυχαία.
Εκείνο το πρωί λοιπόν, κάλεσε κοντά του όλα τα παιδιά της γειτονιάς που γνώριζε, καμιά ντουζίνα συνολικά (δηλαδή όχι μόνο τους στενούς του φίλους), φυσικά κι εμένα, και με ασυνήθη επισημότητα, μας ανακοίνωσε τον σχηματισμό… στρατεύματος! Άρχισε, μάλιστα –αμ’ έπος, αμ’ έργον– να μοιράζει βαθμούς.
«Εσύ, Δημήτρη, στρατηγός… εσύ, Άγγελε, ταξίαρχος… εσύ, Αλέκο, συνταγματάρχης… εσύ…»
Από ένα σημείο κι έπειτα, τα υπόλοιπα παιδιά άρχισαν να διαμαρτύρονται φωνάζοντας, τραβώντας και σκουντώντας τον, σε διεκδίκηση κάποιου αξιοπρεπούς, τέλος πάντων, βαθμού. Έτσι απένειμε όλους τους βασικούς βαθμούς, από τον στρατηγό μέχρι και τον δεκανέα, με μερικούς από τους… συμπολεμιστές του, παρόλα αυτά, να έχουν μείνει με την έκφραση της απογοήτευσης αποτυπωμένη στο πρόσωπό τους. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας στάθηκε έντονα προβληματισμένος μπροστά σε δύο εναπομείναντες, οι οποίοι δεν είχαν συμμετάσχει στις διαμαρτυρίες και στο ιδιότυπο αυτό μοίρασμα, ή μάλλον δεν είχαν ακουσθεί καθόλου: τον νεότερο όλων, δηλαδή τον γράφοντα, και ένα αγόρι περίπου στην ηλικία του αδελφού μου, αλλά χαζοβιόλικο και με χαρακτηριστική την αδυναμία του να προφέρει το ‘ρ’. Μάλλον, το πρόφερε, όχι όμως με την άκρη της γλώσσας να ακουμπά στιγμιαία στο μπροστινό τμήμα του ουρανίσκου, αλλά με τη ράχη της να αγγίζει το πίσω τμήμα του και τη σταφυλή σε παλμό. Για κακή του τύχη (τι περίεργη, στ’ αλήθεια σύμπτωση!…) ονομαζόταν Γρηγόρης Καρδαράς!
Για να προλάβει οποιαδήποτε διαμαρτυρία εν τω γεννάσθαι, ο ‘στρατάρχης’ μας εξήγησε σοβαρά ότι ένας στρατός δεν μπορεί να έχει μόνο βαθμοφόρους: απαιτούνται και οπλίτες! Έτσι, εγώ και ο… Γ’γηγόγης ο Καγδαγάς θα φέραμε επαξίως τον τιμημένο βαθμό του απλού στρατιώτη! Σε κανέναν απ’ τους δυο δεν άρεσε αυτό, αλλά, και υπό τις αυστηρές, πιεστικές φωνές των υπόλοιπων, υποκύψαμε. Ο ψευτο-στρατάρχης συγκάλεσε κατόπιν τους αξιωματικούς του σε πολεμικό συμβούλιο, ενώ εμένα και τον συστρατιώτη μου μας τοποθέτησε σε δύο υποτιθέμενες σκοπιές, εκείνον στη μουριά κι εμένα στο πηγάδι με τη συκιά, πέντε μόλις μέτρα παραπέρα, στη νότια μάντρα της αυλής. Πήραμε απρόθυμα και μουρμουρίζοντας τα όπλα μας (πλαστικά τουφέκια, αγορασμένα απ’ το τοπικό πανηγύρι του Προφήτ’ Ηλία) και πήγαμε στα πόστα μας.
Εγώ από μέσα μου έβραζα για την αδικία που μου είχε επιφυλάξει ο αδελφός μου, δεν μπορούσα να την καταπιώ με τίποτε! Έτσι, κάποια στιγμή που βρέθηκε για λίγο μόνος του, παράτησα τη σκοπιά μου και κατευθύνθηκα οργισμένος προς το μέρος του.
«Στρατιώτη, γιατί εγκατέλειψες τη θέση σου; Κινδυνεύεις με στρατοδικείο γι αυτό! Ακόμη και να τυφεκισθείς!» Έκανε αυστηρά. Δεν αποθαρρύνθηκα.
«Άκου να σου πω!…» διαμαρτυρήθηκα χωρίς φωνές, αλλά κατηγορηματικά. «Είμαι αδελφός σου, δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Δε μ’ αρέσει να ‘μαι απλός στρατιώτης, θέλω κι εγώ βαθμό!» Εκείνος εξάντλησε ολόκληρο το οπλοστάσιό του από επιχειρήματα, αλλά παρέμενα αμετάπειστος, απειλώντας τον με αποχώρηση. Έτσι, ενέδωσε στις πιέσεις μου πριν αντιληφθούν οι υπόλοιποι και κυρίως ο μοναδικός συστρατιώτης μου, τι ακριβώς συζητούσαμε.
«Καλώς…» είπε στο τέλος ο αδελφός μου, μάλλον χαμηλόφωνα και ρίχνοντας στον Γ’γηγόγη κλεφτές ματιές. «Λοιπόν, σε ονομάζω… υποδεκανέα πεζικού. Αλλά –πού ‘σαι;– θα συνεχίσεις να κάνεις σκοπιές! Μόνο μ’ αυτό τον όρο! Εξηγηθήκαμε;»
Δέχτηκα το συμβιβασμό και επέστρεψα στη σκοπιά μου. Λίγο μετά όμως μια φρικτή υποψία εμφανίστηκε στο προσκήνιο της συνείδησής μου: μήπως ο αδελφός μου με είχε ονομάσει υποδεκανέα (τι σόι βαθμός ήταν αυτός;) μόνο και μόνο για να με ξεφορτωθεί; Είχα τώρα πραγματική εξουσία, ναι ή όχι; Ένας και μόνο τρόπος υπήρχε για να το διαπιστώσω: θα έδινα στον Γ’γηγόγη, ως ανώτερός του, μία διαταγή! Αμέσως τον πλησίασα στη σκοπιά του, ύψωσα το κεφάλι μου για να τον βλέπω κατά πρόσωπο και του είπα αυστηρά.
«Είμαι υποδεκανέας και είσαι απλός στρατιώτης! Σε διατάζω να σταθείς αμέσως στο ένα πόδι μέχρι να σου πω εγώ στοπ!» Εκείνος με κοίταξε περιφρονητικά.
«Α, παγάτα με, γε σπόγε!…»
Επανέλαβα τη διαταγή μου με δυνατότερη φωνή. Δεν υπάκουσε. Την ξαναεπανέλαβα. Και πάλι την αγνόησε, οπότε και έβαλα τις φωνές. Προφανώς για να αποφευχθεί το σκάνδαλο, ο αδελφός μου, με αποτυπωμένη την έκφραση της έντονης ανησυχίας στο πρόσωπό του, κατέφθασε χωρίς χρονοτριβή συνοδευόμενος από τον συνταγματάρχη και τον λοχία – οι υπόλοιποι, Κύριος οίδε πού βρίσκονταν σκορπισμένοι.
«Τον διατάζω να κάνει κάτι και δεν το κάνει! Είναι ψεύτικος ο βαθμός που μου ‘δωσες! Να τον πάρεις πίσω και να μου δώσεις έναν αληθινό!» Ξεσήκωσα τον τόπο απ’ τις φωνές.
Έχοντάς τα χαμένα, αδελφός μου προσπάθησε να δράσει κατευναστικά κάνοντάς μου συνεχή προς τούτο νοήματα, ενώ ο συνταγματάρχης κι ο λοχίας απλώς παρακολουθούσαν. Ο Γ’γηγόγης παρέμενε ανένδοτος.
Τελικά, και προκειμένου να αποφύγει το πικρό ποτήρι της αποσύνθεσης του στρατού του, ο ‘στρατάρχης’ παρακάλεσε τον ‘στρατιώτη’ να σταθεί για λίγο στο ένα πόδι. Και χρειάστηκαν πολλά παρακάλια, ώστε, τελικά, να το πετύχει. Σε λίγο έμεινα και πάλι μόνος με το κόκκινο από θυμό, κουτό παιδί που φύσαγε και ξεφύσαγε, εκείνο να φυλάει τη μουριά, την πολυθρόνα του σκηνοθέτη που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου τα κυριακάτικα πρωινά και μια μικρή πορτούλα εκεί παραδίπλα, κι εγώ το πηγάδι και τη συκιά. Πολύ σύντομα όμως ζεστάθηκα και βαρέθηκα.
«Κοίτα, κάτσε ανάμεσα στις δύο σκοπιές και φύλα τες και τις δυο! Εγώ πάω σε σοβαρή αποστολή…» είπα με βλοσυρό ύφος και αποχώρησα, χωρίς να του δώσω χρόνο να αντιδράσει.
Λιγότερο από μία ώρα απ’ την ίδρυσή του, ο στρατός του αδελφού μου όδευε νομοτελειακά προς διάλυση, υπονομευμένος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι στρατοί, από τα κατώτατα στελέχη του…
Who is who
Ο Φίλιππος Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στην γενέτειρά του και, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, Μεθοδολογία της Διδακτικής στο Λονδίνο και Περιγραφική / Ιστορική Γλωσσολογία στη Γλασκώβη. Εργάζεται για περισσότερο από τριάντα χρόνια στην ξενόγλωσση εκπαίδευση, τα τελευταία δέκα πέντε εκ των οποίων σε δημόσια σχολεία της Μεσσηνίας, με την οποία τον συνδέουν σχέσεις καταγωγής.
Έχει διδάξει σε αστυνομικές και στρατιωτικές σχολές, αγγλόφωνα κολλέγια, επαγγελματικές σχολές και φροντιστήρια, αλλά και για πολλά χρόνια στην Ελληνογαλλική Σχολή ”Άγιος Ιωσήφ”, το αρχαιότερο ιδιωτικό σχολείο στην Ελλάδα. Λογοτεχνικά και πολιτικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο της Αθήνας και της Μεσσηνίας, ενώ ανάμεσα στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται η μουσική, το σκάκι και η ζωγραφική. Έχει μια κόρη, τη Σοφία, η οποία σπουδάζει Ψυχολογία.
Ζει μόνιμα στην Καλαμάτα.