Site icon Artviews

Τζούλια Ανδρειάδου: «Η Φαντασία στην Εξουσία» και όχι μόνο…

JULIA ANDRIADOU

Γράφει η εικαστικός, Τζούλια Ανδρειάδου

Στους ποταμούς των πληροφοριών που δεχόμαστε από το διαδίκτυο, ελάχιστες αφορούν στον πολιτισμό γενικά. Ως προς δε τα Εικαστικά δρώμενα στο διεθνή χώρο, σπάνια. Ακόμα σπανιότερα ανακαλύπτω ένα ελληνικό όνομα.  

Μήπως ευθύνεται και η Πολιτεία για αυτή την απουσία;  

Είναι αφελές να πιστεύουμε πως ένας καλλιτέχνης περιχαρακωμένος στα «εντός» της Ελλάδας, μπορεί να προβάλλει την δουλειά του «εκτός». Όσοι, ελάχιστοι το καταφέρνουν, έχουν ριζώσει με τις εκεί σπουδές τους ή με τον τρόπο τους. Η ερώτηση που ακολουθεί, είναι: « Γιατί υστερούμε ως χώρα, σε πολιτισμικές ανταλλαγές;» Και η απάντηση που επίσης ακολουθεί, είναι: «Είμαστε μια μικρή χώρα, τι περιμένεις…»

Είναι αφελές να πιστεύουμε πως ένας καλλιτέχνης περιχαρακωμένος στα «εντός» της Ελλάδας, μπορεί να προβάλλει την δουλειά του «εκτός»

Η Ευρώπη, όπου και ανήκουμε, κινδυνεύει από δίνες τεράστιων προβλημάτων και θα έλεγα ότι η όποια συζήτηση για προβολή της σύγχρονης ελληνικής Τέχνης είναι περιττή. Όμως, κάποιες φορές, οι λεπτομέρειες επηρεάζουν το σύνολο. Ο μαρασμός που είχε πέσει στον εικαστικό χώρο, όπως και σε πολλούς άλλους στην αρχή της κρίσης, σταδιακά μειώθηκε και θα μπορούσε να είχε προβληθεί ένα άλλο πρόσωπο της χώρας που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια της, όχι αποκλειστικά το πρόσωπο της κακομοιριάς… 

Τζούλια Ανδρειάδου, Κούκλα, 2011

Δεν είναι μόνο χρέος του κράτους  η υποστήριξη της ελληνικής Τέχνης. Παρατηρώ πόσες ενδιαφέρουσες εκθέσεις φέρνουν από το εξωτερικό τα μεγάλα Ιδρύματα και τα ιδιωτικά Μουσεία αλλά δεν έχω αντιληφθεί να συμβαίνει το αντίθετο. Εισάγουμε, δεν εξάγουμε.

Επανέρχομαι στο γνωστό «Είμαστε μια μικρή χώρα, τι περιμένεις…»

Θεωρώ εύκολη αυτή την απάντηση, θα την ονόμαζα πρόσχημα.  Και ρωτώ: Αυτό μας φταίει;

Παρατηρώ πόσες ενδιαφέρουσες εκθέσεις φέρνουν από το εξωτερικό τα μεγάλα Ιδρύματα και τα ιδιωτικά Μουσεία αλλά δεν έχω αντιληφθεί να συμβαίνει το αντίθετο. Εισάγουμε, δεν εξάγουμε…

Το πρόβλημα δεν εστιάζεται μόνο στα γεωγραφικά μας όρια που δυσκολεύουν τις εύκολες μετακινήσεις προς τα Δυτικά, όπου και ανήκουμε ως καλλιτεχνική κατεύθυνση. Στη γενική εικόνα της κουλτούρας μας, παίζουν τα Βαλκάνια επίσης, λιγότερο η Ανατολή, περισσότερο η Δύση. Επιπλέον εξακολουθούν να επιβιώνουν ανάμεσα μας, καταβολές ριζωμένες από τα σχολικά μας χρόνια που έρχονται από πολύ παλιότερα. Μια κληρονομιά που διατηρεί ακόμα την αλαζονεία για τα θαύματα των αρχαίων προγόνων μας! Οι πολιτισμοί έρχονται και παρέρχονται όμως τα θαύματα των αρχαίων πολιτισμών πιστεύω πως ως κληρονομιά ανήκουν σε όλη την οικουμένη.                                                                                    

Η Ολλανδία και το Βέλγιο είναι μικρές χώρες με σχετικό με εμάς πληθυσμό, αλλά η Φλαμανδική Σχολή ζωγραφικής, κυριαρχούσε στην παγκόσμια Τέχνη δημιουργώντας αριστουργήματα, όταν εδώ, βουλιάζαμε στο τέλμα της τουρκοκρατίας. Κρύβονται αιώνες στο ημίφως της Ιστορίας, ωστόσο επιζούν τα αριστουργήματα της βυζαντινής αγιογραφίας, τα κεντήματα, τα κεραμικά, όσα εννοούμε ελληνική παράδοση!

Σκυριανό Κέντημα

Δανείζομαι την μέθοδο του δορυφόρου, που από διαστημική απόσταση, εκπέμπει στη Γη σε δευτερόλεπτα με zoom-in, το σημείο  που φωτογραφίζει.      

Έτσι, φωτογραφίζοντας την εικόνα της σύγχρονης ελληνικής Τέχνης, διαπιστώνω από την δική μου εμπειρία απλά, ως ζωγράφος, ότι  βρισκόμαστε ακόμα στην παραμεθώριο περιοχή. Δεν υστερούμε σε δυναμικό, το αντίθετο συμβαίνει, να ξεπερνούν τα μέλη του ΕΕΤΕ, (Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος) τις έξη χιλιάδες, όμως  ελάχιστοι  είναι οι διακεκριμένοι, βασικά άνδρες καλλιτέχνες. Αυτό δηλώνουν οι κατάλογοι.                   

Δηλώνουν και κάτι άλλο: ότι οι σπουδές σε σχολές Καλών Τεχνών τώρα πια, όχι μόνο στην Ελλάδα, θυμίζουν τα ταξίδια των περιηγητών του 18ου και 19ου αιώνα που διαρκούσαν πολλά χρόνια.

Ανήκω στη γενιά του 1960, με πρώτη παρουσίαση στην Πανελλήνιο έκθεση του 1960, με ελλιπείς σπουδές, όπως και αρκετοί άλλοι καλλιτέχνες της εποχής μου. Κάποιοι καθιερώθηκαν για την προσωπική τους γραφή και εξακολουθούν να υπάρχουν.

Τζούλια Ανδρειάδου, Σπουδαστικό σχέδιο, 1960

Υπερπληθώρα εκθέσεων λοιπόν  τα τελευταία χρόνια σε γκαλερί που ξεφυτρώνουν, αψηφώντας την επίδραση της κρίσης που τσαλάκωσε το πολυτελές περιτύλιγμα «έργα που να ταιριάζουν με τον καναπέ». Όμως, δεν βλέπω παρά ελάχιστες εκθέσεις που να προβάλουν μια προσωπική γραφή. Μπορούμε να μιλάμε για «χαρακτήρα ελληνικής  Τέχνης»;                                                 

Υπάρχουν αξιόλογοι καλλιτέχνες, αναμφίβολα! Πόσες όμως και πόσοι δουλεύουν πάνω σε σύγχρονα θέματα;   

Βλέπω ένα υπερτιμημένο «εγώ» να έχει εξαπλωθεί σε παραλλαγές, με συνοδεία κειμένων που κάποιες φορές μοιάζουν ακατάληπτα και περιττά για κάθε μορφή οπτικής Τέχνης. Βλέπω επίσης να πρωταγωνιστεί η “ετοιματζίδικη” εικόνα του κομπιούτερ επιζωγραφισμένη, δήθεν μοντερνισμός!         

Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογία έχουν ομογενοποιήσει τα πάντα, από συμπεριφορές μέχρι τα πιο καθημερινά πράγματα. Φυσικά και τα Εικαστικά δρώμενα ακολουθούν το ρεύμα όπου οι πάντες τσαλαβουτάνε. Όλα αυτά για εσωτερική κατανάλωση, που αυτάρεσκα περιορίζεται συχνά στη μίμηση των δυτικών ρευμάτων, όπως μας έρχονται από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα, Λονδίνο, Βερολίνο κλπ.    

Η Πολιτεία εδώ και πολλές δεκαετίες, δεν στέλνει παρά ελάχιστες εκθέσεις στο εξωτερικό με αποτέλεσμα οποιαδήποτε αναφορά σε ελληνική Τέχνη, να κολλάει αυτόματα την ετικέτα « Κλασσική περίοδος, 5ος αιώνας πΧ.»                                                                              

Οι μόνες πολυταξιδεμένες εκθέσεις, στο σύνολο τους προέρχονται από το εξαιρετικό υλικό των Μουσείων μας. Χαίρουν άφθονης δημοσιότητας και καλώς έχει! Όμως, εξαιρώντας τις επίσημες συμμετοχές σε Μπιενάλε και σε άλλες παρεμφερείς εκθέσεις,  όπου  επίσης  υπάρχει άφθονη δημοσιότητα, που αλλού εμφανίζεται η φυσιογνωμία της σύγχρονης ελληνικής Τέχνης; Σπάνιο παράδειγμα ο βραβευμένος εξαίρετος ζωγράφος Γιάννης Σπυρόπουλος στην  30η Μπιενάλε της Βενετίας.

Γιάννης Σπυρόπουλος, Χρησμός, 1960, πηγή: ΙΣΕΤ

Αναρωτιέμαι, τόσοι επιχειρηματικοί όμιλοι που διαφημίζονται κυρίως μέσω των θεαμάτων, ιδιαίτερα των Μουσικών, δεν ενδιαφέρθηκαν να οργανώσουν μια αξιόλογη ομαδική έκθεση που να περιοδεύσει με την υποστήριξη των πρεσβειών μας; Για το δικό τους συμφέρον φυσικά.

Εδώ προκύπτει κι ένα άλλο ερώτημα: Ποιες και ποιοι ιστορικοί τέχνης, θα επιλέγονταν από ποιους, για να επιλέξουν ποιοι καλλιτέχνες θα προβάλλουν την φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης μας; Μοιάζει γρίφος, αλλά είναι απλός συλλογισμός που βασίζεται από τη μια πλευρά στη ελληνική παράδοση «Να πάει ο δικός μας», ενώ από την άλλη πλευρά υπερισχύει το αθεράπευτο κόμπλεξ για την ξενόφερτη Πρωτοπορία, που είχαμε δει σε δύο μεγάλες οργανωμένες εκθέσεις στην Αθήνα.

Τα παιχνίδια παίζονται κεκλεισμένων των θυρών.

Και επειδή το ένα ερώτημα φέρνει το άλλο, άραγε σωστά υποθέτω, ότι αν ο Λούσιαν Φρόιντ (Lucian Freud) και ο Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon) ήταν Έλληνες ζωγράφοι, θα έμεναν εκτός των κρατικών Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης;   

Δεν γνωρίζω πως λειτουργούν οι μηχανισμοί των Μουσείων και των Ιδρυμάτων, αλλά δεν ελπίζω ότι θ’ αλλάξουν. Στο βιβλίο μου «Σε χαμηλή πτήση», εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ, γράφω: «15/11/2003  Και ολίγα περί OUTLOOK:  Τι απέγιναν τ’ αστέρια της σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης που ταξίδευαν σε διεθνείς εκθέσεις πριν λίγα χρόνια; Τους απέσυραν επειδή το Σύστημα είναι ο αδηφάγος Κρόνος που καταπίνει τα παιδιά του;»

Ετοιμάζοντας το αρχείο μου για δωρεά, ξεφύλλιζα πολλούς παλιούς καταλόγους από εκθέσεις ζωγραφικής από την δεκαετία του 1960 μέχρι και τις αρχές του 2000. 

Οι περισσότεροι κατάλογοι απλοί, μόνο ονόματα, αλλά αρκούν για σκέψεις και αναθεωρήσεις, για όσα γνωρίζουμε οι παλαιότεροι στο χώρο. Τόσα Ονόματα, με δάφνες φορτωμένα, με κριτικές και παρουσιάσεις σε βιβλία Τέχνης, τι απέγιναν;

Εκεί που υστερεί η Πολιτεία να συμμαζέψει και να προβάλλει και εκτός Ελλάδας, τις σύγχρονες μορφές οποιασδήποτε Τέχνης, κατεβαίνει «ο από μηχανής Θεός» και προσπαθεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Έτσι εμφανίζονται εδώ, κάποια Ιδρύματα, ιδιωτικά Μουσεία ή Ινστιτούτα και παρά τις κριτικές και τα παράπονα, είναι φανερό ότι  προσφέρουν έργο! Χρειάζεται χρήμα, γνώση και φαντασία!

Τζούλια Ανδρειάδου, Βραδινή πόλη, 2009

«Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ στην ΕΞΟΥΣΙΑ» ήταν ένα σύνθημα της γενιάς μου, που ξεκίνησε από τον Μάη του ’68 στο Παρίσι κι αγκάλιασε όλες τις Προοδευτικές Νεολαίες!!! Τότε…

Exit mobile version