Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ γεννήθηκε το 1898 στην Βελγική πόλη Λεσίν. Καθοριστικό ρόλο στην πορεία του διαδραμάτισαν τα τραυματικά παιδικά του βιώματα. Το 1912, στα 14 χρόνια του, η μητέρα του αυτοκτόνησε στον ποταμό Σαμπρ. Αναφέρεται ότι ο Ρενέ ήταν μπροστά όταν την ανέσυραν από τον ποταμό, με την μορφή της καλυμμένη από το φόρεμά της. Ένα μοτίβο που εμφανίστηκε αργότερα με παραλλαγές σε ζωγραφικές συνθέσεις του.
Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, από το 1916 έως το 1918. Εκεί γνωρίστηκε με την Ζωρζέτ Μπερζέ, με την οποία παντρεύτηκε το 1922. Ο Μαγκρίτ δούλεψε αρχικά σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε ταπετσαρίες τοίχων, και σχεδίαζε αφίσες και διαφημίσεις μέχρι το 1926. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο με την Galerie la Centaure των Βρυξελλών και αφοσιώθηκε στη ζωγραφική.
Το 1926 ζωγράφισε τον πρώτο του σουρεαλιστικό πίνακα, με τίτλο «Ο χαμένος αναβάτης», και το 1927 έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες. Οι τεχνοκρίτες όμως τον αντιμετώπισαν αρνητικά. Απογοητευμένος μετακόμισε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον κύριο θεωρητικό του σουρεαλιστικού κινήματος Αντρέ Μπρετόν. Ο Μαγκρίτ το 1929 εντάχτηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα Βελγίου. Αποχώρησε από αυτό αρκετές φορές λόγω διαφωνιών σχετικά με τις κομματικές αφίσες.
Το 1930 έγινε μέλος της δυναμικής ομάδας των σουρεαλιστών. Όταν η Galerie la Centaure έκλεισε και το συμβόλαιό του έπαυσε να ισχύει, ο Μαγκρίτ επέστρεψε στη διαφήμιση, τις εφαρμογές και τις Βρυξέλλες, όπου και παρέμεινε κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής του Βελγίου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διακόπηκε όμως η επαφή του με τον Μπρετόν και ως αντίδραση στη ζοφερή κατάσταση που προξένησε η κατοχή, το 1943-44 τράπηκε σε ένα ζωηρόχρωμο ζωγραφικό στυλ, γνωστό ως «περίοδος Ρενουάρ», ενώ πειραματίστηκε με ένα ακραίο είδος ζωγραφικής, με ωμές θεματικές, που ο ίδιος το ονόμασε «Vache» (αγελάδα).
Το 1947 συνεργάστηκε με τον γκαλερίστα Αλέξανδρο Ιόλα. Η πλειοψηφία των έργων του απευθυνόταν σε Βέλγους πελάτες, αλλά ο Ιόλας συνέχισε να προωθεί με εκθεσιακή επιτυχία τον Μαγκρίτ στην Ευρώπη και την Αμερική, παγιώνοντας την φήμη του. Στο σύνολο της η τέχνη του Μαγκρίτ ταυτίστηκε με το ύφος του σουρεαλισμού. Εκτός από φανταστικά στοιχεία, το έργο του είναι συχνά πνευματώδες και χιουμοριστικό. Επίσης ζωγράφισε μια σειρά σουρεαλιστικής εκδοχής άλλων γνωστών πινάκων, ενώ έκανε και αντίγραφα έργων μεγάλων καλλιτεχνών του παρελθόντος. Στις ΗΠΑ εκτέθηκαν τα έργα του στη Νέα Υόρκη το 1936, το 1965 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και το 1992 στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Τέχνης. Ο Μαγκρίτ πέθανε το 1967 στην πόλη Σέρμπεεκ και τάφηκε στις Βρυξέλλες.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ αναδείχτηκε σε μία από τις πιο ιδιότυπες και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού σουρεαλισμού. Δημιούργησε εντυπωσιακά έργα, τοποθετώντας συνθετικά οικεία αντικείμενα σε ασυνήθιστα περιβάλλοντα. Πίστευε ότι «το μη πραγματικό είναι το κέλυφος του πραγματικού» και πάνω σε αυτή την πεποίθηση ύφανε τη ζωή και την γεμάτη γρίφους αισθητική του έκφραση.
Στους πίνακες του επιδίωκε να αποκαλύψει τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας εξωπραγματική ατμόσφαιρα συνδυάζοντας ρεαλιστικά, ονειρικά, ερωτικά και υπερλογικά στοιχεία, ενίοτε σχετικά με την μεταφυσική τέχνη του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο που θαύμαζε απεριόριστα. Ο Μαγκρίτ ασχολήθηκε και με την γλυπτική, με ανάλογο σουρεαλιστικό ύφος μεταφέροντας μνημειακά μοτίβα, από γνωστές ζωγραφικές συνθέσεις του, με ορείχαλκο στον τρισδιάστατο χώρο.
Ο Μαγκρίτ προσωπικά ήταν πεσιμιστής και αγνωστικιστής. Του άρεσε να εικονογραφεί γρίφους και ποτέ δεν έδινε ερμηνείες για τα έργα του. Όπως έλεγε: « Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι – είναι απλά άγνωστο». Καλύπτοντας πρόσωπα, κεφάλια και σώματα δεν επιδίωκε τόσο να κρύψει τα χαρακτηριστικά τους, όσο να δείξει την αποξένωση της ανθρώπινης κατάστασης. Ανέφερε σε κείμενο του: «Ό,τι βλέπουμε κρύβει ένα άλλο πράγμα, πάντα θέλουμε να δούμε τι είναι κρυμμένο πίσω από αυτό που βλέπουμε». Από τα πιο διάσημα εικαστικά αινίγματα του είναι η σύνθεση του με τίτλο «Η προδοσία των εικόνων», 1928, που απεικονίζει μια ξύλινη πίπα σε μονόχρωμο μπεζ φόντο, ενώ από κάτω διαγράφεται καλλιγραφικά η φράση: «Αυτή δεν είναι μια πίπα!». Ο Μισέλ Φουκώ, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς της σύγχρονης σημειολογίας και γλωσσολογίας, θα έδινε τον ίδιο τίτλο σε ένα από τα περίφημα δοκίμια του, όπου διερευνά το «φαίνεσθαι» και το «είναι».
Πολλοί από τους γνωστότερους πίνακες του καλλιτέχνη εκτίθενται στο Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες και άλλα μουσεία. Ο συνθετικός τρόπος και η οπτική του επηρέασαν έντονα νεότερους υπερρεαλιστές αλλά και την ευρύτερη λαϊκή κουλτούρα της μοντέρνας εποχής, χάρη στη μοναδική του ικανότητα να συνταιριάζει με εντελώς διαφορετικό τρόπο τα συνηθισμένα αισθητικά αντικείμενα. Η ικανότητα του αυτή έκανε το έργο του εξαιρετικά δημοφιλές, ειδικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Μεγάλο μέρος της δημιουργίας του έχει χρησιμοποιηθεί σε βιβλία, έντυπες διαφημίσεις και με πολλούς άλλους τρόπους εφαρμογών, λόγω του ελκυστικού του στυλ. Ο χαρακτηρισμός «Πάπας της ποπ-αρτ» που του αποδόθηκε, πριν από την ανάλογη απόδοση του ίδιου τίτλου στον Άντυ Γουόρχολ, μάλλον δεν τον χαροποίησε καθώς θεωρούσε την «pop» φθηνή και είχε σχετικά επισημάνει: «Πρόκειται για στυλ διαθέσιμο σε κάθε επιτυχημένο διακοσμητή παραθύρων».
Το πολυσχιδές έργο του μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι στην εικαστική επικαιρότητα, στην πατρίδα του και παγκόσμια. Ο Μαγκρίτ δεν εισήγαγε απλώς ένα νέο τεχνοτροπικό ύφος, ήταν ένας κορυφαίος εκπρόσωπος του σουρεαλιστικού κινήματος και καθιέρωσε με το προσωπικό του στίγμα έναν πρωτόγνωρο και αναγνωρίσιμο άμεσα τρόπο να βλέπουμε και να επικοινωνούμε με την τέχνη του. Έναν τρόπο αποδοχής οπτικοποιημένων γρίφων μιας ζωτικής και επιδέξιας εικονογράφησης υποσυνείδητων καπρίτσιων, ενστίκτων, πληγών και βιωματικών συσχετίσεων. Όλα έντεχνα αποκυήματα της δυσπιστίας του για την πραγματικότητα.