Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος,
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Ο Φώτης Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικρασίας το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον ναυτικό πατέρα του Νικόλαο Αποστολέλη και την κηδεμονία του ανέλαβε ο θείος του, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο το 1912. Στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και μέλος ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, από το 1911, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913, στην Γ’ τάξη. Όταν ήταν φοιτητής στη Σχολή είχε έρθει σε επαφή με το κλίμα της Σχολής του Μονάχου. Μάλιστα είχε καταρτίσει συλλογή με έργα από γερμανικές καλλιτεχνικές εκδόσεις της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Η περίοδος εργασίας του ως συντηρητής στο φωτογραφείο «Μπούκα και Καλιαμπέκου» επηρέασε την τεχνοτροπία του: αδρό σχέδιο, σκιοφωτισμοί, ασπρόμαυρο ζωγραφικό πλάσιμο.
Το 1914 εγκατέλειψε τις σπουδές και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο εικονογράφησης σε διαγωνισμό για το βιβλίο της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Εργάστηκε επίσης ως τορναδόρος και ανθρακωρύχος. Το 1917 έκανε περιηγητικά ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Επέστρεψε στο Αιβαλί το 1919, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Διορίστηκε καθηγητής στο Παρθεναγωγείο του όπου δίδασκε γαλλικά και τεχνικά. Το 1921 επιστρατεύτηκε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και το 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς με ένα καΐκι. Το 1923 διέμεινε στο Άγιο Όρος με πρόθεση να καλογερέψει. Το 1923 επίσης πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση του στη Μυτιλήνη με τον Κωνσταντίνο Μαλέα και λίγο μετά στην Αθήνα. Το 1933 έλαβε τελικά το πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών: «Απολυτήριον γραφικής», προκειμένου να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών ζωγραφική και ιστορία της τέχνης.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και πολλούς αρχαιολογικούς χώρους. Τα επόμενα χρόνια μετακόμιζε διαρκώς. Όταν επέστρεψε στο Αϊβαλί και μετά πρόσφυγας στην Ελλάδα θεματικά ασχολήθηκε με προσωπογραφίες. Από το 1926 και μετά οικειώθηκε τις μορφές της λαϊκής τέχνης: στην αντίληψη της φόρμας και σε ορισμένες λεπτομέρειες (απεικόνιση προσωποποιημένου ήλιου και φεγγαριού), (εικονογράφηση βιβλίου Παραμυθιών Μέγα). Θαύμαζε τις φιγούρες του Καραγκιόζη και τον λαικότροπο «ναίφ» Θεόφιλο. Θεματολογικές επιδράσεις του από τον Θεόφιλο εντοπίζονται στην απεικόνιση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη μεγάλη νωπογραφία του Δημαρχείου Αθηναίων του 1928.
Το 1932 τοιχογράφησε το σπίτι του οργανώνοντας τις τοιχογραφίες κατά τη διάταξη των μεταβυζαντινών εκκλησιών, ζωγραφίζοντας τον τοίχο από την οροφή μέχρι το δάπεδο και χωρίζοντάς το με κόκκινες ταινίες σε τέσσερις άνισες ζώνες. Στην κατοχή είχε αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι αυτό στα Πατήσια για ένα σακί αλεύρι. Ο νέος ιδιοκτήτης όμως κάλυψε με λαδομπογιά τις νεοβυζαντινές νωπογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει με ένα επιτελείο σημαντικών μαθητών του όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος.
Την περίοδο αυτή ιστόρησε τον Άγιο Νικόλαο Αχαρνών και τον Άγιο Γεώργιο Πολυκλινικής Αθηνών. Το 1960 του απονεμήθηκε ο Ταξιάρχης του Φοίνικος. Το 1961 το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου» και το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Το 1965 που πέθανε αφήνοντας τεράστιο συγγραφικό και αγιογραφικό έργο τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Νέας Μάκρης. Το 2014, το Αρχείο Φώτη Κόντογλου, το οποίο διατήρησε η κόρη του Δέσπω και ο σύζυγός της Ιωάννης Μαρτίνος, δωρήθηκε από τους εγγονούς του, Παναγιώτη και Φώτη Μαρτίνο, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Με βασική θεώρηση ο Κόντογλου κάνει με τον τρόπο και ουσιαστικά με την πίστη του ό,τι έκαναν οι κλασικιστές, οι ναζαρηνοί, οι νεογοτθιστές, οι νεορομαντικοί που σε όλον τον 19ο αιώνα καλλιεργούσαν τα διάφορα ιστορικά στυλ. Και στην Ελλάδα του ύστερου 19ου αιώνα στα πλαίσια του κλασικισμού καλλιεργήθηκε ένας ιδιότυπος βυζαντινισμός. Ο Κόντογλου θα ακολουθήσει ένα ιδιότυπο λαϊκοβυζαντινό στυλ με εμμονική αφοσίωση και φανατική αντίθεση στον μοντερνισμό. Η τέχνη του χαρακτηρίζεται από εικονιστική παραμόρφωση μορφών, έλλειψη προοπτικής, μεταφυσικά χρώματα, αφαιρετική γράμμωση. Μορφολογικά αλλά και ως προς την εσωτερική έκφραση ορισμένα θυμίζουν πίνακες του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού.
Ο Κόντογλου καταργεί την προοπτική υπό την επίδραση της πριμιτιβιστικής τέχνης, αντιγράφει πιστά τα αγιογραφικά μοτίβα και αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για τα χειρόγραφα. Ως πεζογράφος “μπολιασμένος” από τη γλώσσα των θαλασσινών, τα συναξάρια των αγίων κι έναν εξωτικό κοσμοπολιτισμό, ο Κόντογλου επηρέασε μεταγενέστερους πεζογράφους αποτελώντας τον πρόδρομο της γενιάς του 1930. Το θησαυρισμένο συγγραφικό έργο του εκτείνεται σε έντεκα τόμους.
Χαρακτηριστικά έργα του: «Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς», «Βασάντα», «Ο Θεός Κόνανος», «Ιστορίες και περιστατικά» και «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», «Αστρολάβος».
Ο Κυριάκος Κουτσομάλλης, Διευθυντής του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή και επιμελητής της έκθεσης «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους» αναφέρει: «Με λογιότητα, οξυμένη νόηση, χαρισματικό λόγο, γενναιοδωρία προθέσεων και αισθημάτων, ακλόνητη βεβαιότητα και συγκινησιακή ευαισθησία, θέλησε τον εαυτό του ανόθευτο φορέα των παραδόσεων του Γένους. Με τη συζευκτική ενάργεια του αφηγηματικού λόγου και τον ζωγραφικό λυρισμό του χρωστήρα του, αναδείχθηκε αφυπνιστής της εθνικής συνείδησης και ζωγράφος της λειτουργικής τέχνης της Ορθοδοξίας».
Η οικειοποίηση της αισθητικής θέσης του Φώτη Κόντογλου και της θριαμβικής επικράτησης της βυζαντινότροπης εικονογράφησης των ναών μέχρι σήμερα καθώς και των πολλαπλών θεμάτων που άπτεται για την γηγενή εκκλησιαστική παράδοση και την εξέλιξη της τέχνης χρήζει βέβαια σε βάθος αναλύσεις των συγκυριών και των συμφερόντων που την καθιέρωσαν.