Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
Στην παρθενική του εμφάνιση στην πλώρη της σκηνοθεσίας, ο εκλεκτός ηθοποιός Ed Harris, με αξιοθαύμαστη λεπτότητα και σχολαστική πιστότητα, καταθέτει την βιογραφία του αμφιλεγόμενου αλλά εγνωσμένου Αμερικανού ζωγράφου Jackson Pollock και αξιοποιεί στο μέγιστο τα κινηματογραφικά του μέσα, σταχυολογώντας τους πιο αντιπροσωπευτικούς σταθμούς της ζωής του.
Ασυμβίβαστος καλλιτεχνικά και ασύμβατος στα κοινωνικά καλούπια, ο Pollock, αποτυπώνει στους πίνακές του την χειμαρρώδη παρορμητικότητά του και τις προσλαμβάνουσες που αντλεί από την εκάστοτε χρονική στιγμή της ζωής του, καταφέρνοντας πολλές φορές ακουσίως να καινοτομήσει και να «ρυμουλκήσει» την στασιμότητα στην οποία είχε παρέλθει η καλλιτεχνική νόρμα.
Κοινωνικά αδέξιος, ο στερούμενος συμπεριφορικών δεξιοτήτων αντισυμβατικός ζωγράφος, δείχνει εμφατικά και ποικιλοτρόπως να αποποιείται την ανάγκη του «ανήκειν», σε οποιοδήποτε κύκλωμα και καλλιτεχνικό ρεύμα (η ταινία το οπτικοποιεί συμβολικά σε μια σκήνη που… ουρεί μπροστά στα μάτια των παρευρισκόμενων σε μια μάζωξη καλλιτεχνών και γκαλεριστών), θεωρώντας ότι αυτό θα αποτελούσε τροχοπέδη στον καλλιτεχνικό του οίστρο, που με την σειρά του θα κατέληγε σε ποιοτικές εκπτώσεις της δουλειάς του.
Δεν είχε υπολογίσει ωστόσο, τους αστάθμητους παράγοντες που νομοτελειακά θα προέκυπταν από αυτή του την απόφαση, όντας ένας αυτοκαταστροφικός χαρακτήρας στην προσωπική του ζωή που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις συζυγικές του υποχρεώσεις, που έβρισκε καταφύγιο στο αλκοόλ και που σε συνδυασμό με την ανισόρροπη, υπέρ το δέον κυκλοθυμία του θα τον οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή του.
Ο Ed Harris θα ενσαρκώσει εκπληκτικά τον εν λόγω ζωγράφο και θα διεισδύσει στην ψυχοσύνθεσή του, σε μια προσπάθεια να αφουγκραστεί μέσα από αυτή την πρόκληση και ο ίδιος (μαζί με εμάς) αυτή την ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου, που παρά την -ομολογουμένως- αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα έναν από τους πιο επιδραστικούς ζωγράφους της μοντέρνας τέχνης.
Ένας άνθρωπος κατακυριευμένος από το θυμικό του, δέσμιος των αυτοκαταστροφικών του τάσεων και έρμαιο των ορμέμφυτων ενστίκτων του, αλλά με μπόλικο ταλέντο να υπερχειλίζει από το πινέλο του. Η ιστορία της ταινίας ξεκινάει μεσούντος του Β’ παγκοσμίου πολέμου και καταλήγει με τον -σχεδόν- αυτοκτονικό του θάνατο, το 1956.
Η προσωπική του και καλλιτεχνική του πορεία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τον χαρακτήρα του, γεμάτη σκαμπανεβάσματα σαν ένα ζωντανό καρδιογράφημα, με στιγμές μεσουρανήματος αλλά και παρακμής να εναλλάσσονται διαδοχικά. Αποσχισμένος επί της ουσίας σε δύο κόσμους, αυτόν του νηφάλιου ζωγράφου και εκείνο του μεθυσμένου ανθρώπου, ο Pollock δεν μπορούσε να βρει την χρυσή τομή που θα του προσέφερε μια ψυχική ισορροπία και επαγγελματική σταθερότητα.
Απελπιστικά μίζερος και σχεδόν διπολικός, είχε ως συνέπεια μια βραχύβια ζωή και έναν τραγικό θάνατο από τροχαίο δυστύχημα, λόγω (τι άλλο) έντονης μέθης.
Ο Pollock ξεσπάει άλλοτε μανιωδώς στον καμβά του και άλλοτε μεθοδικά, αλλά πάντα αυθόρμητα, κάτι που αποδεικνύεται στους πίνακές του δια γυμνού οφθαλμού. Οι δημιουργίες του χαρακτηρίζονται από μια πνευματική σύγχυση της στιγμής, μια έκρηξη συναισθημάτων που αποκρυσταλλώνονται τελικώς σε ένα αριστουργηματικό αμάλγαμα χρωμάτων και σχημάτων, ίδιον ανήσυχου μυαλού.
Ο σκηνοθέτης φαίνεται ότι έχει εντρυφήσει διεξοδικά στο υποκείμενο μελέτης του και κεντάει και ο ίδιος στον κινηματογραφικό του «καμβά», με την ευστοχία που χειρίζεται τα κάδρα του και την «χορογραφία» των σκηνών, χωρίς παράλληλα να υποπίπτει σε σεναριακές «αγιογραφίες» ή σε διαδικασίες «Ιεράς Εξέτασης».
Ο Ed Harris αντιλαμβάνεται ότι πραγματεύεται την ζωής ενός καλλιτέχνη και δη ζωγράφου και προσαρμόζει την σκηνογραφία και την φωτογραφία με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι χρωματικά και πλανοθετικά προσκείμενη στα έργα του Pollock.
Αυτό φαίνεται καταρχάς από τις επιλογές σημειολογικών αντικειμένων και χρωμάτων που αλλάζουν στην διάρκεια της ταινίας, σε πλήρη συνάρτηση με την ζωγραφική πορεία του Pollock που άρχισε να εμπλουτίζει τους πίνακές του με το κίτρινο και το κόκκινο και αργότερα να πρωτοπορεί με την τότε καινοφανή τεχνική «dripping», που πρόκειται για ένα χρωματικό πιτσίλισμα από απόσταση χωρίς άμεση επαφή με τον μουσαμά, με άναρχη, τυχαία ακολουθία. Παρόλο που αυτή η τεχνική φαινομενικά γεννήθηκε ως πειραματική παρόρμηση, ο λόγος που δεν βρήκε ποτέ αντάξιο μιμητή, είναι ότι αποτελεί τέκνο λεπτοδουλειάς και ταλέντου, όπως άλλωστε και ο ίδιος.
Εδραίωσε τεχνικές και ρεύματα και διεύρυνε τους καλλιτεχνικούς και εκφραστικούς ορίζοντες, με το όνομά του να είναι πλέον ταυτόσημο με τον «Αφηρημένο Εξπρεσσιονισμό». Με ντοκιμαντεριστική ακρίβεια και σκηνοθετική στιβαρότητα, η ταινία παρουσιάζει την τρικυμιώδη ζωή ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους που επηρέασαν συθέμελα το χώρο της ζωγραφικής και μνημονεύονται μέχρι σήμερα με αμείωτο θαυμασμό.