Γράφει ο Εικαστικός, Λογοτέχνης και Θεωρητικός Τέχνης, Κώστας Ευαγγελάτος
Όταν το 2004 το Κοργιαλένειο Ίδρυμα Κεφαλονιάς μου ανέθεσε να σχολιάσω αισθητικά τα έργα κοσμικής ζωγραφικής της συλλογής του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Αργοστολίου στην έκδοση-λεύκωμα “Προσωπογραφίες και Συνθέσεις, 17ος – 20ος αιώνας”, το πορτραίτο του Σπύρου Σ. Χαροκόπου, έργο αδημοσίευτο του Γιάννη Τσαρούχη κυριολεκτικά με εντυπωσίασε για την αρμονική εικαστική του σοφία.
Πρόκειται για ελαιογραφία σε καμβά, διαστάσεων 97 Χ 77 εκ. Στη σύνθεση του Γιάννη Τσαρούχη η σχεδόν ολόσωμη προσωπογραφία του Σπύρου Σ. Χαροκόπου, σε καθιστή πόζα, με θερινή στολή της αεροπορίας είναι ένα επιδέξια δομημένο έργο του καλλιτέχνη στο οποίο αναδύονται οι συνθετικές και χρωματικές αρετές του.
Ο Τσαρούχης στην απόδοση της προσωπικότητας του συνομίληκου του άνδρα οικοδομεί το πλάνο του με χρωματικές τονικότητες και αποδίδει τη μορφή συγκρατημένα, όσον αφορά την καθιστή φόρμα, αλλά αβίαστα και ποιητικά, όσον αφορά τις αλληλουχίες των χαρακτηριστικών και τις αντιπαραθέσεις των αποχρώσεων.Ιδιαίτερα όμως η νηφάλια έκφραση και τα εκφραστικά δάκτυλα των χεριών προσεγγίζουν σε βάθος την εκλεπτυσμένη φύση και κοινωνική θέση του εικονιζόμενου.
Ο Σπύρος Χαροκόπος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1910 και πέθανε στη Ζυρίχη το 1976. Αρχιτέκτονας και συλλέκτης καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια εθνικών ευεργετών της Κεφαλονιάς. Σπούδασε αρχιτεκτονική και καλές τέχνες στο Καίμπριτζ. Πολέμησε το 1940 στην Αλβανία και μετά την πτώση του μετώπου έφυγε για την Αίγυπτο, όπου ορίστηκε σύνδεσμος της Αεροπορίας με το αγγλικό στρατηγείο.
Από νεαρή ηλικία άρχισε να συλλέγει εικόνες εξαιρετικής ποιότητας και σπανιότητας της κρητικοεπτανησιακής, “μεταβυζαντινής” σχολής. Η πολύτιμη συλλογή του κινδύνεψε να κατασχεθεί κατά τη Γερμανική κατοχή, αλλά τελικά διασώθηκε. Η συλλογή μετά το θάνατο του δωρήθηκε από την αδελφή του Ευανθία Πετρούτση στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη στο Αργοστόλι, όπου εκτίθεται και έχει γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και αισθητικών μελετών.
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και πέθανε στην Αθήνα το 1989. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ κοντά στον Δημήτρη Μπισκίνη, στον Δημήτρη Γερανιώτη, στον Σπύρο Βικάτο, στον Θωμά Θωμόπουλο και στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1927 γνώρισε τον “βυζαντινότροπο” αγιογράφο, ζωγράφο και συγγραφέα Φώτη Κόντογλου και μαθήτευσε πλάι του από το 1931 μέχρι το 1934. Το 1935 πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου γνώρισε και μελέτησε τα έργα των μεγάλων Ευρωπαίων δημιουργών.
Στο Παρίσι όμως εγκαταστάθηκε και ανέπτυξε τις πολλαπλές καλλιτεχνικές του δραστηριότητες από την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 μέχρι το 1974 σαν αυτοεξόριστος.
Με τη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε, σαν κορυφαία καλλιτεχνική προσωπικότητα, αρνούμενος δημόσιες θέσεις διδασκαλίας. Το πλούσιο και πολύπλευρο έργο του ζωγραφικό, σκηνογραφικό και συγγραφικό προβάλλεται διεθνώς από το ομώνυμο Ίδρυμα- Μουσείο του στο Μαρούσι της Αττικής.
Οι διάφορες φάσεις της ζωγραφικής του με θεματογραφία τοπία, νεκρές φύσεις και μορφές “φωβιστικής” διάθεσης, τα άφθονα σχέδια, οι ελαιογραφίες με πρόσωπα και γυμνά αισθησιακά σώματα νεαρών ανδρών, ένστολων κάθε κατηγορίας και ειδικότητας, εργατών, ανέργων, αστών και καλλιτεχνών, οι προσωπογραφίες κοριτσιών με λαικά χαρακτηριστικά και παραδοσιακές στολές καθώς και οι μεγάλων διαστάσεων συμβολικές συνθέσεις του με κλασικίζοντα θέματα, αποτελούν σήματα της συνεχούς αισθητικής του αναζήτησης.
Οι άμεσες αναφορές του στην τέχνη της Πομπηίας, των πορτραίτων του Φαγιούμ, των βυζαντινών εικόνων, σε συνδυασμό με τις εμφανείς επιρροές του από τον Ανρί Ματίς, τον αρχιτέκτονα-σχεδιαστή Πικιώνη και τον λαικό ζωγράφο Θεόφιλο, συγκρότησαν τον κύριο κορμό της προσφοράς του. Μιας αμάραντης προσφοράς που καθρεφτίζει με μεγάλη γκάμα την νεοελληνική πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που στα χρόνια του ταλαντευόταν ανάμεσα στην Ανατολή του νοσταλγικού παρελθόντος και τη Δύση του επερχόμενου μέλλοντος.