Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
«Το Προξενιό της Άννας» (1972), αποτελεί το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του θρυλικού -πλέον- Παντελή Βούλγαρη, μετά από τις δυο μικρού μήκους ταινίες που κερδίσαν τα βραβεία, απέσπασαν την δημοσιότητα που χρειαζόταν να αποτολμήσει την μετάβαση στο πιο απαιτητικό σινεμά (μεγάλου μήκους) και να γίνει το βαρύ όνομα που γνωρίζουμε σήμερα. Η πρώτη του απόπειρα συνιστά μια από τις ταινίες-ορόσημα, ιστορικής πια σημασίας, που εγκαινίασαν τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο μαζί με άλλες ταινίες ογκόλιθους οι οποίες ανοίξαν και αυτές νέους ορίζοντες στην αποτελματωμένη κινηματογραφικά Ελλάδα. ‘Ηταν επιτακτική ανάγκη να ξανανακατευτεί η τράπουλα και να παραχθούν ρεαλιστικές, τολμηρές ταινίες από μια ιδιαιτέρως ανήσυχη φουρνιά-γενιά κινηματογραφιστών, παράλληλα με τα αντίστοιχα κινήματα στο εξωτερικό που διαμόρφωσαν όλα μαζί το καινοτόμο εκείνη την εποχή παγκόσμιο σινεμά με επαναστατικά κινήματα να ξεπηδάνε το ένα μετά το άλλο και να βγαίνουν από την εσωστρέφεια που δέσποζε.
Αριστουργηματικές ταινίες όπως η «Αναπάρασταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, «Ο Ιωάννης ο Βίαιος» της Τόνιας Μαρκετάκη και μια χούφτα άλλες, έστρωσαν ένα καρπερό έδαφος για μια πλούσια κινηματογραφική εμπειρία που θα ακολουθούσε χάρη σε αυτούς, αναπλάθοντας το ελληνικό σινεμά εκ θεμελίων. «Το Προξενιό της Άννας», είναι η πρώτη και ίσως η μοναδική ταινία του ταλαντούχου σκηνοθέτη που κινείται σε άκρως μινιμαλιστικά μονοπάτια και αποτυπώνει με τα πιο λιτά και ρεαλιστικά μέσα το εσταντανέ μιας νεαρής κοπέλας και τον σκόπελο που βιώνει σε μια εποχή υπόρρητου πειθαναγκασμού και πατροπαράδοτης καταπίεσης.
Η Άννα μια νεαρή υπηρέτρια ελλείψει δικής της οικογένειας, εργάζεται σχεδόν όλη της τη ζωή ως εσωτερική για ένα ανδρόγυνο και την ηλικιωμένη μητέρα, έχοντας μαύρα μεσάνυχτα για το προξενιό που της ετοιμάζουν. Μετά το πέρας του ανεπίσημου συνοικεσίου και ενώ η Άννα αρχίζει να ζει την ζωή που δεν γνώρισε ποτέ για μια βραδιά με τον μειλίχιο αλλά άγνωστο άνδρα που της «πασάραν», θα αρχίσει να ξεθαρρεύει και τα αφεντικά της θα αλλάξουν άρδην την γνώμη τους προκειμένου να μην χάσουν την υπηρέτριά τους, αποκαλύπτοντας το αληθινό τυραννικό τους πρόσωπο σε ένα ευνοικό κοινωνικά περιβάλλον για αυταρχικές συμπεριφορές.
Η Άννα είναι μια συνεσταλμένη γυναίκα, ένα άβγαλτο θηλυκό, ένα καταδεκτικό αλλά δυστυχώς υπερβολικά πειθήνιο πλάσμα που ζει με το ανδρόγυνο και την γριά γυναίκα, περνώντας μια βαρετή και πληκτικά προβλέψιμη ζωή και που έφτασε -σύμφωνα με τα λεγόμενα τους- σε ηλικία να παντρευτεί και να φτιάξει το δικό της νοικοκυριό. Θα της γνωρίσουν λοιπόν τον άνδρα που θα περάσει από την αξιολογική κρίση της οικογένειας και του σογιού, με ανακριτική διάθεση, προκειμένου να πείσει για την καταλληλότητά του ως επάξιου συζύγου της Άννας. Η ταινία εκκινεί από μια σύντομη αλλά άκρως χαρακτηριστική ρουτίνα της κοπέλας, από την εκκλησία που θα επισκεφτεί το πρωί και τον καθιερωμένο καφέ που θα ετοιμάσει στα μέλη της οικογένειας, παρουσιάζοντάς μας ευθύς αμέσως μια μάλλον άχρωμη και άοσμη ζωή που σίγουρα δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών αλλά περισσότερο αναγκαστικού συμβιβασμού, μέσω μιας άρρητης καταπίεσης που έχει παραλύσει κάθε πράξη αυτενέργειας.
Την ίδια μέρα η στεγνή καθημερινότητά της θα «εμπλουτιστεί» με την επίσκεψη της ευρύτερης οικογένειας και θα καταλήξει σε μια εθιμοτυπική μάζωξη, με απώτερο στόχο το προξενιό που σοβεί ερήμην της Άννας. Μέσα από μια ηθογραφική απεικόνιση της παραδοσιακής οικογένειας παρακολουθούμε ταυτόχρονα τη ζωή ενός πλάσματος που κοχλάζει συναισθηματικά χωρίς να το εξωτερικεύει, μια οιμωγή που καταπιέζει με τον ίδιο τρόπο που και η ίδια η Άννα καταπιέζεται από τον περίγυρο και δεν της δίνεται κανένας λόγος, καμία ευκαιρία να εκφράσει τις επιθυμίες της, να υπερκεράσει τα πρέπει των άλλων και να αποφασίσει για την ζωή της.
Άπειρη σαν το απάτητο το χιόνι, ακοινώνητη (για προφανείς λόγους) αλλά όχι αντικοινωνική, πάντα με σκυμμένο το κεφάλι έμαθε να γνέφει καταφατικά σε κάθε θέλημα, μια προσωπικότητα γαλουχημένη να υπακούει, να είναι πάντα παρούσα αλλά να μην συμμετέχει, θα βγει το ίδιο βράδυ του προξενιού για να γνωριστεί καλύτερα με τον παντελώς άγνωστο άνδρα -με την προτροπή του πατέρα φυσικά- κάτι το οποίο θα αποδειχθεί καταλυτικό για την αφύπνισή της. Πράγματα καθημερινά αλλά απολύτως ζωτικής σημασίας για την ωρίμανση, την ενηλικίωση, το κοινωνείν εν γένει, θα ανοιχτούν αποκαλυπτικά μπροστά της σε ένα μόνο βράδυ. Να φάει σε μια ταβέρνα, να δει κόσμο, να περπατήσει μια βόλτα με το αντίθετο φύλο, να ερωτευτεί, να ζήσει, να διασκεδάσει. Αυτά για εκείνη είναι πρωτοφανείς προσλαμβάνουσες, μύχειες σκέψεις που της έχουν εμφυτευτεί παιδιόθεν ως αμαρτωλά, εκ του πονηρού ερεθίσματα που πρέπει να αποποιηθεί.
Όσο λοιπόν θα παρασυρθεί από την ανάγκη της να ζήσει όσο περισσότερα μπορεί και να γνωρίσει τον άνδρα που μάλιστα θα ερωτευτεί το ίδιο βράδυ της εξόδου τους, θα παρέλθει η ώρα που της είχαν θέσει για να επιστρέψει το βράδυ πυροδοτώντας την οργή των αφεντικών της και την μεταστροφή του χαρακτήρα τους. Θα διαπιστώσουν πολύ γρήγορα ότι θα χάσουν το «κορόιδο» που τους υπηρετούσε και με διάφορες προσβολές και ψεύδη θα της επιβληθούν μέσω ενός ξενδιάντροπου ψυχολογικού πολέμου, προκειμένου να την πείσουν να μην εγκαταλείψει το σπίτι και να παρατήσει τον άνδρα που οι ίδιοι της σύστησαν. Η Άννα που μόλις ανακάλυψε την αδικία που βιώνει μη έχοντας μάθει να διαφεντεύει τα του οίκου της και μια ζωή έπραττε καθ’ υπόδειξη και κατ’εντολή των άλλων, θα επιχειρήσει να αντιταχθεί απέναντι στην κατεστημένη αντίληψη με μια επαναστατική ιαχή που δυστυχώς θα βρει βουλωμένα αυτιά…
Ο Παντελής Βούλγαρης στην πιο άμεση και ουσιαστική ταινία της καριέρας του θα παρουσιάσει έναν κόσμο πολύ κοντά και μακριά σε εμάς, με τα απόνερά του να δηλητηριάζουν μέχρι και σήμερα την ελληνική πατριαρχική κοινωνία, έχοντας ενσταλάξει τους σπόρους του συντηρητισμού και οπισθοδρομισμού σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητας. Με αβίαστη αφηγηματικά ροή, ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό, αντισυμβατικές γωνίες λήψεις όπως προστάζει ο νεότευκτος τότε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος και με την φωτογραφία του Νίκου Καβουκίδη και το μονταζ του Ντίνου Κατσουρίδη, η ταινία επικεντρώνεται άψογα στην αφήγηση μια ιστορίας βασισμένης σε προσωπικό βίωμα του σκηνοθέτη και σίγουρα εύκολο να εντοπίσει κανείς ομοιότητες από πάμπολες περιπτώσεις από την πραγματικότητα. Η απαρχαιωμένη εθιμοτυπική διαδικασία και η αποκτήνωση με την φορεσιά της παράδοσης αγνοούσε κάθε έννοια χειραφέτησης, αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας. «Το Προξενιό της Άννας» αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου που θα σε κάνουν να κλάψεις, να συμπονέσεις και να θυμώσεις, θαυμάζοντας το μεγαλείο της και τα γνήσια υλικά κατασκευής της.