Γράφει ο Άγγελος Δ. Κανιούρας
Σημαίες μεσίστιες
Ποιοι φεύγουν;
Άλλοι χαίρονται, άλλοι θρηνούνε, άλλοι θεριεύουν
άλλοι πάλι κάτω τσουβαλιάζονται
με μια έντονη θλίψη στα σκοτεινά τους μάτια.
Είναι βαριά η στιγμή, ασήκωτη
και η πεσμένη καρέκλα στάθηκε πρόχειρα.
Κλείσανε τα περάσματα…
Οι φωνές που φτάνανε από παντού
σώπασαν σαν τα ακούρδιστα ρολόγια.
Που είναι οι αγώνες;
Στα υγρά τους χείλη
τα ερειπωμένα αστέρια
ξεβάψανε την μορφή τους.
Μοιάζει στρόγγυλη η πόλη
και τα κοπάδια των λύκων κάνουν γιουρούσι στο πλήθος.
Όλες οι στιγμές αμπαρώθηκαν
σ΄ ένα απαρηγόρητο άστρο
που σκέπασε τις κυψέλες της γλύκας.
Σημαίες μεσίστιες
Δίπλα στο ποτάμι
τα ποτήρια μεγαλώνουν την ζωγραφιά.
Εδώ, την ημέρα με γάντζους κρατούν.
Στο φόρεμά της ένα ήρεμο χαμόγελο
ξεδιαλύνει τις καπνισμένες πέτρες της ενοχής.
Μας συνθλίβει το κατρακύλισμα.
Στη θάλασσα μακριά
αρχαίοι ναυτικοί μας παλεύουν.
Άγνωστη λέξη η αναβολή…
Τρέμει μέσα στο κάματο η υπόσχεση.
Αφουγκράζεται σαν τα πουλιά την άνοιξη.
Όλα έρωτας, θάνατος και λυχνία που καίει
στο μονόκλωνο φυτίλι της.
Ωστόσο, κανείς δεν ακούει.
Κανείς δεν μιλάει.
Κανείς δεν αντιστέκεται…
Κανείς δεν μπορεί να πετάξει,
oύτε τα σπουργίτια που κλώσησαν το θαύμα της Νιόβης.
Σημαίες μεσίστιες
Ποιοι φεύγουν κι είναι η ώρα θαμπή;
Ο ένας πνίγει τον άλλον.
Κουβαλώντας λίγη ανάσα ακόμα
την κρύβει σε εκείνο το μακρινό, το άγνωστο.
Εκεί όλα θα μπορούσαν να μην υπάρχουν
σαν τους ανένδοτους αγώνες με τους αφανείς ήρωες.
Εκεί το άλλο πλευρό μας δεν μας μοιάζει
και γινόμαστε μεγάλοι
σαν τα ταξίδια που δεν τελειώνουν ποτέ.
Η απέραντη πάθησή μας, κατοικεί μέσα μας.
Η χρυσή κορνίζα, δίπλα στον μυστικό μας καθρέφτη, μας μοιάζει.
Το παλιωμένο καθαίρεσαν οι ποιητές.
Το άγριο ταριχεύτηκε.
Τώρα την σκόνη περιγράφουμε σαν δροσιά
και το ιερό σαν σκοτάδι στο δείλι.
Ο τοίχος ψηλά κρέμεται.
Αβασίλευτη η σκέψη κάτω καλπάζοντας σπαράζει.
Ολόκληρο φως σαν χέλι γλιστρά.
Τίποτα δεν θυμάμαι.
Τίποτα δεν τους θυμίζω.
Σημαίες μεσίστιες.
Ποιος φεύγει;
Όλα τα σύννεφα είναι βουβά.
Η πεταλούδα πήρε στους ώμους το πιο βαρύ φορτίο
και το ακούμπησε πάνω στο λόφο.
Τι ήρεμο μοιάζει καθώς το κοιτάς!
Όπως η μπόρα πριν ξεσπάσει αφουγκράζεται,
διαγράφει την διαδρομή
κι ύστερα ξεχύνεται καταπάνω μας.
Το προνόμιο της τύψης μυρίζει θάνατο.
Μακρύ το δοξάρι
κι η έγνοια του θερισμού αυγαταίνει,
το καλοκαίρι στα γαλάζια βουνά χτυπιέται αλύπητα.
Οι κορμοί σωριάζονται σαν σοδειά μες στ΄ αλώνια
σαν θημωνιές στους κρουνούς του Αυγούστου,
σαν σταφύλια στα ποτήρια της φωτιάς,
σαν πανσέληνος δίχως φως στα ξάστερα βράδια.
Στα υπόγεια αναστενάζουν οι βοές.
Σαν πόνος διψούν.
Τι αγκάλιασα;
Τι φίλησα;
Τι ολόφωτο μυστικό αμπάρωσα;
Με το παμπάλαιο κλειδί της τέρψης ποιον ξεγέλασα
κι υποδουλώθηκα σαν το βαρίδι στην ανυπαρξία μου;
Χωρίς να αφήσω διέξοδο
διέλυσα το αδάκρυτο ρήγμα.
Μονάχα οι άγγελοι απόμειναν να σημαδεύουν στους δρόμους τ΄
αστέρια.
Μονάχα η φλόγα τους, να μυρίζει θειάφι και να εμποδίζει το κακό.
Μονάχα το αλάτι να πασπαλίζει την πληγή,
να γιατρεύει τον πόνο και να εμποδίζει το σάπισμα.
Ότι βαφτίστηκε περήφανο, αντιστέκεται.
Σημαίες μεσίστιες
Κανένας δεν φεύγει
Όλοι προσμένουν σαν τα λουλούδια την άνοιξη.
Όλοι, ακόμα και τα μυρμήγκια που μαυρίζουν στον δρόμο του
ήλιου.
Όλοι προσμένουν σαν τον καπνό στην Ιθάκη.
Η μητέρα γη, το υνί,
το πηγάδι τη βροχή,
οι αρμαθιές των αγώνων, τα προσήλια του ονείρου,
τα κρασοπούλια, οι στοχαστές, οι ποιητές,
τα σπίτια τα αδειανά…
Τι όμορφη μέρα!
Σαν την λαμπρή σε γιορτάζουν…
Τι κι αν έσβησαν όλα στο χθες
οι σημαίες μεσίστιες μένουν
κι απάνω η μυθική απεραντοσύνη του Αχιλλέα με την πτέρνα τη
τρωτή να θυμίζουν
την κληρονομιά μας την θνητή.
Ά.Δ.Κ.
Σύνταγμα