Ομαδική έκθεση με τίτλο «5» παρουσιάζεται στη Φωκίωνος Νέγρη 16 -διοργάνωση και επιμέλεια: Ελισάβετ Σακαρέλη.
Στην έκθεση συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Χριστόφορος Κατσαδιώτης (με την τρομώδη, φαρσική εικονοποιία του), ο Αλέκος Κυραρίνης (με την αυστηρή, εγκλωβιστική πνευματικότητά του), ο Εμμανουήλ Μπιτσάκης (με τον ειρωνικό αντιρεαλισμό του ανατομικού ρεαλισμού του), ο Αχιλλέας Παπακώστας (με τις αφηρημένες σκηνογραφίες απτών αισθημάτων) και ο Αντώνης Στάβερης (με τον αλλόκοτα οικείο κόσμο του).
Μια αναπάντεχη, μια σημαντική συνάντηση πέντε εικαστικών καλλιτεχνών της ίδιας γενιάς, όπου ο καθένας τους έχει ήδη διαγράψει την πορεία του, έχει ήδη διαμορφώσει την ιδιοπροσωπία του, τις εμμονές και τους κώδικές του.
H ιστορικός τέχνης, Ελισάβετ Πλέσσα σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης:
«Μέσω της εξάρθρωσης μορφών και δομών, με την κυριαρχία της ήρεμης ομορφιάς σε χώρους οικείους, με την ανατροπή του απόλυτου ρεαλισμού, με ανησυχητικές συναρμογές αλλόκοτων πλασμάτων και ίχνη προσωπικών σημειολογιών, ο Παπακώστας, ο Στάβερης, ο Μπιτσάκης, ο Κατσαδιώτης και ο Κυραρίνης επιχειρούν κάθε φορά να αποκαλύψουν κρυμμένες όψεις του κόσμου, να προσεγγίσουν εκείνο που διακρίνουν πέρα από το ορατό».
Ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Για 15 χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, την τηλεόραση και στον περιοδικό τύπο. Σπούδασε χαρακτική στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με καθηγητές τούς Ξενοφώντα Σαχίνη και Μανόλη Γιανναδάκη. Έχει πραγματοποιήσει έντεκα ατομικές και έχει συμμετάσχει σε πολλές διεθνείς ομαδικές εκθέσεις, ενώ έχει βραβευτεί τρεις φορές για το χαρακτικό του έργο. Από τις σημαντικότερες ατομικές, ξεχωρίζουν οι εκθέσεις στο Μουσείο Χαρτιού Duszniki Zdrόj στην Πολωνία (2012) και στο Μουσείο Brut Art, Halle Saint Pierre, στο Παρίσι (2015) με τίτλο «Η εκδίκηση της Κοκκινοσκουφίτσας».
Η τελευταία του έκθεση στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2017, στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Χαρακτικά του έχουν χρησιμοποιηθεί σε βιβλία των εκδοτικών οίκων: Gutenberg, Διάττων, Μανδραγόρας, Πολύτροπον, Κέδρος, Μελάνι, Μπαρτζουλιάνος. Από το 2013 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και παράλληλα αρθρογραφεί στον ελληνικό τύπο για τα εικαστικά δρώμενα εκεί. Tο 2015, τα θέατρα Eurydice, Zérο και Théâtre du Cristal του Παρισιού, χρησιμοποίησαν χαρακτικά του έργα για την προβολή των παραστάσεων τους. Είναι μέλος της Ένωσης Χαρακτών και του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών Ελλάδος. Ζει και εργάζεται στο Παρίσι και στην Αθήνα.
Ο Αλέκος Κυραρίνης γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα και μεγάλωσε στον τόπο καταγωγής του, την Τήνο. Εργάστηκε με τον μαρμαρογλύπτη πατέρα του Γιάννη Κυραρίνη από την ηλικία των έντεκα ετών μέχρι και την εισαγωγή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1997.Φοίτησε στην Α.Σ.Κ.Τ. από το 1997 έως και το 2003, με καθηγητή τον Γιάννη Ψυχοπαίδη. Έχει εικονογραφήσει τα βιβλία: Ημερολόγιο Ομίλου ALPHA (2003), Επαληθεύοντας τη νύχτα, Δημήτρης Αγγελής, Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, (Αθήνα 2011), Encima del subsuelo /Πάνω απ΄το υπέδαφος, Κώστας Βραχνός, περιορισμένη έκδοση (Αθήνα 2012), Τεύχη 1,2,3 περιοδικού «Νέα Ευθύνη», Σταλάγματα από τα κεραμίδια, Ιερομόναχος Αντώνιος Ρωμαίος (Εν πλω, Αθήνα 2015), Tεύχος 1 περιοδικού «Ανθίβολα» (2017), «Διψώ για ένα ζωντανό νερό», Μοναχός Ιωάννης (Εν Πλω, Αθήνα 2018). Συνεργάζεται με το περιοδικό «Φρέαρ» και με τον πολιτιστικό χώρο «Baumstrasse».
Έχει εκδώσει ένα μικρό δοκιμιακό βιβλίο για τη ζωγραφική με τίτλο «Οι ερωτήσεις της Νεφέλης», Μικρός Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 2011. Έχει πραγματοποιήσει δεκαέξι ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ιταλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ο Εμμανουήλ Μπιτσάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (1996-2001). Το 2001, με υποτροφία του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα, έμεινε δύο μήνες στην Κοπεγχάγη για ελεύθερη καλλιτεχνική εργασία. Έχει πραγματοποιήσει πέντε ατομικές εκθέσεις, έχει συμμετάσχει σε art fairs και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έργα του ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ο Αχιλλέας Παπακώστας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Σπούδασε στη Σχολή Κάλων Τεχνών της Θεσσαλονίκης (1988-1989) και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (1989-1995) με καθηγητές τον Παναγιώτη Τέτση και τη Ρένα Παπασπύρου. Συνέχισε τις σπουδές του στην École nationale supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι με καθηγητή τον Vladimir Velickovic (1996-1998) με υποτροφία του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Στην Ελλάδα έχει αποσπάσει το 1ο Βραβείο του Ιδρύματος Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου (1995), το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» του Υπουργείου Πολιτισμού (1998) και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για νέο ζωγράφο κάτω των 40 ετών (2004) και στη Γαλλία το Grand Ρrix του διαγωνισμού Paul Louis Weiller του Ιnstitut de France (1997). Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει τρεις ατομικές εκθέσεις σε Ελλάδα και Κύπρο και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ο Αντώνης Στάβερης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1992-1998) με καθηγητή τον Δημήτρη Μυταρά. Το 1998 συμμετείχε στο πρόγραμμα Erasmus στην École nationale supérieure des Beaux-Arts στο εργαστήριο του Vladimir Velickovic. Από το 2001 έως το 2009 συνεργάστηκε με την Ομάδα Τέχνης «Σημείο». Το 2010 κέρδισε το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για νέο ζωγράφο κάτω των 40 ετών. Κατά την περίοδο 2010-2011 διέμενε και εργάζονταν στη Cité internationale des Αrts Paris στη Γαλλία.
Ο τίτλος “The artist and his model”, όπως και ο αντίστοιχος του “The painter and his model”, αν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τον Pablo Picasso για ένα μεγάλο αριθμό έργων και σχεδίων του, σε όλη σχεδόν την καλλιτεχνική του πορεία, χαρακτηρίζουν μια ολόκληρη ενότητα έργων που δημιουργήθηκαν από γνωστούς και άγνωστους καλλιτέχνες που δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό της αναπαράστασής τους μαζί με το μοντέλο τους.
Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Σε ένα από τα ομότιτλα έργα που δημιούργησε ο Picasso, κατά την παραμονή του στην Avignon τον Ιούνιο του 2014, το “Painter and his model”, βλέπουμε το ζωγράφο με το μοντέλο του στο στούντιο, με εμφανή τα στοιχεία που υποδεικνύουν το χώρο, όπως η παλέτα και ο μουσαμάς στο καβαλέτο.
Ο ζωγράφος καθισμένος, σε μια στάση που θυμίζει το έργο “The Smoker” του Cezanne, εξετάζει το μοντέλο, την ερωμένη του Eva Gouel, που δυστυχώς πέθανε το επόμενο έτος. Αυτό είναι το μόνο γνωστό πορτρέτο της, το οποίο ίσως εξηγεί και το γιατί δεν παρουσιάστηκε ποτέ δημόσια όσο βρισκόταν εν ζωή ο ζωγράφος.
Στο έργο Artist and is his model, 1926, o Pablo Picasso, προσπαθεί να εκφράσει την περιπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ του ζωγράφου και του μοντέλου του. Με κυρίαρχο το γκρι χρώμα, οι φόρμες από τα αντικείμενα και τις φιγούρες συνδέονται μεταξύ τους με αλληλένδετες καμπύλες γραμμές. Ο καλλιτέχνης βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του έργου ενώ το μοντέλο στην αριστερή με αξιοσημείωτες τις εντυπωσιακές αναστροφές της προοπτικής που μεταβάλλουν τις αναλογίες του γυναικείου σώματος δημιουργώντας ακραίες μεταμορφώσεις.
Ο Pablo Picasso ήταν ήδη 83 ετών το 1963, όταν δημιούργησε τα τρία έργα της σειράς The Painter and his model (1963 – 1965), επανερχόμενος στο αγαπημένο του θέμα και αντιμετωπίζοντας το καθένα από αυτά με ιδιαίτερη ένταση. Το συγκεκριμένο θέμα απεικονίζεται τόσο στα πρώτα του κλασσικά έργα όσο και σε πολλά από τα επόμενα, σε διάφορες εκδοχές και διαφορετικό ύφος.
Η δημιουργική διαδικασία που ακολουθούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια, χαρακτηριζόταν από μια εντατική, σχεδόν ψυχαναγκαστική παραγωγή έργων, που σήμαινε να ολοκληρώνει ο ζωγράφος δύο καμβάδες την ημέρα. Ο ίδιος συνέβαλλε στην επανάσταση στη σύγχρονη ζωγραφική, μέσα από έναν εικαστικό διάλογο που ο ίδιος καθιέρωσε με τους παλιούς δασκάλους για την εκπροσώπηση ενός κλασικού θέματος στην ιστορία της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.
Μεταξύ 1963 και 1965, επικεντρώνεται στη δημιουργία μιας διαδικασίας που ουσιαστικά μιλάει για τη σχέση του καλλιτέχνη με τη ζωγραφική, τον ζωγράφο σε σχέση με την εκπροσώπηση του μοντέλου.
Μεταξύ 1919 και 1921, ο Edvard Munch δημιούργησε τη σειρά των έργων The Artist and his model. Στην ιστορία της τέχνης, το συγκεκριμένο θέμα εμπεριέχει συνήθως ένα ερωτικό υπόβαθρο, αυτό όμως που ουσιαστικά ενδιαφέρει τον Munch είναι κυρίως η σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Η συνένοχος του Munch είναι το μοντέλο του, η Annie Fjeldbu, και ο τόπος των συναντήσεων τους είναι η κρεβατοκάμαρα του στο σπίτι του. Αντί λοιπόν, να μεταφέρει μια ερωτική ατμόσφαιρα, ο Munch εξετάζει την απόσταση μεταξύ των χαρακτήρων.
Η ερωτική επιθυμία του άνδρα και της γυναίκας, παραμένει μια ουτοπία του ενός για τον άλλο. Παρ ‘όλα αυτά, αυτή η σειρά των έργων του, χαρακτηρίζεται από ένα ζωντανό ζωγραφικό ύφος που τα ξεχωρίζει από τα προηγούμενα με θέμα τις σχέσεις μεταξύ των φύλων.
Στο έργο του Henri Matisse, The Artist and His Model, 1919, υπάρχουν συγκεντρωμένες οι αλλαγές που άρχισαν να διαφαίνονται στο ύφος και την μέχρι τότε τεχνική του ζωγράφου. Εκτός από τις τεχνικές λεπτομέρειες, όπως το χρώμα και η υφή του, διακρίνονται αλλαγές στα περιβάλλοντα που χρησιμοποιεί, αλλά και στον τρόπο που τοποθετεί τα μοντέλα του. Άρχισε να ζωγραφίζει σε μικρά αυτοσχέδια στούντιο που είχαν εγκατασταθεί σε δωμάτια ξενοδοχείων και τα προτιμούσε από το μεγάλο στούντιο του στο Issy ή το παλιό του στούντιο στο Παρίσι, στο Quai Saint-Michel.
Η σαγηνευτική αποτύπωση του μοντέλου του εδώ, θα έπρεπε σίγουρα να συγκριθεί με αυτή του έργου του Carmelina, 1903 και δείχνει ένα καινούριο και πιο οικείο συναίσθημα για τις φυσικές, αυθόρμητες θέσεις της γυναικείας μορφής αποδεικνύοντας πως οι ζωγραφικές ικανότητες του Matisse είναι τέτοιες που μπορεί να δημιουργήσει και χωρίς την αυθαίρετη δυσκαμψία των συμβατικών θέσεων του μοντέλου στο στούντιο.
Ο Baltus, έμεινε στην ιστορία της τέχνης κυρίως για τα έργα του που είχαν σαν θέμα τους, νεαρά κορίτσια που πόζαραν μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας σε στάσεις διφορούμενες, αινιγματικές ή υπαινικτικές ή και τα δύο. Μερικές φορές υπήρχαν πιο εμφανή σεξουαλικά στοιχεία που άρχισαν να προκαλούν σκάνδαλα, ήδη από την πρώτη ατομική του έκθεση.
Στο έργο του Painter and his Model, 1981, τραβώντας την κουρτίνα που καλύπτει το παράθυρο, ο “ζωγράφος” φαινομενικά γυρίζει την πλάτη του στο “μοντέλο” του και αφήνει το φως να πέσει πάνω στη φιγούρα της μισογονατισμένης έφηβης που διαβάζει, αποκαλύπτοντάς την και κατά τη γενική του συνήθεια αποκαλύπτοντας και τη σκηνή που παίζεται ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες.
Η μελαγχολία είναι εμφανής στην ακινησία του θέματος που τοποθετείται σε φόντο απαλών αποχρώσεων απεικονίζοντας τη παράξενη σχέση ενός ζωγράφου με γυρισμένη την πλάτη, του οποίου υποθέτουμε την ιδιότητά μιας και δεν υπάρχουν πινέλα ή καβαλέτο και ενός εξίσου πιθανολογούμενου μοντέλου.
Ο ίδιος ο Balthus, δήλωσε το 1996, στον τεχνοκριτικό Michael Kimmelman (The New York Times): “Δεν καταλαβαίνω, γιατί οι άνθρωποι βλέπουν στα έργα μου, τα κορίτσια σαν Λολίτες. Τα μικρά μου μοντέλα είναι εντελώς “ανέγγιχτα” για μένα.
Κάποιος Αμερικανός δημοσιογράφος είπε ότι βρήκε το έργο μου πορνογραφικό. Τι εννοεί? Όλα είναι τώρα πορνογραφικά. Η διαφήμιση είναι πορνογραφική. Βλέπετε μια νεαρή γυναίκα να βάζει κάποιο προϊόν ομορφιάς που μοιάζει να σαν έχει οργασμό. Ποτέ δεν έκανα τίποτα πορνογραφικό. Εκτός ίσως από το “The Guitar Lesson”.”.
Όταν ο Picasso, έλεγε: “Η Τέχνη δεν είναι για διακόσμηση, η τέχνη πρέπει να είναι όπλο για μάχη”, το πιο πιθανό είναι να μην είχε στο νου του μόνο την Guernica και την κραυγή αγωνίας, που βγήκε μέσα από το έργο του αυτό. Μάλλον είχε, τη δύναμη που έχει η τέχνη κάθε μορφής (μουσική, κινηματογράφος, λογοτεχνία, ποίηση, εικαστικά) να σχολιάσει, να αντιδράσει, να κραυγάσει, να στείλει μαζικά μηνύματα.
Η Guernica, είναι ένα από τα έργα που στην ιστορία της τέχνης, εντάσσονται στη λεγόμενη “στρατευμένη” τέχνη. Η “στρατευμένη” τέχνη δεν αποτέλεσε ποτέ κίνημα.
Ξεκίνησε περισσότερο σαν ένα ρεύμα, που κυρίως επηρέασε και διαμόρφωσε τον Σουρεαλισμό και είχε κυρίαρχη θέση τόσο στη Μεξικάνικη όσο και στη Ρώσικη Επανάσταση.
Από μόνος του ο όρος έχει την ιδιαιτερότητα του συνδυασμού δύο διαφορετικών εννοιών, όπως το “στρατευμένη” που παραπέμπει σε οριοθετημένες καταστάσεις, συγκεκριμένους στόχους και μάχες κάθε είδους. Η τέχνη από την άλλη πλευρά είναι μια έννοια με μεγάλο εύρος και επιπλέον μπορεί, να περικλείσει την αισθητική, τηn σκέψη και την άποψη του καλλιτέχνη.
Η πολιτική και ο ακτιβισμός αποτελούν στοιχεία, που συνθέτουν τηn “στρατευμένη” τέχνη
Η πολιτική και ο ακτιβισμός αποτελούν στοιχεία, που συνθέτουν τηn “στρατευμένη” τέχνη, που στόχος της είναι να αφυπνίσει, να επικοινωνήσει και να ενδυναμώσει ένα μήνυμα επίκαιρο και σημαντικό. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται διάφορα εικαστικά μέσα, όπως παλαιότερα η ζωγραφική και οι τοιχογραφίες και σήμερα πιο σύγχρονα μέσα, όπως οι εγκαταστάσεις, το graffiti και οι performances.
Κάποιες φορές η πολιτική υπερισχύει, με αποτέλεσμα η τέχνη να σταματά να είναι “στρατευμένη”. Πάντα υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στα κοινωνικά συμβάντα και τον ίδιο τον καλλιτέχνη, που δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από τα δρώμενα κι αυτό φαίνεται στο έργο του. Μήπως όμως σ’αυτή την περίπτωση ο καλλιτέχνης καθίσταται απλός θεατής των πολιτικών θεμάτων ή το μόνο που καταφέρνει είναι αποκωδικοποιήσει κάποια από αυτά, μέσα από την τέχνη;
Ο Diego Rivera με τις μουσειακού μεγέθους και εμβέλειας τοιχογραφίες του, έγραψε το δικό του κομμάτι στην ιστορία της Μεξικάνικης επανάστασης. Μαρξιστής και επηρεασμένος από την Ρώσικη επανάσταση έδωσε μέσα από την τέχνη του ένα αντι-ιμπεριαλιστικό μήνυμα. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε αργότερα να δεχτεί ανάθεση εργασίας από τους Ford και Rockefeller στην καπιταλιστική και παρεμβατική Αμερική, που είχε αποτελέσει το στόχο της αντίδρασής του.
Η σύγχρονη performer, Marina Abramovic, με καταγωγή από τη Σερβία, στάθηκε επί ώρες σε ένα σωρό από κόκαλα καθαρίζοντάς τα με επιμέλεια ένα ένα χωριστά, πολιτικό σχόλιο σε έναν καταστροφικό πόλεμο.
Χώρες, όπως η Ιρλανδία με την πολλών χρόνων εμφύλια διαμάχη, δίνει βήμα για εικαστικά στρατευμένα μηνύματα στους τοίχους του Μπέλφαστ.
Σίγουρα η “στρατευμένη” τέχνη δεν έχει σαν πρώτο της μέλημα την αισθητική ή το αν θα “αρέσει” το έργο, πόσο μάλλον αν θα είναι εμπορικό. Εξάλλου τα θέματα που πραγματεύεται είναι σκληρά από την φύση τους. Πόλεμος, μετανάστευση, πείνα και τώρα η οικονομική κρίση που τείνει να παγκοσμιοποιηθεί.
Τα τελευταία χρόνια, στις μεγάλες εικαστικές διοργανώσεις, υπάρχει πια, θέση για το διαφορετικό που μπορεί ακόμη και να σοκάρει, αρκεί να θίξει τα κακώς κείμενα, που η έκτασή τους έχει λάβει τεράστιες κοινωνικές διαστάσεις και να αποτελέσει βήμα για διαμαρτυρία. Μια διαμαρτυρία, όχι απέναντι πια σε έναν συγκεκριμένο “εχθρό”, αλλά σε μια γενικότερη κρίση ιδεών και αξιών.
Και βέβαια η επικοινωνία των εικαστικών δρώμενων είναι ευκολότερη, πιο αντικειμενική και παγκόσμιας εμβέλειας και σ’αυτό βοηθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Είναι η δυνατότητα, που δίνεται στους μαχόμενους καλλιτέχνες, να επικοινωνήσουν παγκόσμια, το έργο τη δράση και την άποψή τους.
Είναι βέβαια αυτό αρκετό, για να αφυπνιστούν συνειδήσεις, μέσα από την τέχνη και να δωθούν λύσεις σε σημαντικά προβλήματα, που μαστίζουν την κοινωνία, όπως η ανεργία, η βία, η φτώχια, οι κοινωνικές αδικίες, ο ρατσισμός;
Το σημαντικό είναι πως η τέχνη πια, βγήκε έξω από τις γκαλερί, τα μουσεία και τις συλλογές και δίνει το χέρι της ενεργά στα κοινωνικά ζητήματα, μαχητική και ετοιμοπόλεμη.
Τα επόμενα χρόνια θα δείξουν, αν θα μπορέσουν, να υπάρξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα από τη δράση της “στρατευμένης” τέχνης. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ανάγκη για την ύπαρξή της στις μέρες μας, είναι μεγαλύτερη.
Σαν επίλογο, θα ήθελα να δανειστώ ένα κομμάτι, από το πάντα επίκαιρο δοκίμιο του Ελύτη “Ο κήπος με τις αυταπάτες”… Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι’αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ, δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. Όμως, γι’αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα.
Έρχομαι όχι μια αλλά εκατό φορές σ΄ένα οποιοδήποτε Verve στο La terre est blue comme une orange, στην Παρθένο της Σικίνου πριν να υπάρξει, στο Eau de Vervene, στο Poem in October, στον Ναυτίλο του Patek Philippe, στην Μικρή Πράσινη Θάλασσα.
Ακριβές μειοψηφίες, σπάνια βιβλία, ιδίως αν το χαρτί τους είναι Velin pur fil Lafuma ή πάπυρος του 1600, όπως τα βρίσκουμε στα παλαιοπωλεία των μικρών πόλεων της Ευρώπης. Έχουμε τόσο πολύ τριφτεί πάνω στην κοινωνία και το κοινωνικό ψεύδος που και η πιο σημαντική αλήθεια, ευθέως διατυπωμένη, φαίνεται παραδοξολογία…
Νύχτα. Μια γυναίκα καθισμένη στο πιάνο, ψάχνει να βρει τις νότες από ένα αγαπημένο μουσικό κομμάτι. Δυσκολεύεται. Πίνει λίγο αλκοόλ και συνεχίζει να ψάχνει. Ξαφνικά μια περίεργη γυναικεία φιγούρα σαν από μια άλλη μακρινή εποχή εισβάλλει στο χώρο. Είναι όνειρο;
Είναι μια θύμηση καταχωνιασμένη στα βάθη μιας συλλογικής μνήμης; Ανδρέας Εμπειρίκος, Γιώργος Σεφέρης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Μπέρτολτ Μπρέχτ, Μάνος Ελευθερίου, Πηνελόπη Δέλτα, Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μαρίζα Κωχ, Νότης Μαυρουδής, Ευανθία Ρεμπούτσικα, Kurt Weil, Βαγγέλης Φάμπας, Νίκος Παπάζογλου, Jackes Brel, Georges Brassens, Nino Rota, μπλέκονται γλυκά μέσα στο όνειρο της ηρωίδας.
Μια μουσικοθεατρική παράσταση που ανοίγει έναν διάλογο ανάμεσα στο «τότε» με το «τώρα» επιχειρώντας να αποδείξει πως οι «ρίζες» μας είναι βαθιές.
Σύνθεση κειμένων και σκηνοθεσία: Μαίη Σεβαστοπούλου
Τα χαρακτικά, οι υδατογραφίες και τα παστέλ της καλλιτέχνιδος Ρένας Τζολάκη, που παρουσίασε πρόσφατα στο κοινό στην αίθουσα Τέχνης ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ Καρτέρης, δημιουργούν τα σύνορα ενός κόσμου ολοκληρωμένου, πλαισιωμένου από τους κανόνες μιας έκδηλης ευαισθησίας αλλά και αυστηρής εγκράτειας, όπου η εξαιρετική και ευρηματική τεχνική συνυπάρχει με το πάθος της δημιουργίας, σε κάθε τελική και ολοκληρωμένη καλλιτεχνική έκφραση του έργου τέχνης.
Η καλλιτεχνική της δημιουργία συχνά περιστρέφεται σ’ ένα σύμπαν νεφελωμάτων και μεταμορφώσεων. Προβάλλει μπροστά στα μάτια μας ένας νέος κόσμος, που αν και διατηρεί τις ρίζες του σε αρχέγονες πηγές, αποδίδεται με ένα έγχρωμο συνονθύλευμα, που αντικατοπτρίζει όλη τη σεμνότητα και τη δύναμη της σύνθεσης. Η ισορροπία κυριαρχεί στα έργα της σε συνδυασμό με την δεινή ικανότητα χάραξής της.
Η τεχνική της κατάκτηση στην τεχνική της λιθογραφίας, όπως και η χρωματική παλέτα την οποία επιτυγχάνει με ευκολία σε κάθε τεχνική, αποδεικνύουν την καλλιτεχνική της ωριμότητα. Το αποτέλεσμα των έργων της φαντάζει αβίαστο αλλά και γοητευτικό. Διαθέτει την στόφα της αληθινής δημιουργού, η οποία αποκαλύπτει ολόκληρη την ομορφιά των συνθέσεων, τιθασεύοντας ακόμα και τις πιο σύνθετες τεχνικές για να αποδώσει στα έργα της την υπόσταση που επιθυμεί.
Ο Βασίλης Βασιλικός αναφέρει για την πρώτη ατομική της έκθεση στην Γκαλερί ASTOR , από τις 14 Δεκεμβρίου 1965 έως τις 2 Ιανουαρίου 1966. «…Η τεχνική κατάκτηση στην περιοχή της λιθογραφίας κι’ η χρωματική ωριμότητα στον χώρο της ακουαρέλας, μας επιβάλλουν τα γοητευτικά αποτελέσματα τους, αβίαστα, χωρίς να προδίνουν τη δημιουργική αγωνία του καλλιτέχνη …». Ήταν το πρώτο άρθρο που γράφτηκε για τη Ρένα Τζολάκη.
Στις δουλειές της κυριαρχεί μια χρωματική έκρηξη, ένα εικονοκλαστικό παραλήρημα, σαν φροϋδική αντίληψη, σαν επινόηση μιας επικοινωνίας με το θείο. Μπορούμε να συνδεθούμε με την καλλιτεχνική ροή των έργων, όπως με το τρεχούμενο νερό και τον αέρα. Δημιουργεί ένα εικαστικό περιβάλλον, το οποίο αβίαστα ανατρέπει τον χώρο και τον χρόνο.
Συνήθως οι επιρροές τις προέρχονται από το κίνημα της αφαίρεσης και του εξπρεσιονισμού, το αποτέλεσμα όμως διεγείρει τις αισθήσεις. Κοιτάζοντας προσεκτικά παρατηρούμε την εξπρεσιονιστική αποκάλυψη του ελληνικού φωτός, ίσως με την χρωματική δύναμη της μινωικής τερακότας, που εν τέλει, ο συνδυασμός τους να αποδίδει την μουσικότητα της φόρμας
Η Ρένα Τζολάκη αγάπησε και ενεπνεύστηκε από την ποίηση του Baudelaire, του Verlaine και στην συγκεκριμένη έκθεση από τους στίχους του αδερφού της Στέλιου, παράλληλα δημιούργησε εξαιρετικές και άρτιες livre d’ art απεικονίσεις. Μαθήτρια του μοναδικού Κεφαλληνού, με Κρητική καταγωγή αλλά και με βαθιά γαλλική παιδεία. Η βαριά κληρονομιά του δασκάλου της την συντροφεύει στο Παρίσι αλλά εκεί συνεχίζει να δημιουργεί και να εξατομικεύει το έργο της. Οι χαράξεις της διαθέτουν ρώμη και λεπτότητα παράλληλα.
Μεθοδική, οργανωτική, συγκροτημένη, με μια φυσική ευγένεια και αρχοντιά ως άνθρωπος, με δέχτηκε στο σπίτι της στην Αθήνα όταν δούλευα το διδακτορικό μου. Βλέποντας από κοντά τις δουλειές της σκέφτηκα πως έχει το δημιουργικό χάρισμα της φαντασίας ενός παιδιού αλλά και την ικανότητα και την μαεστρία της εφαρμογής μιας τεχνικά εξειδικευμένης και δεινής χαράκτριας. Η απλότητα, η χρωματική παλέτα, το τόσο άψογο ζωγραφικό αποτέλεσμα, μαρτυρούσαν την πολυπλοκότητα της εφαρμογής, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, από τη σύλληψη ακόμα μέχρι την πλαστική του πραγμάτωση. Το έργο της φίνο και αυτόνομο εκπέμπει την προσωπική του δυναμική και αξία. Η σύνδεση διαφορετικών τεχνικών η σχεδιαστική της δεινότητα, η χρήση χρώματος, η λυρικότητα της φόρμας, η αλληλουχία όλων αυτών, συνθέτουν τις ισορροπημένες απεικονίσεις της
Who is Who
Η Ρένα Τζολάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ζωγραφική, με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον Ανδρέα Γεωργιάδη, ο οποίος υπέγραφε ως « Ανδρέας ο Κρης », και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Στη συνέχεια παίρνει την υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για να ειδικευτεί στη λιθογραφία, στην Ecole Nationale Supérieure des Beaux-Arts του Παρισιού με δάσκαλο τον Pierre Eèunge Clairin, του οποίου αργότερα θα γίνει βοηθός. Παράλληλα διδάσκεται την Τέχνη του Βιβλίου στη φημισμένη Ecole Estienne. Έκτοτε ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι, Αθήνα, Aix en Provence, Auxerre, Λονδίνο και Θεσσαλονίκη. Έχει λάβει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις, όπως: Μπιενάλε της Βενετίας, καλεσμένη στο περίπτερο της Αμερικής, Μπιενάλε Νέων του Παρισιού, I.CAF στο Λονδίνο, Tondo, Saga και Le Mois de l’ Estampe στο Παρίσι. Η πιο πρόσφατη έκθεση: Gallery ArtΠρίσμα, Κουντουριώτου 187, Πειραιάς 18537. Τα εγκαίνια έλαβαν χώρα την Παρασκευή, 22 Ιανουαρίου, 20.00. Διάρκεια έκθεσης: 22 Ιανουαριου – 21 Φεβρουαριου 2016.
Το 1975 έλαβε το Βραβείο Florence Gould από την Acaédmie des Beaux -Arts του Παρισιού για το λιθογραφικό έργο της. Έργα της υπάρχουν σε αρκετές βιβλιοθήκες, αλλά και πινακοθήκες, μεταξύ άλλων: στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, στη Πινακοθήκη Αθηνών, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλεως Auxerre, στο Ινστιτούτο Smithsonian των ΗΠΑ, καθώς και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Γαλλία, στην Ελλάδα, την Αγγλία, την Αμερική, τη Σουηδία, την Γερμανία, τη Βραζιλία, το Ισραήλ, την Αργεντινή και αλλού .
Αίθουσα Τέχνης ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ
Καρτέρης
Φωτογραφίες: Γιώργος Αλεξανδρινός
[1] Βασίλης Βασιλικός, Για την πρώτη ατομική έκθεσή της στην Γκαλερί ASTOR, οδός Καραγεώργη της Σερβίας 16,από τις 14 Δεκεμβρίου 1965 έως τις 2 Ιανουαρίου 1966. http://www.toatelietisrenastzolaki.com
[2] Βασίλης Βασιλικός, Για την πρώτη ατομική έκθεσή της στην Γκαλερί ASTOR, οδός Καραγεώργη της Σερβίας 16,από τις 14 Δεκεμβρίου 1965 έως τις 2 Ιανουαρίου 1966. http://www.toatelietisrenastzolaki.com
Διάρκεια παράστασης: 35΄+ 10’ μετά την παράσταση όπου το φανταστικό συναντάει την πραγματικότητα.
Επικοινωνία : Άντζυ Νομικού ( A–Priori)
Τόπος: Studio Μαυρομιχάλη, Μαυρομιχάλη 134, τηλ. 210 6453330.
Παραστάσεις για το κοινό κάθε Σάββατο στις 5.30μμ, από τις 22 Σεπτεμβρίου 2018 και για τα σχολεία καθημερινά στο θέατρο ή στο χώρο σας. Οργάνωση παραστάσεων για σχολεία 6908881527.
Εισιτήρια: 10 (κανονικό), 8 (μειωμένο για οικογένειες και ομάδες άνω των 15 ατόμων), 5 (ατέλειες και ανεργεία).
Λίγα λόγια για την Artika:
H Artika, η ομάδα που έφερε το θέατρο για
τις πολύ μικρές ηλικίες στην Ελλάδα, έχει κλείσει 12 χρόνια καλλιτεχνικής
πορείας και δημιουργίας. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, η ομάδα έχει κληθεί να συμμετάσχει σε φεστιβάλ στο εξωτερικό και έχει
παρακολουθήσει παραστάσεις, σεμινάρια και φεστιβάλ αποκλειστικά για παιδιά πολύ
μικρής ηλικίας στην Ιταλία (La Baracca Testoni Ragazzi), την Αυστρία (Toihaus Theater), τη Ρουμανία (Teatrul Ion Creanga), τη Γαλλία (Ville de Limoges) και το Ιράν (Isfahan Theater Festival).
Μεγάλη αναγνώριση της δουλειάς μας και τιμή για μας αποτελεί η ένταξή μας από τον Δεκέμβριο του 2018, μαζί με άλλες 17 ομάδες της Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα «Mapping – A map on the aesthetics of performing arts for the early years» που στόχο έχει τη δημιουργία θεατρικών παραστάσεων σε συμπαραγωγή με τις άλλες ομάδες-θέατρα του προγράμματος και την έρευνα πάνω στην αισθητική των παραστατικών τεχνών για τις πολύ μικρές ηλικίες (0 έως 6 χρονών).
Στόχος και επιθυμία μας είναι η δημιουργία ενός θεάματος που να μπορεί να αφομοιωθεί από την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των παιδιών της πολύ μικρής ηλικίας, και να τα φέρει σε επαφή με το θέατρο και την τέχνη, μία τέχνη θετική, ελεύθερη, ρομαντική και ποιητική.
Το έργο αποτελεί μια χορό-ωδή στην καλλιτεχνία του Μιχαήλ Άγγελου, η οποία αποτυπώθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα γλυπτά του. Την Pieta.
Η Pieta (1498–1499) απεικονίζει το σώμα του Ιησού στα πόδια της μητέρας του Μαρίας μετά την αποκαθήλωσή του από τον σταυρό του μαρτυρίου. Παρά την ένταση της στιγμής αυτής, ο Μιχαήλ Άγγελος έχει καταφέρει να μεταδώσει επιτυχώς όλες τις εκφάνσεις μιας τόσο περίπλοκης σκηνής, με τρόπο σφαιρικό.
Το γλυπτό από μόνο του δημιουργεί διαφορετικές εμπειρικές αισθήσεις. Το νεκρό σώμα του Ιησού στα χέρια της Παρθένου και η αποδοχή του ασύλληπτου θρήνου προσδοκούν σε μια εικόνα θανάτου που όμως μεταδίδει ξεκούραση. Το αναπόφευκτο και το αναγκαίο πένθος. Στην απόλυτη αίσθηση αγαλλίασης απέναντι στο άγαλμα παρόλο τον θρήνο.
Το σώμα για τον Μιχαήλ Άγγελο αποτελεί στοιχείο κλειδί όσο αφορά την καλλιτεχνία του. Στα έργα του εστίαζε στην ομορφιά και στην μυϊκή υπερδύναμη του σώματος όχι στην ιδεαλιστική του μορφή, αλλά σε ακραία κινητικότητα.
Στο έργο επτά χορευτές καλούνται να μεταφράσουν την προσέγγιση του Μιχαήλ Άγγελου γύρω από το ανθρώπινο σώμα στην κίνησή τους επί σκηνής. Από την ακαμψία στην κίνηση. Από την αντίσταση στην παραδοχή. Συνοδευόμενοι από τους ζωντανούς ήχους των συνθέσεων του Σωτήρη Τσόλη και των ηχογραφημένων μουσικών συνθέσεων του Γιώργου Κραββαρίτη.
Μια ανασκευή στην ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ στο ΚΕΝΤΡΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΔΡΥΜΑ ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019
Η γκαλερί Αργώ, της οδού Νεοφύτου Δούκα 5, στο Κολωνάκι, υποδέχεται στους χώρους της διδάσκοντες, απόφοιτους και σπουδαστές της Σχολής “ΒORGIAS”, σε μια ομαδική έκθεση ζωγραφικής. Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν την Τρίτη 12 Φεβρουαρίου, στις 7 το βράδυ. Η έκθεση θα διαρκέσει ως τις 9 Μαρτίου 2019.
Έντονο ελληνικό άρωμα είχε η 72η τελετή των βραβείων BAFTA στο Royal Albert Hall του Λονδίνου.
Το «The Favourite» του Γιώργου Λάνθιμου, η ταινία με τις περισσότερες υποψηφιότητες
(συνολικά 12), απέσπασε τελικά 7 βραβεία.
Συγκεκριμένα:
Καλύτερης
Βρετανικής Ταινίας
Καλύτερου
Πρωτότυπου Σεναρίου
Καλύτερου Α’
Γυναικείου Ρόλου (Ολίβια Κόλμαν)
Καλύτερου Β’
Γυναικείου Ρόλου (Ρέιτσελ Βάις)
Καλύτερου
Σχεδιασμού Παραγωγής
Καλύτερου
Μακιγιάζ & Μαλλιών
Καλύτερων Κουστουμιών.
Παραλαμβάνοντας
το βραβείο Καλύτερης Βρετανικής Ταινίας, ο Γιώργος Λάνθιμος δεν παρέλειψε να
ευχαριστήσει τις τρεις ηθοποιούς που πρωταγωνιστούν στην ταινία (Ολίβια Κόλμαν,
Ρέιτσελ Βάις και Έμμα Στόουν). «Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο περήφανος» είπε.
«Για το εξώφυλλο θέλω πάντα Τάσσο» έλεγε η Σωτηρία Μπέλλου και οι δίσκοι της μεγάλης κυρίας του Ρεμπέτικου έφεραν την υπογραφή του Α. Τάσσου. Ο δάσκαλος της χαρακτικής αγάπησε το ρεμπέτικο τραγούδι και μαζί με τις εικονογραφήσεις εξωφύλλων για την Μπέλλου, το ύμνησε σε μια μνημειακή πομπή.
Μας χάρισε σε τέσσερις ξυλογραφίες, τις Αρχόντισσες των ρεμπέτικων τραγουδιών, ισάριθμες κόρες-ιέρειες που κάνουν σπονδή στα χώματα της προσφυγιάς, εκεί όπου γεννήθηκε το ρεμπέτικο: Ανατολή, Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Καισαριανή παίρνουν γυναικεία μορφή κρατώντας προσφορά το αρχετυπικό σύμβολο του μουσικού είδους, το μπαγλαμαδάκι.
Τα έργα αυτά μαζί με τις ανεκτίμητες πλάκες που χάραξε ο Τάσσος για τις «Αρχόντισσες» παρουσιάζονται στο κέντρο Τεχνών «Μετς». Σε ένα αστικό σπίτι συγχορδίζονται τρεις γενιές δημιουργών: οι Α. Τάσσος, Γιώργος Κόρδης και Φώτης Βάρθης.
Μεγαλωμένος σε αυτή την παράδοση, ο Γιώργος Κόρδης (γενν. 1956) δημιούργησε μια σειρά από 15 έργα που έγιναν με τον τρόπο της χάραξης, αλλά ψηφιακά, στην οθόνη του τάμπλετ. Ο ανήσυχος δημιουργός πέρασε όλη την οντογένεση της χαρακτικής, σαν ένα γραφικό είδος, και εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες που δίνει το άσπρο-μαύρο προς όλες τις κατευθύνσεις.
Είναι φανερό, όμως, πως δεν εγκατέλειψε ποτέ, σ’ ολόκληρη την εφαρμοσμένη περιπλάνηση της τέχνης του, την αναζήτηση της χαρακτικής ποιότητας. Το σχέδιό του αδρό, «λαξεμένο και άτσαλο», όπως είναι όλα τα επιτεύγματα του χεριού, δεν είναι ένα άψογο γραφικό επίτευγμα, μια τέλεια ψηφιακή αποτύπωση. Κι εδώ είναι η καινοτομία του Κόρδη: χρησιμοποιεί το ψηφιακό εργαλείο, αλλ’ αδιαφορεί για την «τελειότητά» του. Την ανανέωση ο Κόρδης τη ζήτησε μέσα στα όρια της τέχνης του, όχι έξω απ’ αυτήν.
Βγαλμένος από τη μήτρα των μεγάλων μαστόρων της χαρακτικής, ο νεότερος Φώτης Βάρθης (γενν. 1983) είναι ένας γνήσιος δημιουργός που προτίμησε να εκφράσει με ένταση κι ευθύνη τα στοιχεία που κάνουν την τέχνη του τόσο παλιά και τόσο καινούργια. Τα «Ταμπαχανιώτικα» είναι μια σειρά έργων που αντλούν έμπνευση από τον ιδιαίτερο μουσικό χώρο των ρεμπέτικων όπως αυτά εκφράστηκαν στα αστικά κέντρα της Κρήτης και σαν εξέλιξη ενσωματώθηκαν στην μουσική παράδοση του νησιού. Κριτήριο για την επιλογή τους αποτέλεσε η θεματική των στίχων που εκφράζουν τον πόνο και την απώλεια. Χαράσσοντας επάνω στο ξύλο, ο Βάρθης επιχειρεί να βρει τις δυναμικές που θα μεταφέρουν την αδρότητα και την αμεσότητα των τραγουδιών. «Η χαρακτική», λέει ο δημιουργός, «είναι ένα μέσο ικανό να ψιθυρίζει και να κραυγάζει παρέα με αυτά τα ρεμπέτικα, να αγκαλιάσει και να αναδείξει το μεγαλείο και την ταπεινότητα της ποιητικής τους».
Το γεγονός πραγματοποιείται με την υποστήριξη της Εταιρείας Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος και επιμελητή τον Ιστορικό της Τέχνης Γιώργο Μυλωνά.
Γιώργος Μυλωνάς
Το Ρεμπέτικο στο Μετς με τη φωνή του Μάνου Χατζιδάκι
«Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή» αναφωνεί ο 24χρονος Μάνος Χατζιδάκις στην περίφημη ομιλία που έδωσε για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο του Κουν (Γενάρης του ’49) και το προτάσσει για να δείξει «το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας». Κι αν πέρασαν εβδομήντα χρόνια από τότε, η εποχή δείχνει απαράλλαχτη σε τούτο: τα κούφια συνθήματα εναλλάσσονται με ταχύτητα φωτός. Τρεις χαράκτες, έξω από τις σειρήνες της εποχής, συνθέτουν τη δική τους μελωδική γραμμή. Σ’ ένα σπίτι αστικό αλλά δεμένο με την παράδοση της πόλης, στο κέντρο Τεχνών «Μετς», συγχορδίζονται τρεις γενιές δημιουργών: οι Α. Τάσσος, Γιώργος Κόρδης και Φώτης Βάρθης.
Τον τόνο στη συνάντηση των τριών δίνει η εμβληματική ενότητα με τις «Αρχόντισσες των ρεμπέτικων τραγουδιών» του Α. Τάσσου (1914 – 1985). Ο Δάσκαλος της Χαρακτικής που έζησε στη συνοικία του Μετς, σε ένα σπίτι που συνεχίζει ως οργανισμός αφιερωμένος στο έργο του (Αρδηττού 34), αγάπησε το ρεμπέτικο τραγούδι και το ύμνησε σε μια μνημειακή πομπή. Μας χάρισε σε τέσσερις ξυλογραφίες, ισάριθμες κόρες-ιέρειες που κάνουν σπονδή στα χώματα της προσφυγιάς, εκεί όπου γεννήθηκε το ρεμπέτικο: Ανατολή, Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Καισαριανή παίρνουν γυναικεία μορφή κρατώντας προσφορά το αρχετυπικό σύμβολο του μουσικού είδους: το μπαγλαμαδάκι. «Παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή (ενν. του ρεμπέτικου), διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία» έλεγε ο Χατζιδάκις και με όρους εικονογραφικούς μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει την ίδια ακριβώς ρίζα στο χαρακτικό έργο του Τάσσου. Το βυζαντινό ύφος, όπου «βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένου, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει η ζωή με την πιο πλατιά έννοια». Υπάρχει η ζωή που ξορκίζει τον θάνατο, συμπληρώνουμε εμείς στο λόγο του Χατζιδάκι. Απόηχοι της βυζαντινής τέχνης μεταφέρονται στην έκφραση των μορφών, στη γεωμετρική διάταξη των χαρακτηριστικών του προσώπου και του σώματος, που διαγράφεται σαν παράθεση σχημάτων. Μεγαλωμένος σε αυτή την παράδοση, ο Γιώργος Κόρδης (γενν. 1956) δημιούργησε μια σειρά από 15 έργα που έγιναν με τον τρόπο της χάραξης, αλλά ψηφιακά, σε οθόνη υπολογιστή. Ο ανήσυχος δημιουργός πέρασε όλη την οντογένεση της χαρακτικής, σαν ένα γραφικό είδος, και εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες που δίνει το άσπρο-μαύρο προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι φανερό, όμως, πως δεν εγκατέλειψε ποτέ, σ’ ολόκληρη την εφαρμοσμένη περιπλάνηση της τέχνης του, την αναζήτηση της χαρακτικής ποιότητας. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, τόσο η θητεία του στον Φώτη Μαστιχιάδη (γεννημένος στο Αϊβαλί και μαθητής του Κόντογλου), όσο και η δική του χαρακτική εξέλιξη, έφεραν μια σειρά από ψηφιακά χαρακτικά. Στα έργα αυτά το άσπρο-μαύρο κερδίζει σε οργάνωση και σε δύναμη. Το σχέδιό του αδρό, «λαξεμένο και άτσαλο», όπως είναι όλα τα επιτεύγματα του χεριού, δεν είναι ένα άψογο γραφικό επίτευγμα, μια τέλεια ψηφιακή αποτύπωση. Είναι ένα σχέδιο απλό, πρωταρχικό που παραπέμπει στις χαρακτικές αποτυπώσεις του Τάσσου. Κι εδώ είναι η καινοτομία του Κόρδη: χρησιμοποιεί το ψηφιακό εργαλείο, αλλ’ αδιαφορεί για την «τελειότητά» του∙ αντιθέτως, με μέσα λιτά και αδρά, αποδίδει τα απολύτως απαραίτητα που επιδρούν ενεργητικά στην οργάνωση. Το θεματογραφικό του επίκεντρο δεν είναι απλά η ανθρώπινη μορφή, είναι ο άνθρωπος σαν σύγχρονο πρόβλημα, που βρίσκει την έκφρασή του στο πονεμένο πρόσωπο ενός ρεμπέτη. Μορφές ανύπαρκτες πια στον ψηφιακό μας κόσμο, οι ρεμπέτες προβάλλουν ως άγιοι, προκειμένου να τραγουδήσουν το δράμα μιας γενιάς που θέλει να εξεγερθεί, αλλά δεν ξέρει πώς.
Κι εδώ ο καθαρός λόγος του Χατζιδάκι μοιάζει όχι απλώς επίκαιρος, αλλ’ απολύτως συντονισμένος με τις προθέσεις του Κόρδη: «Η εποχή μας», γράφει ο Μάνος, «δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία[…] του έρωτα και της φυγής. Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά – θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο. Ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα». «Ένας καημός ασπρόμαυρος» θα πει ο Κόρδης. Στηριγμένος στις μεγάλες κατακτήσεις της τέχνης του, ο δημιουργός δεν είχε ανάγκη να δανειστεί ούτε τόνους απ’ τη ζωγραφική, ούτε ματιέρες από παράπλευρες επιδιώξεις. Κι ενώ αυτά τα έργα – όπως ολόκληρη η παραγωγή του -, έχουν μία συνέχεια, μία συνοχή στη πρόθεσή του, υπάρχει κάτι το εντελώς καινούργιο σε αυτήν τη φάση της εργασίας του, κι ίσως να είναι αυτό ώριμος καρπός της αναζήτησής του. Δεν εγκατέλειψε καθόλου το συγκρατημένο λυρικό στοιχείο που αναβλύζει από τις μορφές του, αλλά είναι απολύτως ενταγμένο σε μία αυστηρή οργάνωση του έργου. Υπάρχει δηλαδή και συγκίνηση-λυρισμός μα υπάρχει μαζί και σκέψη-οργάνωση. Υπάρχει μία εκφραστική αρχιτεκτόνηση, όπως υπάρχει και μια ήρεμη ένταση. Την ανανέωση ο Κόρδης τη ζήτησε μέσα στα όρια της τέχνης του, όχι έξω απ’ αυτήν. Βγαλμένος από τη μήτρα των μεγάλων μαστόρων της χαρακτικής, ο νεότερος Φώτης Βάρθης (γενν. 1983) είναι ένας γνήσιος δημιουργός που προτίμησε να εκφράσει με ένταση κι ευθύνη τα στοιχεία που κάνουν την τέχνη του τόσο παλιά και τόσο καινούργια.
Τα «Ταμπαχανιώτικα» είναι μια σειρά έργων που αντλούν έμπνευση από τον ιδιαίτερο μουσικό χώρο των ρεμπέτικων όπως αυτά εκφράστηκαν στα αστικά κέντρα της Κρήτης και σαν εξέλιξη ενσωματώθηκαν στην μουσική παράδοση του νησιού. Κριτήριο για την επιλογή τους αποτέλεσε η θεματική των στίχων που εκφράζουν τον πόνο και την απώλεια. Η βαθιά ηθική τους μετουσιώνεται σε αισθητική. Χαράσσοντας επάνω στο ξύλο, ο Βάρθης επιχειρεί να βρει τις δυναμικές που θα μεταφέρουν την αδρότητα και την αμεσότητα των τραγουδιών. «Η χαρακτική», λέει ο δημιουργός, «είναι ένα μέσο ικανό να ψιθυρίζει και να κραυγάζει παρέα με αυτά τα ρεμπέτικα, να αγκαλιάσει και να αναδείξει το μεγαλείο και την ταπεινότητα της ποιητικής τους». «Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo;» επισημαίνει ο μεγάλος Μάνος Χατζιδάκις.
Κι όπως ολοκλήρωσε την ιστορική διάλεξή του, έτσι κι εδώ τον επικαλούμαι για το ρυθμό που ειπώθηκαν τούτα τα χαρακτικά. «Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας».
Εγκαίνια: Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019, 19.30. Διάρκεια έκθεσης: Σάββατο 23 Φεβρουαρίου– Σάββατο 6 Απριλίου 2019.
Η Ελληνική Εταιρεία Παραγωγής Θεάτρου «ΦΩΤΟΝΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά την παράσταση «Ακανθώδης», σε κείμενο και σκηνοθεσία της Ζαχαρούλας Χρόνη.
Η πρεμιέρα...
Η ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί Cookies τα οποία συνεισφέρουν ώστε να παρέχουμε καλύτερες υπηρεσίες. Συνεχίζοντας την περιήγηση, αποδέχεστε την χρήση των Cookies.Αποδέχομαι την χρήση των Cookies