Ο Ραφαήλ (Ραφαέλο Σάντσιο ντα Ουρμπίνο) Σάντι, γεννήθηκε το 1483 στην πόλη Ουρμπίνο της Ιταλίας, ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής των Καθολικών και πέθανε την ίδια ακριβώς ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής 37 χρόνια αργότερα.
Κατόπιν επιθυμίας του, ετάφη μεγαλοπρεπώς στο Πάνθεον της Ρώμης. Ήταν γιος χρυσοχόου και ζωγράφου, του Τζοβάνι Σάντι. Λόγω του πατέρα του ήρθε σε επαφή από νωρίς με τους ανθρωπιστικούς κύκλους της πόλης.
Ο Ραφαήλ στην τρυφερή ηλικία των (8) οκτώ ετών, έχασε τη μητέρα του. Λίγα χρόνια αργότερα βίωσε ξανά την απώλεια, όταν ο πατέρας του έφυγε από την ζωή, ενώ ο Ραφαήλ ήταν (11) ένδεκα ετών, έτσι πήγε μαθητευόμενος στο εργαστήριο του διάσημου τότε μανιεριστή ζωγράφου Περουτζίνο από την Περούτζια, ο οποίος είχε κληθεί κι από τον πάπα Σίξτο Δ’ στη Ρώμη για να συμβάλει στη διακόσμηση της Καπέλα Σιξτίνα.
Η επιρροή της τεχνοτροπίας του δασκάλου του στα πρώιμα έργα ήταν εμφανής. Σε ηλικία 17 ετών η φήμη του ήδη είχε εδραιωθεί, ενώ θεωρούσαν πως είχε ξεπεράσει σε τεχνική και την ικανότητα του δασκάλου του.
Σταδιακά ο Ραφαήλ διαμόρφωσε το προσωπικό του στυλ, η εικονογραφία του ήταν εντυπωσιακή. Άλλαξε τους χρωματικούς τόνους, έδωσε έμφαση στα περιγράμματα και στην γεωμετρική τελειότητα της γραμμής, ενώ απέδωσε μεγάλη σημασία στο τοπίο της σύνθεσης. Ο Ραφαήλ φιλοτέχνησε αρκετά έργα σε βάση ξύλου (Η Παναγία με τα γαρύφαλλα), αλλά χρησιμοποίησε επίσης για να εκφραστεί και τον καμβά (Μαντόννα Σιστίνα). Χρησιμοποιούσε λάδια ξήρανσης όπως λινέλαιο ή έλαια καρυδιάς. Η παλέτα του ήταν πλούσια και δούλευε σχεδόν όλες τις τότε διαθέσιμες χρωστικές ουσίες, όπως ουλτραμαρίν, κίτρινο μόλυβδο-κασσίτερου, καρμίνη, κιννάβαρι, αλιζαρίνη, βερντιγκρί και ώχρα.
Σε αρκετούς πίνακές του (Ansidei Madonna) χρησιμοποίησε ακόμη και την σπάνια βραζιλίνη, μεταλλική χρυσόσκονη αλλά και την ακόμα λιγότερο γνωστή μεταλλική σκόνη βισμουθίου. Άρχισε να επηρεάζεται από τον Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τα σαφή περιγράμματα των μορφών που δημιουργούσε.
Το 1504 ταξιδεύει στην Φλωρεντία, εκεί δημιουργούσαν τα ιερά τέρατα της αναγέννησης όπως ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Εξοικειώθηκε άμεσα με τα έργα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και κατέκτησε τη τεχνική sfumato (την ομαλή μετάβαση από το φως στο σκιά).
Ως προστατευόμενος του Ταντέο Ταντέι, έμεινε στο ανάκτορό του, ενώ λόγω της φιλίας του με τον ζωγράφο Φρα Μπαρτολομέο, ήρθε σε επαφή με τις ιδέες του τότε ηγέτη της Φλωρεντίας, του δομινικανού μοναχού Τζιρόλαμο Σαβαναρόλα, ο οποίος έχοντας πάρει την εξουσία από τους Μεδίκους το 1494, επέβαλε ένα ασκητικό θεοκρατικό καθεστώς στην πόλη, ως το τέλος του, τον αφορισμό και την εκτέλεσή του το 1498.
Την περίοδο εκείνη πρωταρχικό ρόλο στην θεματολογία του Ραφαήλ είχαν οι Μαντόνες, δηλαδή οι αναπαραστάσεις της εικόνας της Παναγίας, που δημιουργήθηκαν κάτω από την έντονη επίδραση του έργου του Ντα Βίντσι. Οι συνθέσεις του λάμπουν, τα μάτια της Παναγίας κοιτούν με σεμνότητα συνήθως χαμηλά, γεγονός που υποδηλώνει ταπεινότητα αλλά και την μεγαλοπρεπή αξιοπρέπεια. Δεν παύει όμως να αποτελεί μια θεϊκή παρουσία. Τα ρούχα της αποτυπώνονται με παραδοσιακά χρώματα. Το έντονο κόκκινο μας παραπέμπει στην θυσία του Ιησού, ενώ το ακριβό μπλε στον μανδύα, συμβολίζει την καθαρότητα της βασίλισσας του ουρανού. Παράλληλα η αίσθηση της κίνησης επιτυγχάνεται από τις πτυχές του φορέματος, που σχηματίζονται από τον άνεμο. Φέρεται πως ως μοντέλο, ως πρότυπο της Μαντόνας ο Ραφαήλ χρησιμοποίησε την ερωμένη του τη Μαργκερίτα Λούτση, κόρη ενός αρτοποιού, την οποία μάλιστα ζήλευε με πάθος.
To 1506 ο Ραφαήλ (1483–1520), ζωγραφίζει τον υπέροχο πίνακα “Νέα γυναίκα με τον Μονόκερo”. Ο πίνακας περνάει από διάφορα στάδια μέχρι να φτάσει στις μέρες μας. Ο Ραφαήλ ζωγραφίζει τον Μονόκερο όχι σαν να πρόκειται για ένα μυθικό πλάσμα αλλά αποτυπώνει την ντελικάτη φύση του, την γλυκύτητα, το πάθος αλλά και την μοναδική ζωντάνια του σπάνιου πλάσματος.
Η γυναίκα που τον κρατά φέρεται να ήταν η ευγενής και σπάνιας ομορφιάς “Giulia la bella”, γνωστή ως η όμορφη Τζούλια και ερωμένη του Πάπα Αλέξανδρου του 6ου. Ήταν αριστοκράτισσα και μάλιστα το πορτραίτο της το ζωγράφισε ο Ραφαήλ ως παραγγελία για τον επικείμενο γάμο της (αυτή η πρακτική διατηρήθηκε για αιώνες).
Τον 17ο αιώνα, εποχή που δεν είχε την ελευθερία της Αναγέννησης, κάποιοι αποφάσισαν να καλύψουν τον Μονόκερο ζωγραφίζοντας επάνω του έναν τροχό. Η ακτινογραφία του πίνακα του Ραφαήλ αποκάλυψε την ύπαρξη του Μονόκερου. Το 1959 έγινε νέα προσπάθεια αποκατάστασης του πίνακα. Με μεγάλη προσοχή για την αποφυγή ζημιάς στο έργο τέχνης που βρισκόταν ήδη σε εύθραυστη κατάσταση, χρησιμοποιήθηκε η γνωστή μέθοδος της ακτινογραφίας, η οποία αποκάλυψε ότι αρχικά ο Ραφαήλ είχε ζωγραφίσει έναν σκύλο στη θέση του μονόκερου. Ο σκύλος συμβόλιζε την πίστη, αλλά ο ίδιος ο Ραφαήλ άλλαξε γνώμη εν τέλει και επέλεξε τον ιδιαίτερο και μυστηριακό συμβολισμό του Μονόκερου.
Το 1508 πήγε στην Ρώμη μετά από την παρότρυνση του θείου του και σημαντικού αρχιτέκτονα Ντονάτο Μπραμάντε, στην υπηρεσία του πάπα Ιουλίου Β’. Ο ποντίφικας του ανέθεσε να διακοσμήσει τα προσωπικά του δωμάτια, τις λεγόμενες stanze, με νωπογραφίες. Το έργο του Ραφαήλ εντυπωσίασε στον ίδιο βαθμό και τον διάδοχο του Ιουλίου, τον Λέοντα Ι’. Αυτή η περίοδος από το 1509-1517 ήταν η πιο δημιουργική του καλλιτέχνη, καθώς ζωγράφισε τα σπουδαιότερα έργα του.
Στόχος της εικονογραφίας των τοιχογραφιών στα παπικά δωμάτια, ήταν να δοθεί έμφαση στην τέχνη, την φιλοσοφία και την θρησκεία, ενώ συνδυαστικά ευνοούνταν η πολιτική και θρησκευτική ατζέντα του ίδιου του Πάπα. Τα έργα αυτά συγκαταλέγονται ανάμεσα στα κορυφαία της ώριμης Αναγέννησης.
Σπουδαία τεχνικά αλλά και μεγάλης ομορφιάς ήταν τα πορτραίτα του, όπως εκείνο του ουμανιστή και προσωπικού του φίλου Μπαλντασάρε Καστιλιόνε, του πάπα Ιουλίου Β’ αλλά και του πάπα Λεόντιου Ι’ μαζί με δύο καρδιναλίους. Ο Ραφαήλ καταφέρνει να ενώσει την εξιδανίκευση με την φυσικότητα, αναδεικνύοντας τις προσωπικότητες-κλειδιά της Αναγέννησης και δημιουργώντας ένα σημαντικό πρότυπο των προσωπογραφιών στους αιώνες που ακολούθησαν.
Το αρχιτεκτονικό έργο του Ραφαήλ ήταν επίσης αξιοσημείωτο. Ανέλαβε τις ανασκαφές ρωμαϊκών αρχαιοτήτων στη Ρώμη, ενώ το 1514 χρημάτισε διευθυντής των οικοδομικών εργασιών στον Άγιο Πέτρο. Επίσης σχεδίασε δέκα «τάπητες» που προορίζονταν για να κοσμήσουν την οροφή της Καπέλας Σιξτίνα και υφάνθηκαν στις Βρυξέλλες.
Ο Ραφαήλ δεν χάραξε ο ίδιος, αλλά συνεργάστηκε με τον Μαρκαντόνιο Ραϊμόντι ο οποίος δημιούργησε χαρακτικά βασισμένα στα σχέδια του Ραφαήλ. Γνωστά έργα : «η Λουκρητία, η Κρίση του Παρισιού και η Σφαγή των Αθώων (από την οποία χαράχτηκαν δύο πανομοιότυπες εκδοχές). Μεταξύ των εκτυπώσεων των πινάκων ο Παρνασσός (με σημαντικές διαφορές) επιπλέον και η Γαλάτεια» ήταν από τα γνωστά έργα.
«Εκτός Ιταλίας, οι αναπαραγωγικές εκτυπώσεις του Ραϊμόντι και άλλων ήταν ο κύριος τρόπος με τον οποίο βιώθηκε η τέχνη του Ραφαήλ μέχρι τον εικοστό αιώνα». Ως ένας από τους καλύτερους σχεδιαστές λέγεται πως άπλωνε πολλά σχέδιά του στο πάτωμα και άρχιζε να σχεδιάζει «γρήγορα» δανειζόμενος ιδέες από το ένα στο άλλο.
Απεβίωσε πολύ νέος (ίσως από σύφιλη ή ελονοσία) έχοντας την τύχη να απολαύσει την αναγνώριση και την καταξίωση του έργου του όσο ήταν εν ζωή, ενώ η φήμη του ακολούθησε αυξητική πορεία και μετά τον θάνατό του. Υπαγόρευσε την διαθήκη του, με την οποία άφησε αρκετά χρήματα για την φροντίδα της ερωμένης του. Συγκαταλέγεται μαζί με τον ντα Βίντσι και τον Μιχαήλ Άγγελο στην τριάδα των διασημότερων καλλιτεχνών της ιταλικής Αναγέννησης.
Ο Βαζάρι αναφέρει πως ο Ραφαήλ διέθετε μια αδιαμφισβήτητα μεγάλη ομάδα, ένα εργαστήριο που απαρτιζόταν από πενήντα μαθητές και βοηθούς, πολλοί από τους οποίους αργότερα έγιναν σημαντικοί καλλιτέχνες οι ίδιοι.
Οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες δημιουργούσαν αγγίζοντας την τελειότητα. Ο Ραφαήλ σχεδίαζε και μελετούσε την κάθε του σύνθεση μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα οποιασδήποτε ατέλειας. Συνδύαζε στα έργα του το ιδανικά αρμονικό με την έκφραση της ιδέας που είχε συλλάβει και την εφάρμοζε στην πραγματικότητα. Η βάση κάποιων έργων του στηρίζεται σε μια περισσότερο αρχιτεκτονική δόμηση. Λειτουργούσε ως τέλειος σκηνογράφος των δημιουργιών του. Οι νωπογραφίες στις στοές του Βατικανού, ήταν γνωστές ως η “Βίβλος του Ραφήλ”, καθώς απεικονίζουν θρησκευτικές σκηνές.
Στην περίφημη Stanza della Segnatura του Βατικανού, φιλοτέχνησε την σπουδαία σύνθεση “Η Σχολή των Αθηνών”. Ο Ραφαήλ σημείωσε δύο λέξεις στην νωπογραφία: “Causarum Cognitio”, που σημαίνει “Αιτίες Γνώριζε”. Αποπειρώμενοι να ερμηνεύσουμε τις λέξεις αυτές, φτάνουμε στο φιλοσοφικό συμπέρασμα της μελέτης του Αριστοτέλη, που μας λέει: προσπάθησε να συνειδητοποιείς και να γνωρίζεις τις αιτίες.
Το θέμα της νωπογραφίας είναι η “Φιλοσοφία”, ή για την ακρίβεια η “αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία”. Στο κέντρο εικονίζονται ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης και γύρω σχεδόν όλοι οι σημαντικοί φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου. Το θέμα που απέδωσε ο Ραφαήλ μαρτυρά την αντίληψη των Ανθρωπιστών – Ουμανιστών της Αναγέννησης, οι οποίοι πίστευαν ότι υπάρχει απόλυτη πνευματική αρμονία μεταξύ της ελληνικής Φιλοσοφίας και της χριστιανικής διδασκαλίας. “Η Σχολή των Αθηνών” 1509 , Ραφαήλ.
Στην επάνω σειρά από αριστερά είναι οι: Διαγόρας ο Μιλήσιος, Κριτίας ο Αθηναίος, Αλκιβιάδης ή ο Αλέξανδρος ο Μέγας, Ξενοφών. Αισχίνης, Σωκράτης, Ξενοκράτης, Σπεύσιππος, Πλάτωνας, και Αριστοτέλης στο κέντρο, Εύδημος ο Ρόδιος, Θεόφραστος ο Λέσβιος με το κιτρινωπό ένδυμα, Επίκουρος με πλάτη, Αρίστιππος, Πύρρων ο Ελεάτης, Αρκεσίλαος με το καφετί ένδυμα δεξιά πάνω. Στην δεξιά ομάδα κάτω είναι ο ίδιος ο Ραφαήλ στη γωνία με το μαύρο μπερέ, αριστερά του ο Πτολεμαίος, και με πλάτη οι Ζωροάστρης και ο Ευκλείδης. Στο κέντρο κάτω από τον Αριστοτέλη είναι ο Διογένης ο Κυνικός και πιο κάτω του αριστερά ο Ηράκλειτός με το χέρι του ακουμπισμένο στο κεφάλι του.
Μία ξεχωριστή περίπτωση ήταν η απεικόνιση του ίδιου του Μιχαήλ Αγγέλου ως Ηράκλειτου στην «Σχολή των Αθηνών», η οποία φαίνεται να εμπνέεται σαφώς από τις Σίβυλλες και τους γυμνούς άνδρες της οροφής της Καπέλα Σιστίνα. Δίπλα του αριστερά ο Παρμενίδης, πιο αριστερά η Υπατία, ο Αναξαγόρας δίπλα στον καθισμένο Πυθαγόρα που γράφει,. Στην πλάτη του ο Αναξίμανδρος, και όρθιοι σε εκείνη τη μεριά οι: Διογένης Λαέρτιος, Επίκουρος και ο Ζήνων ο Ελεάτης.
Σύμφωνα με τον Δοξιάδη: «…τα σχήματα υπακούουν στη “χρυσή αναλογία” του αριθμού Φ, δηλαδή του αριθμού 1,1618… Κάπως έτσι (αριστερά) πρέπει να ήταν η αρχική μορφή του έργου του Ραφαήλ. Έτσι αντιλήφθηκε και “μοντελοποίησε” τη σχέση ανάμεσα στις Επιστήμες της Αρχαίας Ελλάδας και ακριβώς επάνω στη γεωμετρική αυτή βάση άρχισε να ζωγραφίζει τις μορφές του. “Η Σχολή των Αθηνών”, ήταν στην αρχαία Αθήνα κάτι σαν ένα σημερινό Φροντιστήριο και ανήκε στον Πλάτωνα». Λέγεται μάλιστα ότι στην είσοδό του υπήρχε επιγραφή που έγραφε: “Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω”, δηλαδή, “Δεν μπαίνει κανείς που δεν ξέρει γεωμετρία (μαθηματικά)”. Ο Ραφαήλ έκανε πράξη ακριβώς το παραπάνω ρητό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι Συμμαχικές Δυνάμεις πολεμούσαν τους Ναζί στην Ευρώπη, συστάθηκε μια μονάδα Βρετανών και Αμερικανών αξιωματικών, γνωστή ως: Monuments, Fine Arts and Archives (MFAA) στην οποία ανατέθηκε η διάσωση σημαντικών μνημείων, ιστορικών κτιρίων και θησαυρών τέχνης από τις επιπτώσεις του πολέμου, όπως και η αποκατάσταση – συντήρησή τους αν ήταν δυνατόν. Η ομάδα αποτελούνταν από επιστήμονες, άνδρες και γυναίκες, ιστορικούς τέχνης, καθηγητές, έφορους μουσείων, αρχιτέκτονες και κάθε είδους ειδικούς στην τέχνη. Κατάφεραν να περισώσουν αναρίθμητους θησαυρούς κλεμμένους από τους Ναζί.
Ειδική περίπτωση αποτελεί η συλλογή κλεμμένων έργων τέχνης και άλλων πολύτιμων αντικειμένων, η οποία φυλασσόταν από τους Ναζί σε αλατωρυχείο στο Αλτάουσε της Αυστρίας. Τα έργα είχαν σκοπό να μεταφερθούν σε ένα μελλοντικό υπερ-μουσείο του Linz, γενέτειρας του Χίτλερ, το οποίο θα φιλοξενούσε τα μεγαλύτερα αριστουργήματα στον κόσμο. Η Γερμανία έχανε τον πόλεμο και είχε δοθεί εντολή να ανατιναχθεί το ορυχείο, καταστρέφοντας όλους τους θησαυρούς, ώστε να μην επιστραφούν στα χέρια των αντιπάλων. «Σύμφωνα με τα αρχεία των Ναζί, υπολογίζεται ότι μέσα στο ορυχείο βρίσκονταν περισσότεροι από 6,500 πίνακες, στους οποίους περιλαμβάνονταν αριστουργήματα των Μιχαήλ Αγγέλου, Ρούμπενς, Ρέμπραντ και Βερμέερ, 2,300 σκίτσα, 954 χαρακτικά, 137 γλυπτά, 484 αρχεία, 122 ταπισερί, πάνω από 1,200 βαλίτσες βιβλία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα».
Ο λοχαγός Robert Posey και ο καθηγητής Lincoln Kirstein της MFAA κατάφεραν να μπουν στο ορυχείο. Στις 19 Ιουλίου 1945, ο επικεφαλής της μεταφοράς George Stout ανέφερε ότι φορτώθηκαν περισσότερες από 1,441 κούτες με πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά, καθώς και έπιπλα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, όλα σε άριστη κατάσταση. Τα μέλη αυτή της επίλεκτης μονάδας των Συμμαχικών Δυνάμεων κατάφεραν το ακατόρθωτο σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
Εικονιζόμενοι
Μία λίστα με υποθετικά ονόματα που απεικονίζονται είναι η εξής
1: Ζήνων ο Κιτιεύς 2: Επίκουρος 3: (Φεδερίκος II, Δούκας της Μάντοβα;) 4: Αναξίμανδρος ή Εμπεδοκλής; 5: Αβερρόης 6: Πυθαγόρας 7: Αλκιβιάδης ή ο Αλέξανδρος ο Μέγας; 8: Αντισθένης ή ο Ξενοφών; 9: Υπατία 10: Αισχίνης ή ο Ξενοφών; 11: Παρμενίδης; 12: Σωκράτης 13: Ηράκλειτος 14: Πλάτων 15: Αριστοτέλης 16: Διογένης της Σινώπης 17: Πλωτίνος 18: Ευκλείδης ή ο Αρχιμήδης 19: Ζωροάστρης 20: Κλαύδιος Πτολεμαίος; R: Απελλής 21: Πρωτογένης