Site icon Artviews

Το βαρυσήμαντα ανάλαφρο έργο του ΄Ερμαν Έσσε: Ένα χρονολόγιο

Πηγή εικόνας: www.kulturverein-schloss-eulenbroich.de

Γράφει ο Γιώργος Δήμος

Γεννημένος το 1877 στο Καλβ της Βυρτεμβέργης, στη Γερμανία, ο Έρμαν Έσσε απολαμβάνει μέχρι και σήμερα, 60 χρόνια μετά το θάνατό του, σε ηλικία 85 χρονών, ένα status στην παγκόσμια λογοτεχνία εφάμιλλο εκείνου του Γκαίτε, που ελάχιστοι άνθρωποι των γραμμάτων κέρδισαν κατά τον 20ο αιώνα. Το όνομα του Γερμανο-Σουηδού συγγραφέα είναι συνυφασμένο, τόσο με εκείνο της νουβέλας του, «Ντέμιαν» (1919), όσο και με εκείνο της αλληγορίας του, «Σιντάρτα» (1922), εκείνο του πρωτο-ψυχεδελικού μυθιστορήματός του, «Ο Λύκος της Στέπας» (1927), ή εκείνο του φουτουριστικού του έργου, «Το Παιχνίδι με τις Χάντρες» (1943).

Σαν τον Φραντς Κάφκα και τον Τζέιμς Τζόυς, ο Έσσε διαβάστηκε και αγαπήθηκε εξίσου σε όλο τον κόσμο, ενώ τα διορατικά του σχόλια σχετικά με την επικίνδυνη άνοδο του μιλιταρισμού στη Γερμανία, μια δεκαετία πριν την εγκαθίδρυση του ναζισμού και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον έχουν χαρακτηρίσει ως ένα είδος προφήτη. Μαζί, ίσως, με τον Αλμπέρ Καμύ, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, συνεχίζει να έχει τη μεγαλύτερη απήχηση ανάμεσα στο εφηβικό και νεανικό κοινό, αλλά τα έργα του διδάσκονται και σε σχολεία και πανεπιστήμια. Όλα τα βιβλία του Έσσε έχουν ως κοινή θεματολογία την αναζήτηση των κεντρικών τους ηρώων για αυθεντικότητα, αυτογνωσία και πνευματισμό, ανεξάρτητα από την πλοκή ή το συμβολισμό τους.

Ο Έσσε σε νεαρή ηλικία. Πηγή εικόνας: www.kloster-maulbronn.de

Ο πατέρας του Έσσε, Γιοχάνες, ήταν ιεραπόστολος και η μητέρα του τον παντρεύτηκε αφότου πέθανε ο πρώτος της σύζυγος. Χάρη στο επάγγελμα του πατέρα του, αλλά και την πλούσια ιστορία του πολυπολιτισμικού γενεαλογικού του δέντρου (υπήρχαν γερμανοβαλτικές και σουηδοελβετικές ρίζες και ο Έσσε έζησε σε νεαρή ηλικία στην Ινδία, όπου είχε αποσταλεί ο πατέρας του, μέχρι που η οικογένειά του εγκαταστάθηκε τελικά στη Βασιλεία), ο συγγραφέας γνώρισε πολλές διαφορετικές κουλτούρες από πολύ νωρίς και στράφηκε σύντομα στον πνευματισμό.

Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, όσο αφορούσε τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, ο Έσσε μελέτησε πολλές ξένες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και Λατινικά. Αρχικά, στόχος της οικογένειάς του ήταν να σπουδάσει θεολογία, όμως όταν αναγκάστηκε να παρακολουθήσει το Ευαγγελικό Θεολογικό Σεμινάριο στο μοναστήρι του Μάουλμπρον, εκείνος το έσκασε ύστερα από επτά μήνες και έκανε απόπειρα αυτοκτονίας.

«Bigogno» (1926), πίνακας του Έσσε. Πηγή εικόνας: www.artsy.net

Το συμβάν αυτό οδήγησε τον νεαρό τότε Έσσε σε νευρολογική κλινική, από την οποία βγήκε αποθεραπευμένος σε λιγότερο από τέσσερις μήνες. Ανήσυχο πνεύμα και πάντα με μια ροπή προς την περιπέτεια, ο μέλλον συγγραφέας έκανε σχέδια να φύγει για τη Βραζιλία, ενόσω δούλευε κοντά στον πατέρα του στο Καλβ. Η καλλιτεχνική του φλέβα άρχισε ήδη να εκδηλώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1890 και τα πρώτα του μυθιστορήματα κυκλοφόρησαν τότε, με μικρή αρχικά απήχηση. Παράλληλα, αρθρογραφούσε και στην εφημερίδα Allgemeine Schweizer Zeitung.

«Πήτερ Κάμεντσιντ» (1904). Πηγή εικόνας: www.willhaben.at

Ως νέος συγγραφέας, ο Έσσε πειραματίστηκε με πολλά λογοτεχνικά είδη και εκτός από πεζά, ή δημοσιογραφικά άρθρα και μερικές βιογραφίες, εξέδωσε το 1898 την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο, «Ρομαντικά τραγούδια». Το πρώτο μυθιστόρημά του, που συνάντησε επιτυχία, ήταν το «Πήτερ Κάμεντσιντ» (1904), που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Φίσερ, στο Βερολίνο, με τον οποίο επρόκειτο να εκδώσει μερικά από τα σημαντικότερα έργα του.

Το «Πήτερ Κάμεντσιντ» είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, με την ευρύτερη έννοια του όρου, και καταπιάνεται με θέματα που απασχολούσαν τον Έσσε την περίοδο εκείνη, όπως είναι οι μυθολογίες των Ινδουιστών και των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και η φύση του μοντέρνου πολιτισμού. Η παιδεία του Έσσε, με τα σημερινά δεδομένα, θα κατηγοριοποιούταν αμέσως ως «κλασσική», κάτι το οποίο τον φέρνει πιο κοντά στους γίγαντες της γερμανικής λογοτεχνίας, σαν τον Γκαίτε, τον Σίλερ, κλπ. Εκείνη την εποχή κάνει τον πρώτο του γάμο με την Μαρία Μπερνούλι και το 1905 γεννιέται ο γιος του Μπρούνο.

Ο συγγραφέας σε ένα βουνό, στο Λουγκάνο. Πηγή εικόνας: www.ticinotopten.ch

Η περίοδος αυτή είναι ευτυχισμένη για τον Έσσε, καθώς οι επαγγελματικές του δραστηριότητες αποδίδουν καρπούς και εκτός από τα βιβλία, «Κάτω από τον τροχό» (1906), «Γείτονες» (1908) και «Γερτρούδη» (1910), που εκδίδονται σχεδόν το ένα μετά το άλλο, ο συγγραφέας γίνεται συνεκδότης του περιοδικού Mӓrz. Το 1909 γεννιέται ο δεύτερος γιός του, Χάινερ, και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται και ο Μάρτιν.

Αξίζει να θυμηθεί κανείς, βέβαια, ότι η περίοδος εκείνη είναι μια περίοδος ευμάρειας σε ολόκληρη την Ευρώπη και στη Γαλλία την ονόμασαν «Belle Époque», που σημαίνει «όμορφη εποχή». Ο Έσσε κάνει ταξίδια στις Ινδίες, αποτέλεσμα των οποίων είναι το βιβλίο με τις σημειώσεις του που εκδόθηκε τότε, «Από την Ινδία» (1913). Εκείνος και η οικογένειά του εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Βέρνη, στο σπίτι του νεκρού ζωγράφου, Άλμπερτ Βέλτι.

Το εξώφυλλο της α’ έκδοσης του «Ντέμιαν» (1919). Πηγή εικόνας: en.wikipedia.org

Με τα χρόνια και φυσικά την τριβή του με το αντικείμενο, η δουλειά του Έσσε γινόταν ολοένα και πιο μεστή και έργα όπως το «Ροσάλντε» (1914), το «Κνουλπ (Τρεις ιστορίες από τη ζωή του Κνουλπ)» (1915) και τελικά το κλασσικό Bildungsroman, «Ντέμιαν (Η ιστορία ενός νέου)» (1919), το οποίο εξέδωσε υπό το ψευδώνυμο, Εμίλ Σίνκλερ, σηματοδότησαν αυτή την μετάβαση.

Το «Ντέμιαν» είναι ένα ιδιότυπο έργο, ειδικά αν το διαβάσει κανείς σήμερα. Ο ίδιος άνθρωπος που θέλησε να δώσει τέλος στη ζωή του τόσο νέος, γράφει εδώ την ιστορία ενός νεαρού αγοριού που γνωρίζει ένα μαγικό κόσμο, μέσω του γοητευτικού συμμαθητή του, Μαξ Ντέμιαν και της εξίσου γοητευτικής μητέρας του, και οι τρεις τους μοιράζονται το χάρισμα της τηλεπάθειας, ακόμα και όταν οι δρόμοι τους χωρίζουν, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Έσσε θα πρέπει να είχε επηρεαστεί βαθύτατα σε αυτό το σημείο από τη γνωριμία του με τον ψυχολόγο και δεινό μελετητή του μυστικισμού, Καρλ Γκουστάβ Γιουνγκ, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της νέας ακόμη τότε επιστήμης της ψυχολογίας. Εκείνο που σοκάρει είναι ότι ο Έσσε μοιάζει να βλέπει τον πόλεμο σαν ένα θετικό βήμα για την ανθρωπότητα και στο τέλος του βιβλίου βάζει τον χαρισματικό Ντέμιαν να κατατάσσεται στις ένοπλες δυνάμεις. Η στάση αυτή του συγγραφέα έρχεται σε διαμετρική αντιπαράθεση με τη στάση του απέναντι στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ακολούθησε σχεδόν 20 χρόνια αργότερα.

«Σιντάρτα» (1922). Πηγή εικόνας: www.walmart.com

Η διασημότερη περίοδος της δουλειάς του Έσσε είναι, μάλλον, εκείνη της δεκαετίας του 1920. Η δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν μια ταραχώδης, αλλά εξαιρετικά παραγωγική περίοδος για ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Ανάμεσα από δύο Παγκόσμιους Πολέμους, την εποχή που ο Τζόυς ολοκλήρωσε τον «Οδυσσέα» (1922), ο Φιτζέραλντ έγραψε τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» (1925), η Βιρτζίνια Γουλφ την «Κυρία Νταλογουέι» (1925) και ο Χέμινγουεϊ το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» (1929), ο Έσσε έγραψε το «Σιντάρτα» (1922), μια αλληγορία που σχετίζεται με τη ζωή του Βούδα Σιντάρτα Γκαουτάμα, στην οποία ο ομώνυμος ήρωας ψάχνει να βρει τη Νιρβάνα, το «Λύκο της Στέπας» (1927), ένα μυθιστόρημα για την επιφοίτηση του συντηρητικού ακαδημαϊκού, Χάρι Χάλερ, που βιώνει κάτι σαν ψυχεδελική εμπειρία, δεκαετίες μπροστά από την εποχή του, που παρεξηγήθηκε όταν πρωτοκυκλοφόρησε ακόμα και από τους πιο πιστούς οπαδούς του Έσσε, το «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» (1930) και δύο χρόνια μετά το επίσης αλληγορικό, «Ταξίδι στην Ανατολή» (1932).

Ο Έσσε ήταν πια πενήντα χρονών και σαν τον Χάρι Χάλερ κοιτούσε αναδρομικά τη ζωή και την καριέρα του. Ο γάμος του με την πρώτη του γυναίκα διαλύθηκε το 1923 και ο δεύτερος γάμος του με τη Ρουθ Βένγκερ το 1924 διαλύθηκε και αυτός το 1927. Ο συγγραφέας είχε κουραστεί, αλλά εκείνο που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν ότι η κοινωνία δεν είχε μάθει τίποτα από τις καταστροφές που είχε φέρει  ο πρώτος μεγάλος πόλεμος και ήταν και πάλι έτοιμη να παραδώσει όλες τις ελευθερίες της και τα δικαιώματά της για να εισέλθει σε έναν δεύτερο, μεγαλύτερης κλίμακας και πιο καταστροφικό από τον πρώτο.

«Ο Λύκος της Στέπας» (1927). Πηγή εικόνας: www.amazon.com

Το τελευταίο σημαντικό έργο του Έρμαν Έσσε ήταν το «Παιχνίδι με τις Χάντρες (Η προσπάθεια καταγραφής της ζωής του Λούντι Γιόζεφ Κνεχτ και των γραπτών που άφησε πίσω του)» (1943). Πρόκειται για ένα αινιγματικό, ώριμο και βαθιά αντιφασιστικό έργο, που μόνο ένας συγγραφέας του βεληνεκούς και της εμπειρίας του Έσσε τη δεδομένη χρονική στιγμή θα μπορούσε να είχε γράψει. Ενώ, λοιπόν, τα δικαιώματα του βιβλίου είχαν αγοραστεί και το μυθιστόρημα ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει, η Γκεστάπο συνέλαβε τον εκδότη, Πέτερ Ζούρκαμπ. Τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα απαγορεύτηκαν και εκείνα από το ναζιστικό καθεστώς για να εκδοθούν ξανά τρία χρόνια αργότερα, όταν ο πόλεμος είχε πια τελειώσει οριστικά.

«Το Παιχνίδι με τις Χάντρες» (1943). Πηγή εικόνας: gr.pinterest.com

Όντας στην τρίτη πια ηλικία του και παντρεμένος για τρίτη και τελευταία φορά με την ιστορικό τέχνης, Νίνον Έσσε, ο Έρμαν έλαβε όλα τα βραβεία που του άρμοζαν για την μακρόβια καριέρα του και την καλλιτεχνική του ακεραιότητα. Το 1946 ήταν η χρονιά που τα βιβλία του έγιναν ξανά διαθέσιμα στη Γερμανία από τους οίκους Φίσερ και Ζούρκαμπ και την ίδια χρονιά κέρδισε το βραβείο Γκαίτε της πόλης της Φρανκφούρτης και το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Έσσε συνέχισε να γράφει, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Ενώ η δουλειά του είχε αντιμετωπιστεί με μεγάλο ενθουσιασμό από το αναγνωστικό και το συναδελφικό του κοινό (ο Μαξ Μπροντ είχε πει πως ο Κάφκα ήταν μεγάλος θαυμαστής του Έσσε), κατά τη δεκαετία του 1960, το ενδιαφέρον για τα γραπτά του αναζωπυρώθηκε, ειδικά προς το 1967, όταν οι νέοι άρχισαν να πειραματίζονται με ουσίες όπως το LSD και τα ψυχεδελικά μανιτάρια. Ο «Λύκος της Στέπας», από εκεί που συναντήθηκε με καχυποψία στην αρχή, έγινε απαραίτητο ανάγνωσμα για την κουλτούρα των χίπις, μαζί με το «Στο Δρόμο» (1957) του Τζακ Κέρουακ, το «Walden» (1854) του Θόρω και την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» (1865), του Λιούις Καρόλ. Ο Έσσε συνεχίζει να είναι επίκαιρος και τα έργα του να αποπνέουν μια φρεσκάδα, μέχρι και σήμερα. Έχουν τη βαρύτητα των συνθέσεων του Ρίχαρντ Βάγκνερ, αλλά είναι ευχάριστα σαν ποπ τραγούδια και χαρακτηρίζονται από μια αμεσότητα, σαν εγχειρίδια για την ίδια τη ζωή.

Ο Έσσε με τη γυναίκα του, Νίνον Ντόλμπιν, το 1935. Πηγή εικόνας: gr.pinterest.com
Exit mobile version