«Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», του Γιώργου Παυλόπουλου

 «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», ένα κείμενο του Γιώργου Παυλόπουλου.

Γράφει ο Γιώργος Παυλόπουλος

Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι η πληγή θέριεψε. Η Ρενάτα πάλευε μόνη αλλά συχνά και με παρέα, καιρό πολύ, αλλά όλα ήταν ίδια στο τέλος . Έπεφτε. Σηκωνόταν και πάλι από την αρχή. Δεν υπήρχε μέση, μόνο ένα άναρχο αλλά πανομοιότυπο τέλος και μία ιδιότυπη αρχή.

Η αρχή ”ακουγόταν” αρχικά  στα μικρά, τρυφερά αυτιά της, διαφορετική· εξ ου και το ιδιότυπη. Κλινικές, Ελβετία, Άνω 18, Κάτω 25, Κλειστές Ομάδες, Ομάδες με ‘όρια’ και ‘χωρίς’, κλινικοί ψυχολόγοι, ομαδικοί, μπιχεβιοριστές, μεθαδόνη, μα το τέλος πάντα το ίδιο. Απρόσκοπτα κάθετο, αδυσώπητα οδυνηρό.

Κάθε φορά πιο κάτω, βαθύτερος πόνος, πτώση συντριπτική. Η Ρενάτα έλεγε πως η πτώση της ήταν ακριβώς το αντίθετο από εκείνους τους πίνακες που είχαν στο ‘Dealing Room’ της Limit.UP.Finance Α.Ε.Π.Ε.Υ. Γιατί η Ρενάτα δούλευε κάποτε πριν αρρωστήσει σε κορυφαία εταιρεία στην Αθήνα και στο Λονδίνο, στο Σίτι. Εκείνοι λοιπόν οι πίνακες, έδειχναν τους βλοσυρούς , ατσαλένιους ουρανοξύστες και από πάνω την κλασική λεζάντα ‘Ο Ουρανός είναι το όριο’.

Έτσι, ένιωθε η Ρενάτα κάθε φορά στο τέλος του προγράμματος ή όταν τέλος πάντων το ‘τελείωνε’ η ίδια, αλλά στο ανάποδο. Ξεκινούσε από τον ουρανό και κατέβαινε τον ουρανοξύστη με τρελή ταχύτητα. Ώσπου έσκαγε στο έδαφος, θρυμματιζόταν σε άπειρα μικρά κομμάτια, κυλιόταν με άγνωστους άνδρες, σε στενάκια με περίεργες οσμές για να βρει κάτι από την ουσία. Πλέον πονούσε τόσο πολύ ψυχολογικά που δεν σηκωνόταν καν από το στενό της Μενάνδρου · ήταν πιο εύκολο να βγαίνει από τον εαυτό της και να παρατηρεί το σχεδόν νεκρό σώμα της.

Από τότε που χάθηκε η μητέρα της, η κυρία Φωτεινοπούλου, η Ρενάτα ήθελε να βιώνει το ίδιο. Την θυμόταν να λιώνει από την ‘παλιαρρώστεια’ όπως έλεγαν στο σόι. Ένιωθε, ότι και εκείνη στο τέλος, έτσι ήταν. Όντως η Κυρία Φωτεινοπούλου, χωρίς να χάνει ποτέ την αριστοκρατικότητά της, μπορούσε με 32 κιλά να βγαίνει από το σώμα της και να τους παρατηρεί όλους από κοντά και κυρίως την Ρενάτα, την μοναχοκόρη της, που της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Στο στενό της Μενάνδρου, στην απόλυτη πτώση, αφού κυλιόταν με διάφορους άνδρες για να εξασφαλίσει το ζητούμενο, λίγο ‘Παραμύθα’ ακόμα, η Ρενάτα ένιωθε πως ταυτιζόταν με την μητέρα της.

Και μάλιστα ταύτιση με το τέλος της μητέρας της σε εκείνες τις απόμακρες, μακρόσυρτες, σκληρές 2 εβδομάδες. Ήθελε να το ζει, να το βιώνει ξανά και ξανά όχι από αυτό-τιμωρία. Αλλά ως ‘ένα ελάχιστο’ φόρο τιμής για αυτό το ταξίδι της κυρίας Φωτεινοπούλου, που είχε ξεκινήσε ι ένα ξαφνικό πρωϊνό ενός καλοκαιριού 5 έτη νωρίτερα.

Σε όλους τους ‘Ψ’, ψυχοθεραπευτές, ψυχαναλυτές, ομαδικούς, νευρολόγους, ψυχιάτρους, έλεγε πως μόνο έτσι ένιωθε έστω και για λίγο κοντά της. Βιώνοντας το μαρτύριό της, ειδικά αυτό των τελευταίων 2 εβδομάδων. Και όχι, επέμενε σε όλους τους ‘ψυχοσωτήρες’ που την προσέγγιζαν – έτσι αποκαλούσε η Ρενάτα όλους τους ‘Ψ’ – δεν ήταν αυτοτιμωρία, γιατί δεν μπόρεσε να την βοηθήσει να αποφύγει το μοιραίο. Αυτό το είχαν επι-κοινωνήσει άριστα οι γιατροί σε όλο το σόι από την αρχή σχεδόν, αλλά ειδικά το τελευταίο εξάμηνο. Ήταν λοιπόν κοινωνός της πληροφορίας. Από το Memorial που είχαν στείλει τις εξετάσεις, την Mayo Clinic έως βέβαια και το Σωτηρία.

Ήθελε όμως να ‘κοινωνήσει’, να βιώσει και λίγο από την ουσία, τον πόνο, τον εξευτελισμό των τελευταίων εβδομάδων. Και κάθε φορά που έδενε το μπράτσο της, αναζητώντας μια φλέβα, ήθελε να ‘φύγει’, να συμβεί κάτι από αυτά τα μελοδραματικά ‘τσιτάτα’ που γράφουν οι φυλλάδες, να βρεθεί παγωμένη το πρωί σε ένα από τα κοντινά στενά της Μενάνδρου. Συνειδητοποιούσε ό,τι δεν είχε συμβεί το “Νεκρή από υπερβολική δόση’ και έβγαινε από σώμα της και ταυτιζόταν με την κυρία Φωτεινοπούλου. Ξανά και ξανά. Η υπερβολική δόση δεν ερχόταν ποτέ, οπότε όφειλε να ισορροπεί ανάμεσα στην ανάμνηση του πόνου που είχε βιώσει η μητέρα της και στην θυσία του πατριού της για λίγο ζωή ακόμα.

Ο πατέρας της, μάλλον καλύτερα ο πατριός της (η κυρία Φωτεινοπούλου είχε παντρευτεί ξανά καθώς είχε χάσει τον άντρα της σε αυτοκινητιστικό πολύ μικρή), έκανε τα πάντα για να την συνεφέρει. Άλλωστε σαν δικό του παιδί την είχε. Με δικά του έξοδα, υπομονή, προσμονή, αγώνα είχε βρεθεί σε όλα τα προγράμματα. Ο κύριος Στέφανος ήταν ένας αυθεντικά ευγενής άνθρωπος. Το ίδιο είχε κάνει και με την μητέρα της Ρενάτας, μόνο που τώρα όλα φάνταζαν πιο δύσκολα.

Μάλιστα σε ένα γιατρό, υπεύθυνο ενός πρωτοποριακού προγράμματος αποτοξίνωσης στο εξοχικό, παραθαλάσσιο Alicante της Ισπανίας, έσκουξε από οργή, όταν έμαθε πως η Ρενάτα (ξανά) δραπέτευσε στις 6 νύχτες, ούτε μία εβδομάδα δεν άντεξε αυτή τη φορά. Δεν άκουγε το γιατρό και ας ήξερε άπταιστα Ισπανικά, ήταν πρέσβης ο κύριος Στέφανος, ήξερε 6 γλώσσες. Σε όλες τις γλώσσες  ούρλιαξε εκείνο το πρωινό στο γιατρό· για τις ευθύνες που είχε να την αφήσει να ξεφύγει, για τις ευθύνες που είχε να μην της δώσει μία ‘στάλα’ ζωή ακόμα.

Όταν ηρέμησε λίγο, απλά ζήτησε συγγνώμη από το γιατρό σε άψογα Καστιλλιάνικα. Ανέφερε μάλιστα, ότι όποια ελπίδα υπήρχε,  ”δραπέτευσε” με το θάνατο της μητέρας της. Και τι να κάνει ο δόλιος ο γιατρός, να αλλάξει την απόφαση του Θεού (;) δεν μπορούσε.  Η Ρενάτα ένα μήνα πριν το θάνατο της μητέρας της είχε ξεκινήσει με τον Οδυσσέα μαζί, το παιδί από το ‘απέναντι’ βιβλιοπωλείο την κάθετη πτώση…

Τόσο πολύ συγκινήθηκε ο γιατρός – υπεύθυνος – του προγράμματος που παρά τις πολλές ανάλογες ιστορίες/περιπτώσεις, υποσχέθηκε στον κύριο Στέφανο ό,τι θα κάνει ό,τι μπορεί.

Και αυτή την φορά η καρδιά της ‘σκίρτησε’ με το που είδε τον Οδυσσέα. Όπως τότε, στα 16 στο χωριό, ταχυπαλμία, ιδρωμένες παλάμες, κανονική κρίση πανικού. Σαν αυτή που ένιωθε όταν έψαχνε λίγο ”παραμύθα” αλλά δεν έβρισκε· μόνο που αυτή είχε άλλη χροιά ανυπομονησίας. Είχε κάτι αισθαντικά ολόκληρο τούτος ο πανικός, μια γοητευτική, λεπτεπίλεπτη χροιά κλασικής μουσικής και γιασεμιού. Ο Οδυσσέας φανερά αδυνατισμένος και καταπονημένος, άλλωστε μέσα στο ίδιο παραμύθι βρισκόντουσαν, έψαξε τα μάτια της. Ήθελε ένα μικρό, τόσο δα, ‘ναι’ της για να τρέξει, να της σφίξει το χέρι και να χαθούν κάπου μακριά, ήρεμα και χορτάτα. Για ένα φιλί γλυκό.

Στο ενδιάμεσο υπήρχε ζωή· τόσο όσο, δηλαδή. Μικροπράγματα. Η Ρενάτα είχε φτιάξει μία υπέροχη έκδοση του βιογραφικού της που είχε βάλει μέσα και όλες τις πρόσφατες εργασίες της. Το πορτοφόλιο όλων των μεγάλων funds που είχε διαχειριστεί, τις εταιρείες που είχε εργαστεί, τις θέσεις, τις γλώσσες, τα ενδιαφέροντά της, τους διαγωνισμούς που είχε συμμετάσχει και τις χώρες/πολιτισμούς/γλώσσες που γνώριζε περισσότερο ή λιγότερο καλά, απόρροια του επαγγέλματος του κυρίου Στέφανου. Κάθε φορά που ο κύριος Στέφανος έπαιρνε μετάθεση για μία νέα περιοχή, όλη η οικογένεια τον συντρόφευε στο νέο αυτό το ταξίδι.

Ο Οδυσσέας με την Ρενάτα ‘σούταραν’ μαζί ό,τι παραμύθα μπορούσαν να αγοράσουν το καλοκαίρι του 2019 και συγκεκριμένα τον Ιούλιο. Κυλιόντουσαν μαζί στο χορτάρι που είχε γίνει βούρκος, από τα σώματα δύο τόσο νέων ανθρώπων! Ο Οδυσσέας πότε πότε κοίταζε στα μάτια την Ρενάτα ή ‘Ρεν’, όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσε και της έλεγε να προσπαθήσουν και εκείνη του έλεγε μισό λεπτό και του έβαζε το τραγούδι των Placebo, “Begin the End -” , ξεκινάμε για το τέλος ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, κάτι που φόβιζε πολύ τον ‘Oddie/Όντυ’ όπως ναζιάρικα τον αποκαλούσε η Ρενάτα. Όταν μάλιστα πρόσεξε τους στίχους, που έλεγαν ‘σήμερα είναι το τέλος, μην τα μπερδεύεις ή συγχέεις άλλο, ο Θεός ξέρει πόσες προσπάθειες έχω κάνει, σήμερα απλά ξεκινάμε για το τέλος’, σηκώθηκε και έφυγε. Πήγε στον θείο του τον Περικλή, που είχε το βιβλιοπωλείο που έκανε κάποια μεροκάματα ο Οδυσσέας όταν ήταν στα καλά του και του ζήτησε να τον βάλει στο πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Η πληγή είχε θεριέψει. Ο κύριος Στέφανος είχε αποστασιοποιηθεί, νιώθοντας προδομένος από όλους τους Θεούς και τις Θρησκείες. Είχε μονάσει σε μία σκήτη του Άγιου Όρου, σκεπτόμενος πόσοι Θεοί χρειάστηκαν για να αποτύχει Ένας. Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, η Ρενάτα δέχθηκε προσφορά εργασίας για το τμήμα Διαχείρισης Κορυφαίας Αμερικανικής Τράπεζας στο Βανκούβερ του Καναδά. Επενδυτική Τραπεζική, Goldman Sachs, Καναδάς, νέα ζωή, πολλά χρήματα, μπόνους και ευθύνες. Ήταν όμως μία νέα αρχή και σίγουρα όχι σαν την αρχή του τέλους που έλεγε το τραγούδι των Placebo. Δεν είχε πολύ χρόνο η Ρεν· δεν είχε χρόνο και τρόπο να βρει τον πατριό της στην σκήτη, ούτε τον Οδυσσέα στον ΟΚΑΝΑ. Η Πατησίων  άλλωστε πάντοτε την έσφιγγε, την θόλωνε, την έκανε να υποφέρει.

Μίλησε με άψογη Βρετανική προφορά στον υπεύθυνο προσλήψεων της εταιρείας ό,τι είχε κάποιες υποθέσεις να τακτοποιήσει στην Ελλάδα – καλοστημένο ψέμα, για να κερδίσει χρόνο να σουλουπωθεί – για κάποιο υποτιθέμενο πρόβλημα με την εδώ Πρεσβεία. Έτσι, πέρασε σχεδόν ένας μήνας. Ένας μήνας όπου η πρώτη εβδομάδα ήταν πολύ σκληρή για να τη ζεί κανείς · χαρμάνα, τρομακτικές αϋπνίες, αδυναμία, κόπωση, όμως η Ρεν το είχε καταφέρει ξανά το ‘σωματικό’ κομμάτι σε πολλές από τις κλινικές που είχε βρεθεί και το ‘είχε’.

Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι βρέθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό, στο Σηάτλ. Εξοικειωμένη με τις πτήσεις και το jet lag, με το που προσγειώθηκε πήρε ένα μεγάλο λεωφορείο που το έλεγαν ‘Κυνηγόσκυλο’ – ‘Hound’ ή κάπως έτσι και βρέθηκε λίγο πιο βόρεια στο Βανκούβερ. Οι πρώτες εβδομάδες πήγαιναν καλά, η Ρεν είχε αποφασίσει να το παλέψει όσο μπορούσε, ώστε να κάνει περήφανο τον κύριο Στέφανο, τον Οντυ και όλους τους φίλους της. Όταν μπήκε ο πρώτος μισθός, ο οποίος ακόμα και για την Ρεν που ζούσε σε ακριβό προάστιο, ήταν παχυλός, έστειλε γλυκά, λουλούδια και βιβλία σε όλους τους φίλους της, στον κύριο Στέφανο και στον Περικλή τον βιβλιοπώλη, τον θείο του Οδυσσέα με την υπόσχεση να του τα δώσει.

Ο καιρός περνούσε και η Ρεν είχε βγεί για ραντεβού με 1,2 καλά παιδιά αλλά δεν προχωρούσε. Σκεφτόταν τον Οδυσσέα και την ζωή στην πατρίδα και η καρδιά ‘έμπαινε’ ξανά στην θέση της. Ένα πρωί όπως όλα τα άλλα, είχε βγεί έξω με το φτυάρι για να βγάλει το χιόνι από την πόρτα του γκαράζ, άνοιξε το γραμματοκιβώτιο και πήρε την αλληλογραφία. Τα μάτια της λαμπύρισαν από χαρά όταν αφού προσπέρασε τις κάρτες και τα διαφημιστικά, βρήκε ένα γράμμα από τον Οδυσσέα – μία κάρτα που είχε εισιτήριο  για Αθήνα με British Airways και ένα ποίημα από εκείνα που μόνο ο Οδυσσέας μπορούσε να γράψει. Άλλωστε τόσα χρόνια μέσα στο βιβλιοπωλείο του Περικλή….είχε διαβάσει ό,τι υπήρχε σε γραπτή μορφή (σχεδόν)..

‘Ο χρόνος στην σκληράδα του το διάβα μας γκρεμίζει,
και η τεχνήτρα η Άνοιξη τάχα το ξαναχτίζει,
όμως νύχτα και μέρα, οι Θεοί, στα βάθη μας χαράζουν,
τυλίγουν αβίαστα γύρω μας , του Αγίου Φωτός την χάρη…

Όντας κοινοί θνητοί, στον σιωπηλό αγέρα αδημονούν,
να νιώσουν πως οι Θεοί πλάθουν ξανά την αυγή του Ονείρου,

Eκεί να! στον Αττικό ουρανό την φτιάχνουν, ώστε να φέγγει για πάντα μέσα στην σκοτεινιά της Λήθης μας, ο Θεός μας, λες και δεν έσβησε ποτέ για Αυτόν στο λύχνο, ο Σταυρός μας.

Η Ρενάτα έκλαψε όχι τόσο με τους στίχους αλλά με το ότι υπήρχε κοντά, το ένιωθε ειδικά με το εισιτήριο η παρουσία και η μυρωδιά, του Όντυ. Και με τα Ελληνικά έκλαψε, είχε να τα ακούσει ή να τα διαβάσει, ξαφνικά από πέρσι το καλοκαίρι! Όταν χτύπησε το κουδούνι ήξερε ό,τι ήταν αυτός. Τον ρώτησε , μα καλά τι ήρθες να κάνεις; Τίποτα, είπε ο Όντυ, “τελείωσα το πρόγραμμα και ήρθα να σε πάρω.”

Ψευδώνυμο: Riddler1978

 

Share this
Tags
ArtViews Team
ArtViews Team
Σκοπός της ομάδας μας είναι η προβολή κάθε θετικής προσπάθειας που αναδεικνύει τον πολιτισμό, η ενθάρρυνση των δημιουργών και η επικοινωνία της δουλειάς των καλλιτεχνών σε διεθνές επίπεδο. Ακολουθήστε μας στο facebook και στο instagram.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Νανά Συγκούνα «Master στην εφηβεία»

Γράφει η Ζέτα Τζιώτη Πριν λίγες ημέρες, η Νανά Συγκούνα παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Master στην εφηβεία- Ένα υπέροχο...

Η εκθαμβωτική εκφραση του Μωρίς ντε Βλαμένκ

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης Ο Μωρίς ντε Βλαμένκ / Maurice de Vlaminck γεννήθηκε το 1876 στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν...

Η αιθέρια τέχνη του συμβολιστή Οντιλόν Ρεντόν

Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης Ο Οντιλόν Ρεντόν / Odilon Redon (κανονικά Μπερτράν Ρεντόν), γεννήθηκε το 1840 στο Μπορντώ της Γαλλίας, σε...

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

More like this