Το καλοκαίρι του 480 π.Χ. ο Ξέρξης φτάνοντας στις Θερμοπύλες με ένα τεράστιο για την εποχή στράτευμα, βρίσκει απέναντί του μόλις μερικές χιλιάδες Έλληνες με επικεφαλής τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα. Εκεί έμελλε να γραφτεί, μια από της πιο λαμπρές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.
Την πρώτη ημέρα της μάχης, εξαπολύει σφοδρή επίθεση κατά των Ελλήνων, ενώ ο ίδιος στήνει τον θρόνο του σε ένα ύψωμα , ώστε να δει τη συντριβή των αναιδών που τόλμησαν να σταθούν απέναντι του και δεν προσκύνησαν τον Μεγάλο Βασιλιά. Οι προσδοκίες του όμως, διαψεύστηκαν σύντομα και σε αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες.
Οι Έλληνες εφαρμόζοντας μια έξυπνη τακτική, προχωρούσαν προς τις δυνάμεις του εχθρού και με έναν ελιγμό οπισθοχώρησης, εγκλώβιζαν τις δυνάμεις του αντιπάλου στο στενότερο σημείο του περάσματος.
Ενώ, τους είχαν παρασύρει αρκετά, αναστρέφονταν απότομα και έκαναν επίθεση. Έχοντας συσσωρεύσει μεγάλο αριθμό εχθρών σε ένα στενό χώρο, έσπαγαν τις πρώτες γραμμές των εχθρών και συνέθλιβαν τις επόμενες.
Οι Έλληνες ήταν εκπαιδευμένοι στη μάχη σώμα με σώμα, ενώ οι αντίπαλοί τους είχαν ευχέρεια σε μάχες που διεξάγονταν σε ανοιχτές πεδιάδες, εκμεταλλευόμενοι τον μεγάλο αριθμό τους, που στα στενά δεν μπορούσαν να το χρησιμοποιούσαν.
Επίσης, η οπλιτική φάλαγγα των Ελλήνων υπερείχε στην ομαδική δράση, αφού οι οπλίτες καλύπτονταν από την ασπίδα του διπλανού τους, ενώ τα δόρατά τους δεν επέτρεπαν στον εχθρό να πλησιάσει. Όταν ο διοικητής έδινε το σήμα για την ώθηση, οι οπλίτες των πίσω σειρών έσπρωχναν με τις ασπίδες τους αυτούς των μπροστινών με αποτέλεσμα οι εχθροί να δέχονται την ωστική δύναμη όλης της φάλαγγας.
Επομένως, αποτελούσε, ένα σπουδαίο πολεμικό όργανο τόσο στην άμυνα, αφού δεν μπορούσε ο εχθρός να σπάσει τις γραμμές της, όσο και στην επίθεση, αφού επέφερε αρκετές απώλειες στους εχθρούς. Επίσης, οι χαλκένδυτες πανοπλίες των Ελλήνων και κυρίως η ασπίδα, αχρήστευαν τους τοξότες, ενώ το περσικό ιππικό ήταν εντελώς αδρανοποιημένο λόγω της μορφολογίας του εδάφους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Έλληνες εναλλασσόμενοι απέκρουαν τις επιθέσεις των εχθρών, δημιουργώντας εκατόμβες νεκρών. Ο Ξέρξης έριξε στο πεδίο της μάχης τους Αθάνατους, ένα επίλεκτο περσικό σώμα, με επικεφαλής τον Υδάρνη, χωρίς αποτέλεσμα.
Τη δεύτερη ημέρα, οι Πέρσες ήλπιζαν πως ο μικρός αριθμός των Ελλήνων, οι απώλειες και η κόπωσή τους, θα έπαιζαν καταλυτικό ρόλο στην ήττα τους. Οι Έλληνες με ακλόνητο φρόνημα αγωνίζονταν «κατά τάξεις και κατά έθνεα» εναλλασσόμενοι εμψυχώνοντάς αυτούς που πήγαιναν να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή.
Ο Ξέρξης απελπίστηκε, αφού έβλεπε να εξοντώνονται οι πιο επίλεκτοι μαχητές του. Τη λύση του την έδωσε ο πιο απρόσμενος σύμμαχος, ο Εφιάλτης ένας ντόπιος, ο οποίος του απεκάλυψε την ύπαρξη της Ανοπαίας ατροπού.
Τη νύχτα της δεύτερης ημέρας ο Εφιάλτης οδηγεί τον Υδάρνη και τους Αθανάτους στα μετόπισθεν των ελληνικών δυνάμεων, μέσω του μονοπατιού. Ο Υδάρνης συνάντησε τους Φωκείς, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη του μονοπατιού και άρχισε να βάλει εναντίον τους με τόξα. Αυτοί αιφνιδιασμένοι, κατέφυγαν στην κορυφή του βουνού, για καλύτερη άμυνα, όμως αυτός τους προσπέρασε, για να ολοκληρώσει τον κυκλωτικό του ελιγμό.
Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν στο ελληνικό στρατόπεδο, ενώ, η γνώμη που κυριάρχησε ήταν πως το στράτευμα έπρεπε να αποχωρήσει. Ο Λεωνίδας διέταξε τους υπόλοιπους Έλληνες να αποχωρήσουν, ενώ ο ίδιος με τους Τρακόσιους πολεμιστές του θα παρέμεναν, όπως υπαγόρευε η στρατιωτική τιμή και ο νόμος της Σπάρτης.
Το παράδειγμά του ακολούθησαν οι εφτακόσιοι Θεσπιείς με επικεφαλής τον Δημόφιλο και ο μάντης του στρατεύματος Μεγιστίας από την Ακαρνανία. Το πρωί της τρίτης ημέρας, οι ελληνικές δυνάμεις παρατάχθηκαν σε οπλιτική φάλαγγα, λίγο πιο μπροστά από το χώρο της διεξαγωγής της μάχης των δυο προηγούμενων ημερών, εκεί που η στενωπός ευρύνονταν αρκετά.
Γνωρίζοντας πως ο στόχος της παρεμπόδισης της διέλευσης των Περσών είχε αποτύχει, θα αγωνίζονταν για να προκαλέσουν τη μέγιστη δυνατή φθορά στις δυνάμεις του εχθρού, πριν την άφιξη του σώματος του Υδάρνη που θα σήμαινε το τέλος.
Με την έναρξη της σύγκρουσης οι Πέρσες συνέχιζαν να έχουν τρομερές απώλειες, είτε από τα δόρατα των Ελλήνων είτε γιατί συνθλίβονταν ανάμεσα στην ακλόνητη ελληνική φάλαγγα, άλλοι δε επέλεγαν να φύγουν άτακτα ή να πέσουν στη θάλασσα.
Οι Πέρσες αξιωματικοί έριχναν στη μάχη τους άντρες τους και τους ανάγκαζαν με μαστίγια να προχωρήσουν. Οι Έλληνες παρά την εξάντληση και με τα δόρατα σπασμένα συνέχιζαν τον άνισο αγώνα με τα ξίφη, ενώ όταν σκοτώνεται ο Λεωνίδας, που πολεμούσε ως πρόμαχος, ξεσπά μια ανήλεης σύγκρουση, για να μην πέσει το σώμα του στα χέρια των εχθρών.
Με την άφιξη των Αθανάτων, οι λιγοστοί Έλληνες συγκεντρώνονται στον μικρό λόφο του Κολωνού, για την ύστατη άμυνα. Ολιγάνθρωποι και χωρίς όπλα, συνέχισαν να προκαλούν φόβο στον εχθρό που δεν ετόλμησε να τους αντιμετωπίσει εκ του συστάδην (σώμα με σώμα).
Αφού τους κύκλωσαν τους χτυπούσαν από μακριά με ακόντια και βέλη. Οι Σπαρτιάτες περιφρονούσαν τα βέλη, θεωρώντας πως είναι το όπλο των δειλών, αφού σκότωνε από μακριά. Χιλιάδες βέλη ρίχτηκαν στους μαχητές μέχρι να πέσουν όλοι.
Εκεί που γράφτηκε ο επίλογος της λαμπρής αυτής μάχης, ο Σιμωνίδης με το επίγραμμά του «Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι» δίνει αιώνια φωνή σε αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους, για το υψηλότερο ιδανικό για αυτούς, την ελευθερία.