Γράφει η Μαράη Γεωργούση, Δρ. Ιστορικός Τέχνης
Το βιβλίο του Βαγγέλη Παππά «Ο ΑΧΜΑΚΗΣ» αποτελεί ένα μυθιστόρημα γνώσης και πολιτισμού. Προσφέρεται για την ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας της εποχής με έναν όσο το δυνατόν πιο διαρθρωτικό, συνολικό και ταυτόχρονα ενδιαφέροντα και ξεκάθαρο τρόπο.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ υπήρξε ένας εξαιρετικός Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, που γεννήθηκε μεταξύ του 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης και το 1934 έφυγε από τη ζωή μόνος και σχεδόν άγνωστος ακόμα
Εκτός από την τέρψη, η εισφορά αυτού του βιβλίου έγκειται στην παρουσίαση της ζωής και του έργου του Θεόφιλου από τα παιδικά του χρόνια μέχρι το τέλος του σαν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές ενός σπουδαίου λαϊκού Έλληνα καλλιτέχνη. Υμνεί την ελληνικότητα, την πατρίδα και την λαϊκή παράδοση, ενώ μας φορτίζει έντονα συναισθηματικά. Είναι γραμμένο σε γλώσσα πλούσια, μεστή, που δημιουργεί εικόνες διεγείροντας την φαντασία του αναγνώστη. Πραγματεύεται έξυπνα και κυρίως εύληπτα μέσα από τις αφηγήσεις την ελληνικότατα, τον ανθρωπισμό, τις ρίζες μας, πλάθοντας ψυχογραφικά τους χαρακτήρες και αναπλάθοντας μια ολόκληρη εποχή.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ υπήρξε ένας εξαιρετικός Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, που γεννήθηκε μεταξύ του 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης και το 1934 έφυγε από τη ζωή μόνος και σχεδόν άγνωστος ακόμα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Ο «ζερβοκουτάλας», καθότι αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον αποκαλούσαν περιπαικτικά όσο ζούσε, έμελλε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής και όχι μόνο τέχνης.
Ο Θεόφιλος με την τέχνη του να αποτελεί συνώνυμο της ελληνικότητας, απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος, που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής.
Σε όλη του την ζωή ήταν ιδιαίτερα φτωχός και συχνά ζωγράφιζε τοίχους καφενείων, ελαιοτριβείων, φούρνους, μύλους ή σπιτιών μόνο για ένα πιάτο φαγητό. Στο Βόλο ζωγραφίζει και πλήθος επιγραφών στα προσφυγικά των εκδιωχθέντων από την Μικρά Ασία. Δυστυχώς ελάχιστα έργα του έχουν διασωθεί μετά από σεισμούς και πυρκαγιές αλλά και από κατεδαφίσεις και αμέλεια.
Ο Γιάννης Κοντός ο πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του 1821, αρχαίους θεούς και τοπία. Ο γαιοκτήμονας συνήθιζε να λέει για τον Θεόφιλο : «Αυτός, παιδί μου, ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια». Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Η ντελικάτη φύση του αλλά κυρίως η επιλογή του από μια ηλικία και μετά, να εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ένδυσης και να φοράει φουστανέλα, όπως ακριβώς οι ήρωες που απεικονίζονταν στα έργα του, σε συνδυασμό με την τραχύτητα της εποχής, τον έφερναν συχνά σε δύσκολη θέση, καθώς έπεφτε θύμα εμπαιγμού και περιφρόνησης. Ένα ιδιαίτερα σκληρό περιστατικό έλαβε χώρα στον Βόλο, το 1927, μετά από αυτό τρόμαξε τόσο και επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο», αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία: «Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτρέτο του. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στον φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο το γύρισε κάθετα, χωρίς ίχνος προοπτικής, και επάνω του τοποθέτησε το ψωμί.
Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε, απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται». Αυτή η στιγμή είναι υπέροχα ερμηνευμένη από τον νεαρό τότε ηθοποιό Καταλειφό στην ταινία του Παπαστάθη για τον Θεόφιλο.
[Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του ‘βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του…]
Ο Σεφέρης με έναυσμα την ομιλία του στην Αλεξάνδρεια το 1943 για τον Μακρυγιάννη, με αυτόν τον τρόπο περιέγραψε την καλλιτεχνική πορεία και την ζωή του Θεόφιλου αναφέροντας επίσης «Θυμούμαι πάντα τον Θεόφιλο, όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη». «Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δεν σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό, αλλά και να διδαχτούμε από τον λαό».
Παρατηρώντας προσεκτικά την δουλειά του Θεόφιλου θα μπορούσαμε να την διαιρέσουμε σε τρείς σημαντικές και απολύτως διακριτές περιόδους μεταξύ τους.
Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας, τα δημιουργήματα που φιλοτέχνησε εκεί, είναι στην πλειονότητά τους, εκτός κάποιων αριστουργηματικών εξαιρέσεων, τονικά περιορισμένα, με σχεδιαστική τάση που δεν ολοκληρώνεται και ίσως σφιγμένα. Ωστόσο οι εξαιρέσεις αυτής της περιόδου είναι θαυμάσιες παρουσιάζουν ένα αποτέλεσμα σχεδιαστικό αλλά σκληρό. Η εποχή της επιστροφής του στη Μυτιλήνη μπορεί να σηματοδοτήσει τη δεύτερη καλλιτεχνική περίοδο της ζωής του, την οποία χαρακτήριζε ένα είδος δισταγμού αλλά και επιμέλειας που φαίνεται στα έργα του Βόλου.
Την χρωματική του παλέτα συνθέτουν σπάνιοι τόνοι, δουλεμένοι με λεπτότητα που αντικατοπτρίζουν μια χρωματική ευφορία. Στα έργα αυτά αν και ο Θεόφιλος ασχολείται λιγότερο με το σχεδιαστικό τους κομμάτι δίνουν την αίσθηση των περισσότερο σχεδιασμένων. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί το χρώμα ο καλλιτέχνης μαγεύει. Όπως λέει και ο Τσαρούχης «… Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου».
Όταν ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος είδε το έργο του μίλησε με ενθουσιασμό στον μυτιληνιό Στρατή Ελευθεριάδη (Teriade). Περίπου στο χρονικό διάστημα που συναντά τον Teriade ίσως και λίγο νωρίτερα η ζωγραφική του αλλάζει ξανά. Αυτή μπορεί να θεωρηθεί η τρίτη περίοδός του. Τα ζωηρά έντονα και πολύτιμα χρώματά του, παίρνουν πλέον μια πιο ζεστή και περισσότερο ζωγραφική χροιά, έτσι λειτουργούν πρωταγωνιστικά και το αποτέλεσμα του σχεδιασμένου το επιτυγχάνει ο Θεόφιλος με τον δικό του προσωπικό τρόπο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, έγραψε: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο».
Γιατί λοιπόν είναι «ευεργετικό» και ενδιαφέρον το βιβλίο αυτό; Ο πολιτισμός και κάθε μορφή τέχνης, εκπαιδεύουν τους ίδιους τους ανθρώπους δίνοντάς τους ερεθίσματα να σκέφτονται, να δρουν και να εξελίσσονται. Η γνώση του παρελθόντος μας, το ψυχογράφημα μιας εποχής, η πορεία μιας προσωπικότητας όπως εκείνης του Θεόφιλου μόνο να μας διδάξει μπορεί.
Αναφερόμαστε στον όρο «πολιτισμός» έχοντας στο μυαλό μας τις εννοιολογικές προεκτάσεις της έννοιας. [Η λέξη «πολιτισμός», (εκ του πόλις-πολίτης/Γαλλ. Civilisation/Αγγλ. Civilization), χρησιμοποιήθηκε συχνά από τον νεοέλληνα διαφωτιστή Αδαμάντιο Κοραή τον 18ο αιώνα. Έννοια συνυφασμένη με την πολυπολιτισμική κοινωνία, την επιστημονική πρόοδο, την αναβάθμιση των θεσμών, το επίπεδο διαβίωσης, καθώς και το σύνολο των ανθρωπίνων επιτευγμάτων].
Τα βιβλία μας ταξιδεύουν, αποτελούν πολυδιάστατο, διεπιστημονικό πνευματικό χώρο, ανοιχτό και πρόσφορο στον πλουραλισμό και στην αυθεντικότητα της ποικιλομορφίας των πολιτισμικών εκφάνσεων της κάθε κοινωνίας, της κάθε περιοχής. Η τέχνη, ο πολιτισμός, η φιλοσοφία προάγουν παραγωγικά τον διάλογο μεταξύ ενός κατανοητού παρελθόντος και ενός επιθυμητού μέλλοντος ενός πλουραλιστικού δημιουργικού κόσμου.