Γράφει η Μαρία Δήμου
Σαν σήμερα, το 2018, απεβίωσε η Isabelle Geneviève Marie Anne Gall, για το κοινό France Gall. Η θρυλική Γαλλίδα τραγουδίστρια της ποπ μουσικής που εκπροσώπησε το Λουξεμβούργο στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision το ‘65 στην ηλικία των 17 ετών και κατέκτησε την πρώτη θέση. Η γιε-γιέ ερμηνεύτρια που γοήτευσε τη μουσική βιομηχανία με την τσαχπινιά, το νεύρο, την αγάπη της για τη μουσική και την ξεχωριστή της φωνή.
Κόρη του στιχουργού Robert Gall και της τραγουδίστριας, Cécile Berthier, η Isabelle ήταν εμφανώς μεγαλωμένη στο χώρο της τέταρτης τέχνης, με καλλιτεχνική φλέβα και όνειρα για το μέλλον της ως μουσικού. Από μικρή ηλικία, η γλυκιά Παριζιάνα ξεκίνησε ηχογραφήσεις μετά από την παρότρυνση του πατέρα της, ενώ δεν άργησε να υπογράψει συμβόλαιο στην δισκογραφική εταιρεία Philips. Για καλή της τύχη, η Philips τότε συνεργαζόταν με τον οραματιστή, Serge Gainsbourg, με τον οποίο σημείωσε και την πρώτη της μεγάλη επιτυχία στην καριέρα της, τη νίκη της στη 10η Eurovision με το τραγούδι «Poupée de cire, poupée de son».
Με την Philips κυκλοφόρησε και τον πρώτο της δίσκο, ένα φρέσκο και πλέον δυναμικό ντεμπούτο με μια εσάνς τζαζ ήχων (σε συνεργασία με τον τζαζίστα Alain Goraguer) που κυκλοφόρησε σε ποικίλες εκδοχές. Εκτός από τον Alain Goraguer, πιστός της συνεργάτης παρέμεινε κι ο Gainsbourg για τα πρώτα της δισκογραφικά βήματα σημειώνοντας μαζί επιτυχίες όπως τα «Laisse tomber les filles», «Baby Pop» και «Les sucettes» («Γλειφιτζούρια») , ένα εξαιρετικά προκλητικό τραγούδι για ένα νεαρό κορίτσι της εποχής.
Όμως ο συνήθης ύποπτος πίσω από τους τολμηρούς στίχους και την θρυλική μουσική, κατάφερε και πάλι να εκτοξεύσει μιας ακόμη ερμηνεύτριας την καριέρα στα ύψη και να γίνει στήριγμα για μια καλλιτέχνιδα που έμοιαζε από πολύ νωρίς πως επρόκειτο να λάμψει. Συγκεκριμένα, για την France Gall ως το ‘68 αυτό δεν αποτελούσε πια νέο, όταν με τον καινούργιο της δίσκο (με τίτλο: «1968») αποφάσισε να εξερευνήσει μια νέα τάση, ένα νέο είδος μουσική που αποκαλούσαν ψυχεδελικό. Το εν λόγω άλμπουμ υπήρξε και το αποχαιρετιστήριο και για τη Philips αλλά και για τον Serge, με τον οποίο δεν είπαν όμως ακόμη το οριστικό αντίο, με τους δρόμους τους να ξανασυναντιούνται αρκετά αργότερα, σε μια πιο ώριμη φάση της Gall.
Μονίμως διχασμένη ανάμεσα στην παιδικότητα και το σεξαπίλ που εναλλάξ επιθυμούσαν οι παραγωγοί διαρκώς να προβάλλουν, η France Gall ξεκίνησε πλέον να «ωριμάζει» μουσικά γύρω στη δεκαετία του ‘70 όταν ξεκίνησε και η συνεργασία της με τη δισκογραφική εταιρεία Atlantis αλλά και με τον μουσικοσυνθέτη και μέλλοντα σύζυγό της, Michel Berger (με τον οποίο απέκτησαν δυο παιδιά και παρέμειναν παντρεμένοι έως και τον θάνατό του). Πιο μελαγχολική αλλά και πιο μεστή, η Gall δεν φοβήθηκε να τολμήσει πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής και συνάμα, με έναν θεαματικό τρόπο, να σημειώσει θρίαμβο σε όλα, έχοντας ακόμη τραγουδήσει και σε άλλες γλώσσες (Γερμανικά, Αγγλικά αλλά και Ιταλικά) πλην της γαλλικής. Φυσικά η πορεία της δεν σταματά παρ’ όλα αυτά εκεί.
Η δεκαετία του ‘80 εισέρχεται αρκετά δυναμικά για την France Gall, κλείνοντας με την εταιρεία παραγωγής Apache και έχοντας πια για τα καλά ενταχθεί στον νέο ήχο, με μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ως σήμερα («Ella, elle, l’a», «Resiste») να κατατάσσονται χρονολογικά στα φανταχτερά 80’s. Όσον αφορά την σύντομη κινηματογραφική της εμπειρία, ένα από τα λίγα project που πραγματικά της κίνησαν το ενδιαφέρον υπήρξε ο ρόλος της Αλίκης, σε μια μιούζικαλ εκδοχή της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», ιδέα που δυστυχώς ποτέ δεν υλοποιήθηκε.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η France Gall υπήρξε ενεργό μέλος της κοινωνίας, συμμετέχοντας σε ποικίλου ενδιαφέροντος δράσεις μέσω της μουσικής της. Έχοντας μια άστατη και ενίοτε βαθιά θλιβερή ιστορία όσον αφορά την προσωπική της ζωή εξαιτίας ορισμένων προβλημάτων υγείας που ταλάνιζαν εκείνη και την οικογένειά της ανά τα χρόνια, η θρυλική France Gall εν τέλει αποχαιρέτησε το κοινό της στις 7 Ιανουαρίου του 2018 στην ηλικία των 70 ύστερα από μια χρόνια μάχη με τον καρκίνο του μαστού. Μετά από ήττες, επιτυχίες αλλά και απογοητεύσεις καθώς επίσης και μια αρρώστια που νικήθηκε πάνω από μια φορά στο παρελθόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως η «έξοδος» της Gall, ήταν τουλάχιστον θεαματική… Καλό ταξίδι, France Gall!