Γράφει ο Γιώργος Δήμος
Ο Αμερικανός εικαστικός και video artist, Βίτο Ακόντσι, γεννήθηκε στο Μπρονξ το 1940, σε μια οικογένεια με ιταλικές ρίζες. Έχοντας δείξει από πολύ νωρίς το ενδιαφέρον του για το ανερχόμενο ακόμα, την εποχή εκείνη, installation art και τη video art, στα μοτίβα των avant-garde κινηματογραφιστών, Άντι Γουόρχολ και Πολ Μόρισεϊ, ο Ακόντσι έφτιαξε μεγάλων διαστάσεων γλυπτά, σαν το «Face of the Earth #3» (1988) και δύο από τα πιο γνωστά έργα στο χώρο της video art, το «Following Piece» (1969), μια πειραματική ταινία όπου ο καλλιτέχνης περπατάει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ακολουθώντας τυχαία περαστικούς και το «Seedbed» (1972), στο οποίο, όπως μας λέει, αυνανίζεται κάτω από ένα προσωρινό πάτωμα, στη γκαλερί Sonnabend, ενώ οι επισκέπτες περπατούν από πάνω, μπορώντας να τον ακούσουν να μιλάει.
Ο Ακόνσι επηρεάστηκε από το κίνημα των Καταστασιακών και η δουλειά του θυμίζει εκείνη του Γκυ Ντεμπόρ και του Ισίδωρου Ισού. Η επιρροή δε του ίδιου του Ακόντσι, που υπήρξε ακαδημαϊκός για πολλά χρόνια και δίδαξε, μεταξύ άλλων πανεπιστημίων, στο Pratt Institute μια ευρεία γκάμα μαθημάτων, από εικαστικά μέχρι αρχιτεκτονική, φαίνεται στη δουλειά της Laurie Anderson, την Κάρεν Φίνλυ, του Μπρους Νάουμαν και της Τρέισι Εμίν. Ο Ακόντσι πέθανε το 2017, σε ηλικία 77 ετών, κάτω από συνθήκες τις οποίες οι κληρονόμοι του (μεταξύ αυτών και η σύζυγός του, Μαρία Ακόντσι), δεν θέλησαν να αποκαλύψουν στο κοινό.
Το μεγάλωμα του Ακόντσι στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1940 και 1950 υπήρξε αυστηρό και δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα ελεύθερο με ένα μοναδικό τρόπο. Από τη μία, φοίτησε σε Καθολικά σχολεία και το Πανεπιστήμιο όπου τελικά πήρε το πτυχίο Bachelor’s ήταν επίσης υπό την επίβλεψη της Καθολικής Εκκλησίας, αυτή τη φορά στο Ουόρστερ της Μασαχουσέτης. Όπως είχε επισημάνει χαρακτηριστικά ο καλλιτέχνης: «Δεν υπήρχε ούτε μία γυναίκα στην τάξη μου, από το λύκειο ως το Πανεπιστήμιο».
Από την άλλη, ο Ακόντσι μεγάλωσε την εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αμερική, που συγκριτικά με την Ευρώπη είχε μείνει αλώβητη. Οι βετεράνοι του πολέμου πήραν αποζημιώσεις από την κυβέρνηση και τα χρήματα αυτά, που αργά ή γρήγορα εισχώρησαν και πάλι στην οικονομία της χώρας, έφεραν μια περίοδο πρωτόγνωρης ευημερίας, την οποία περισσότερο από όλους απήλαυσαν όσοι ήταν περίπου στην ηλικία του Ακόντσι. Επιπλέον, χάρη στον πόλεμο και τη γνωριμία των Αμερικανών με λαούς της Ευρώπης, πολλές ιδέες από τη «Γηραιά ήπειρο» μετανάστευσαν στο «Νέο Κόσμο» και ανάμεσα σε αυτές ήταν ο Μαρξισμός και ο Καταστατισμός που μάγεψε τον καλλιτέχνη.
Η δουλειά του Ακόντσι, που χρονολογικά υπήρξε παράλληλη με την Ποπ Αρτ, επηρεάστηκε αναπόφευκτα από το κίνημα και η επιρροή αυτή είναι εμφανής σε έργα όπως το δίπτυχο, «Crash» (1984). Επιτυχία γνώρισαν και σειρές έργων του, σαν το «City of Words» (1990), λιθογραφίες που απεικονίζουν μια πόλη τυλιγμένη με εφημερίδες, ούτως ώστε σε όποιο σημείο κι αν ο θεατής στρέψει το βλέμμα του, να υπάρχουν λέξεις. Όσο, όμως, κι αν έργα σαν αυτά του έφεραν χρήματα και αποτέλεσαν τη βάση για σημαντικές του εκθέσεις, το όνομα του Ακόντσι θα παραμείνει για πάντα στη μνήμη του κοινού συνδεδεμένο με την τολμηρή video art του.
Τα βίντεο αυτά, που βασίστηκαν σε μια νέα τεχνολογία, την εποχή τουλάχιστον που ο καλλιτέχνης έκανε τα πρώτα του πειράματα με το μέσο, σόκαραν το κοινό με τη σκανδαλώδη θεματολογία τους και δημιούργησαν ένα νέο είδος «υπαρξιακής δυσφορίας», αγγίζοντας για θέματα όπως την επιδειξιομανία, το άβολο, την υπέρβαση και την πρόκληση όσο αφορά τα ήθη, αλλά και το χιούμορ και το θράσος.
Η γλυπτική και οι εγκαταστάσεις του (όπως το «Way Station I (Study Chamber)», 1983) αποτελούν συχνά υποσημειώσεις στην ανάπτυξη της ριζοσπαστικής του αυτής φιλοσοφίας, καθώς πραγματεύονται τα ίδια θέματα της ηδονοβλεψίας και της επαναστατικότητας απέναντι σε ένα καταπιεστικό καθεστώς.
Η αρχιτεκτονική δεν είναι πολύ μακριά από το installation, τουλάχιστον όσο αφορά το σχεδιασμό και την εκτέλεση ενός έργου μεγάλων διαστάσεων με πολλά υλικά. Ο Ακόντσι, ως ακαδημαϊκός, πειραματίστηκε με διδάσκοντας πολλά διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα στα κολέγια: Nova Scotia College of Art and Design, San Francisco Art Institute, California Institute of the Arts, Cooper Union, Yale University, School of the Art Institute of Chicago, Parsons School of Design και Pratt Institute, όπου δίδασκε στο Graduate Architecture and Urban Design Department μέχρι το τέλος της ζωής του. Για τον Ακόντσι, η «Ακαδημία» ήταν κάτι πολύ σημαντικό και όσο κι αν ήταν ένας φοβερά δραστήριος και επιτυχημένος καλλιτέχνης, τα μαθήματα του ήταν σημαντικά για να κατανοήσει, μέσα από την ακαδημαϊκή συζήτηση, την κατεύθυνση που έπαιρνε η δουλειά του και η καλλιτεχνική σκηνή γενικότερα.
Τα έργα του Ακόντσι υπάρχουν σε συλλογές μουσείων, όπως το Museum of Modern Art (MoMA), το Whitney Museum of American Art, το Stedelijk Museum στο Άμστερνταμ και το Museum of Contemporary Art στο Σικάγο. Πολλά γλυπτά του στολίζουν δημόσιους χώρους, όπως το «Walkways Through the Wall» (1998) στο Wisconsin Center κοντά στο Μιλγουώκι. Κανένα από τα έργα του δεν είναι πιο σημαντικό απ’ ότι είναι όλα μαζί στο σύνολό τους.
Ο Ακόντσι αποτελεί σήμερα μια ολόκληρη σχολή στο χώρο των εικαστικών και είτε μελετήσει κανείς τα «κολλάζ» του, είτε τις εγκαταστάσεις του, είτε τα video που έχει γυρίσει ανά τα χρόνια, μπορεί να ανακαλύψει το ίδιο αυθεντικό στίγμα του Ιταλοαμερικανού καλλιτέχνη. Η δουλειά του δεν μπορεί να αντιγραφεί, καθώς η θεματολογία του και η τεχνική του είναι σήμα κατατεθέν, όμως η σκέψη του έχει επηρεάσει αμέτρητους καλλιτέχνες μέσα στις τελευταίες πέντε δεκαετίες.