Site icon Artviews

«Βαθύ Μπλε»: Η νέα έκθεση του Τζουλιάνο Καγκλή με βλέμμα λογοτεχνικό

του Κωνσταντίνου Μούσσα

«Τι καταλαβαίνουμε τελικά όταν, κοιτάμε μία ζωγραφιά; Φαρδιές πινελιές, ψυχρές αποχρώσεις, ψυχές που ασφυκτιούν σε χώρους πηχτούς από την αποφορά της ζωής. Διαφάνειες. Γκρίζα, ώχρες, κορμιά κείμενα. Σκυλιά. Κάπως έτσι προχώρα η τέχνη…», γράφει ο Μάνος Στεφανίδης , στον κατάλογο της έκθεσης. Μα ας πάμε ένα βήμα παρακάτω. Ας το προσπαθήσουμε τουλάχιστον.

Ποιο πραγματικά είναι το μπλε του Τζουλιάνο; Τι μας αφηγείται αυτή η ξεχωριστή χρωματική διάσταση; Στην ιστορία της τέχνης πολλές φορές ένα χρώμα ταυτίζονταν με τον δημιουργό του, σε τέτοιο βαθμό ώστε και μόνο η αναφορά του ονόματος του καλλιτέχνη έφτανε για να ανακαλέσει κάποιος στη μνήμη του, τη συγκεκριμένη απόχρωση. Όμως στην περίπτωση του Καγκλή το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο. Δεν αφορά το χρώμα ή την απόδοσή του, τουλάχιστον όχι αποκλειστικά, ούτε καν τις αδιάλειπτες μορφές που εμφανίζονται ή εξαφανίζονται ταχυδακτυλουργικά μπροστά στον έκπληκτο παρατηρητή. Εδώ το χρώμα δεν αφηγείται απλώς το θέμα που έχει επιλέξει ο καλλιτέχνης, αλλά αποστασιοποιείται, απελευθερώνεται από τα σχήματα και τη δίνη των μορφών και κυριολεκτικά εκρήγνυται, μετατρέποντας τον καμβά σε ένα αχανές διάστημα όπου κυριαρχείται και ορίζεται από το βαθύ, ακατάλυτο μπλε, της μνήμης και των οραμάτων της. Είναι μια βαφή μυστηριακή, οργιώδης και καταλυτική στο σώμα του χρόνου, που τον καθιστά ακίνητο και την ίδια στιγμή αεικίνητο.

Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου/ Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα
Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς /Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο /Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία
Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου (..
.) Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή/Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων. [1]

Και πράγματι. Άξαφνα σου συμβαίνει να συνειδητοποιείς πως βρίσκεσαι μπροστά σε μια άλλη διάσταση, σε έναν άλλον αφηγηματικό χρόνο όπου παρόν και παρελθόν συμπίπτουν, όπου οι μορφές δεν απεικονίζονται απλώς, αλλά αντενεργούν. Πλησιάζεις στην είσοδο και πριν ακόμη περάσεις το κατώφλι, ήδη μέσα από τη μεγάλη, ανοιχτή πρόσοψη του εκθεσιακού χώρου χάνεις έστω και στιγμιαία την αίσθηση της πραγματικότητας.

Είναι ο στροβιλισμός των ίδιων αποχρώσεων ή των παραλλαγών τους και μια εικαστική αφήγηση με λέξεις που εξεικονίζονται τολμηρά, με ακρίβεια απόλυτη σαν απαιτητική χορογραφία. Θαρρείς πως ο δημιουργός είναι στην πραγματικότητα ριψοκίνδυνος ακροβάτης αλλά και σίγουρος για την καθαρή αλήθεια της ψευδαίσθησης ταχυδακτυλουργός.

“Γυρεύει το μπλε του κόσμου και των ονείρων. Το μπλε το βαθύ όλων των μακρινών ερώτων και των γαλήνιων θανάτων”

Σε αυτό το στενάκι της Βαλαωρίτου, ένα αεράκι ξέγνοιαστο σαν μικρό παιδί, σκανταλιάρικο κι ανυποψίαστο για το ενδεχόμενο μέλλον, τρέχει φυσώντας και σκοντάφτοντας λαχανιασμένο στους ανυποψίαστους θαμώνες των καφέ, στους περαστικούς και στους πελάτες που κοντοστέκονται στις απαστράπτουσες βιτρίνες. Γυρεύει το μπλε του κόσμου και των ονείρων. Το μπλε το βαθύ όλων των μακρινών ερώτων και των γαλήνιων θανάτων. Είναι το μπλε της αυτεπίγνωσης, της αμφιβολίας, της αρμονίας των αθώων και της χάρης των προδομένων. Το μπλε του Τζουλιάνο.

Το μπλε του κόσμου γύρευα /και καθώς ενόμιζα πως κουβαλούσα το αεράκι
του μέλλοντός μου/είδα το χιόνι των ανθρώπων ερώτων μακρινών
και να ματώνουν τα πνευστά και να ιδρώνουν θάνατο[2].

Έμπνευση στη σύλληψη του θέματος, ισορροπία σε ένα αδιόρατο σκοινί που κόβει την ανάσα, σιγουριά πίσω από τις αποτυπωμένες μορφές που αν και φαινομενικά ακίνητες, αλλάζουν θέσει και μορφή διαρκώς. Δεν τις παρατηρείς εσύ, αλλά εκείνες. Ίσως είσαι εσύ το έκθεμα, το δημιούργημα που νομίζει ότι υπάρχει κι εκείνες η πραγματικότητα. Τα σχήματα, οι γραμμές κάτω από την διαδρομή του πινέλου, η μαγεία της απόχρωσης ως υλική αναίρεση και ως άλλη διάσταση -ίσως το ίδιο αληθινή με αυτή στην οποία όλη μας είμαστε εγκλωβισμένοι- έχουν ένα σκοπό, μια φιλοδοξία: να απελευθερώσουν και να απελευθερωθούν από τη μνήμη. Ας μη γελιόμαστε. Αυτός είναι ο μοναδικός, προ αιώνων και κτήσεως κόσμου προορισμός όλων των τεχνών.

Ένα εργαλείο που το χέρι στερημένο από μνήμη, ανά πάσα στιγμή θα ανακάλυπτε την φιλανθρωπία του, δεν θα γερνούσε, θα διατηρούσε την ακεραιότητά του.
Έτσι εξαφανίστηκαν οι άνδρες με το σακίδιο μέσα στην ομίχλη
[3].

Και στα αλήθεια το μπλε που σε τυλίγει /είναι το φως /που εκτοπίζει ο θάνατος[4]. Κι ας μην μπορείς να το πιστέψεις, κι ας αμφιβάλεις. Τελικά μετά την περιπλάνηση ανάμεσα στις σκιές και τις αποχρώσεις, μετά την κατάδυση στο υπόγειο του εκθεσιακού χώρου και την κοπιώδη αναρρίχηση στο ισόγειο πεδίο των αισθήσεων αναγκάζεσαι να συμφωνήσεις, έχεις πλέον πειστεί –ίσως και να είναι καλύτερα έτσι μονολογείς- ότι το μπλε αυτό είναι ένα άλλο φως, ένα καινούργιο χρώμα, μια άλλη φωνή.

Είναι η φωνή που με διασχίζει /κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα /χίλιες φορές.
Είναι η φωνή από ένα βάθος: /Για πάντα να μην έχεις /τίποτα για τ’ αληθινά χέρια/ μονάχος[5].

————-

[1] Ελύτης, Βαθύ γαλάζιο.

[2]Μάνος Ελευθερίου – Το μπλε του κόσμου γύρευα.

[3]René Char – Αυτό το μπλε είναι δικό μας, μτφρ.: Ανδρονίκη Δημητριάδου.

[4] Μιχάλης Γκανάς – Το μπλε που σε τυλίγει.

[5]Νίκος Καρούζος – Γαλάζια σπλάχνα.

Exit mobile version