Παρευρεθήκαμε στη γενική πρόβα της “Μήδειας” του Μποστ, υπό τη μορφή οπερέτας, ανάθεση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο συνθέτη Νίκο Κυπουργό -για τον Κύκλο Operetta Restart- και σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη (bijoux de kant), στο πλαίσιο του Summer Nostos Festival, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Γράφει η Αλεξία Λυμπέρη
Η λογοτεχνική μορφή της Μήδειας έχει γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από πολλούς συγγραφείς σε διάφορες παραλλαγές, ιδιαίτερα στα τέλη του 20ού αιώνα, προσπαθώντας είτε να την απαλλάξουν από της ευθύνης της δολοφονίας, είτε να χρησιμοποιήσουν τη μορφή της ως σύμβολο φεμινισμού.
Ο Μέντης Μποσταντζόγλου, γνωστός ευρέως με το ψευδώνυμο Μποστ, κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό κι αναγνωρίσιμο σατυρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των έργων του αποτελεί η γλώσσα, καθώς και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα.
Ο ίδιος πίστευε πως με τη γελιοποίηση της καθαρεύουσας μπορούσε να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση των ήχων τους, δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.
Στα θεατρικά του έργα χρησιμοποιούσε δεκαπεντασύλλαβο στίχο, συμφυρμούς πομπωδών καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, με ξένες και λαϊκές εκφράσεις, ενώ συχνά εμφανίζει ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα να αναφέρονται σε σύγχρονα γεγονότα.
Η σάτιρά του στόχευε κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια, τον νεοπλουτισμό, τη ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή.
Λίγα λόγια για το έργο
Η Μήδεια του Μποστ είναι μια παρωδία της τραγωδίας του Ευριπίδη, όπου μεταμορφώνει την τραγική πρωταγωνίστρια σε κωμικοτραγικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα μέσω Αριστοφανικών μεταφορών και λογοπαιγνίων, ασκεί κριτική και μαστιγώνει τη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα. Η Μήδεια του Μποστ δεν εκδικείται τον Ιάσωνα σκοτώνοντας την αγαπημένη του -Γλαύκη-,τον πατέρα της και τα παιδιά τους, ώστε να του προκαλέσει απέραντο πόνο, αλλά φονεύει τα παιδιά της για λόγους ηθικής.
Κατά συνέπεια τα παιδιά πέφτουν θύμα μιας ανάρμοστης κοινωνικής συμπεριφοράς.
“Δεν έχω τύψεις. Τα παιδιά έπρεπε να σφαγούνε
και λόγον που πηδάγανε
και που δεν μελετάγανε
και επιπλέον δέχονταν κι άνδρες να τα πηδούνε.”
(Μήδεια του Μποστ)
Ο Μποστ γράφει ένα σύγχρονο έργο επανεξετάζοντας μυθικούς όρους, τροποποιώντας τα μυθικά μοτίβα υπό το πρίσμα της Ελληνικής πραγματικότητας της εποχής.
Η παράσταση
Η αυλαία ανοίγει κι εμφανίζεται η υπερυψωμένη είσοδος του ανακτόρου της Μήδειας, το οποίο είναι η Βουλή κι η σκάλα του οδηγεί στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, όπου δύο τσολιάδες με μη συγχρονισμένο βηματισμό λαμβάνουν τις θέσεις τους επί σκηνής.
Ένας συμβολισμός, ο οποίος ταιριάζει τόσο στα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα του Μποστ όπου οι νόρμες δεν ακολουθούνταν, ενώ ταυτόχρονα ενδεχομένως ενέχει πολιτικό χρωματισμό, όπως άλλωστε είθισται στα έργα του Μποστ. Ενδυματολογικά οι τσολιάδες φέρουν αντί για φέσι, μια ειδική κατασκευή καπέλου όπου παρουσιάζονται καρικατούρες ανδρικών προσώπων που παραπέμπουν στα σκίτσα του συγγραφέα.
Μέσω της σκηνοθετικής αυτής προσέγγισης η bijoux de kant επιχειρεί να ταξιδέψει το θεατή στην πλατεία Συντάγματος και να αφηγηθεί την ιστορία της Ελλάδας της κρίσης και του χάους μέσα από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Όπως μας λέει κι ο ίδιος ο Γιάννης Σκουρλέτης “Εκεί που ανθρώπινοι τύποι της καθημερινότητας συγχρωτίζονται με θεούς, ημίθεους και ήρωες σε μια τέλεια σύγχυση της σπουδαιότητας και της φαυλότητάς τους.”
Το ρόλο του χορού αναλαμβάνει η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία φέρει προσωπεία ανδρικών καρικατούρων κι ίδιο ρουχισμό, ένα συνδυασμό ναυτικής αμφίεσης με φουστανέλα, λειτουργώντας ως ομοιογενές, αδιαχώριστο σύνολο. Συμβολισμός όπου στην αρχαία τραγωδία αντανακλούσε το ρόλο του χορού στην κοινωνία από την οποία εκπορευόταν.
Στο ρόλο της Καλόγριας, η μεσόφωνος Μαρισία Παπαλεξίου, εμφανίζεται αρχικά με την ενδυμασία της καλόγριας, κρατώντας μια μαύρη βαλίτσα όπου αναγράφεται η λέξη ΠΟΛΥ-Η, όπου το τελικό φωνήεν της λέξης εάν ερμηνευθεί ως “Υ” αναφέρεται στο όνομά της “Πόλυ” από το Πολυξένη, ενώ αν ερμηνευθεί ως “Η” ενέχει μία συμβολική χροιά ως προς την ταύτιση του χαρακτήρα της καλόγριας -έλλειψη ηθικότητας- και της πόλης μας.
Εν συνεχεία αλλάζει ρούχα επί σκηνής κι εμφανίζεται ως θελκτική γυναίκα φορώντας μια μωβ τουαλέτα (χρώμα που συμβολίζει τη φιλοδοξία) κι ως νύφη με ένα μακρύ μπεζ φόρεμα στην πράξη όπου περιμένει τον έμπορο Παππά στην εκκλησία για να παντρευτούν. Ερμηνευτικά, υποκριτικά και φωνητικά, ταιριάζει άψογα με το ρόλο που της έχει ανατεθεί, τον οποίο φέρνει εις πέρας με επαγγελματισμό.
Στο ρόλο της Μήδειας, η υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου, εμφανίζεται με επιβλητική ενδυμασία μαύρου χρωματισμού κατά κύριο λόγο, η οποία ταιριάζει τόσο στη βασιλική καταγωγή της ηρωίδας που υποδύεται -καθώς το μαύρο χρώμα συνδέεται με την εξουσία-, ενώ παράλληλα το μαύρο χρώμα συμβολίζει το θάνατο και το κακό που εν τέλει θα επιφέρει με το φόνο των παιδιών της. Η υψίφωνος ερμηνεύτρια, με την τεράστια έκταση φωνής, καταφέρνει να κερδίσει το κοινό με τις υποκριτικές και φωνητικές της ικανότητες ενσαρκώνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου.
Στο ρόλο του Ιάσονα, ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός, με απλή ναυτική ενδυμασία, φορώντας τσαρούχια -σύμβολο της Ελληνικής ανδρείας και της ελευθερίας-, ρούχα σύμφωνα με την καταγωγή του ήρωα που υποδύεται -απόγονος του Αιόλου-, καθώς και την ιδιότητά του ως επικεφαλή της Αργοναυτικής Εκστρατείας, με τις φωνητικές του ικανότητες και την υπόκριτική του παραστατικότητα, καταφέρνει να φέρει εις πέρας αποτελεσματικά το ρόλο που του έχει ανατεθεί.
Στο ρόλο του Καλόγερου, ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου, εμφανίζεται αρχικά ως κρητικός – κριτικός, ντυμένος με κρητική φορεσιά η οποία υποδηλώνει την καταγωγή του, ενώ εν συνεχεία ως καλόγερος δεν φέρει μαύρο ράσο, όπως είθισται από τη θρησκεία μας, αλλά γκρι, το οποίο είναι μεν αποδεκτό κατά τους θερινούς μήνες, αλλά παράλληλα το γκρι ως χρώμα βρίσκεται ανάμεσα στο μαύρο και στο άσπρο, μεταξύ του καλού και του κακού, είναι το χρώμα του κτήνους και του αγγέλου μαζί, στοιχεία που ταιριάζουν απόλυτα στο χαρακτήρα του παιδόφιλου καλόγερου. Φωνητικά, ερμηνευτικά κι υποκριτικά καταφέρνει να επιτελέσει επί σκηνής το ρόλο του με επαγγελματισμό.
Στο ρόλο του Ευριπίδη, ο τενόρος και ηθοποιός Σταμάτης Πακάκης, εμφανίζεται ντυμένος με γυναικεία ρούχα, ξανθιά περούκα, τακούνια, ροζ χιτώνα με γαλάζια κορδέλα που παραπέμπει σε κορδέλα καλλιστείων, θέλοντας να τονίσουν την αξία του έργου του Ευριπίδη.
Η queer προσέγγιση εν είδη drag queen του χαρακτήρα του Ευριπίδη, αφενός στιγματίζει το έργο της ομάδας bijoux de kant, αφετέρου μέσω του συμβολισμού αυτού ενδεχομένως να θέλουν να καυτηριάσουν την άποψη ότι ο Ευριπίδης ήταν μισογύνης, καθώς μέσω των έργων του καταστρέφει όλες τις ηρωίδες του. Οι δύο δημιουργοί του έργου, ο Ευριπίδης κι ο Μποστ – μέσω βίντεο art- συνομιλούν επί σκηνής κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για μισογυνισμό, προσθέτοντας ένα ευχάριστο διαλογικό χωρίο στην παράσταση. Ο Σταμάτης Πακάκης, άρτιος φωνητικά κι υποκριτικά, με παραστατικότητα κι άψογη κινητικότητα επί σκηνής, υποδύεται με επαγγελματισμό το ρόλο που του έχει ανατεθεί.
Στο τέλος της παράστασης, τα μηνύματα των δημιουργών δεν σταματούν να εκπλήττουν το θεατή, καθώς το έργο δεν έχει το αναμενόμενο κλείσιμο βάση κειμένου.
Το κοινό παρακολουθεί τον άγνωστο στρατιώτη να σηκώνεται από το μνημείο του, να ντύνεται με ναυτικά ρούχα, να επιβιβάζεται στην Αργώ και μαζί με την παιδική χορωδία της Λυρικής σκηνής, ντυμένη με ναυτικά ρούχα επίσης, να αποχωρεί από τη σκηνή. Συμβολισμός ο οποίος θέλει να δείξει πως δεν υπάρχει πλέον ελπίδα για τη χώρα μας και τη νέα γενιά και οι πρόγονοί μας άδικα αγωνίστηκαν για αυτή τη χώρα.
Συνολικά, ο Νίκος Κυπουργός καταφέρνει μέσα από τη μουσική να αναδείξει το καυστικό και πικρό χιούμορ του Μποστ, ανασκευάζοντας τη Μήδεια σε οπερέτα, χωρίς να αλλοιωθεί το πνεύμα του έργου του συγγραφέα. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Σκουρλέτη/ bijoux de kant, σε συνδυασμό με τα σκηνικά και τα κουστούμια του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη/ bijoux de kant καταφέρνουν να ακολουθήσουν μέσω των συμβολισμών τους την πολιτική χροιά της Μήδειας του Μποστ, ενώ ταυτόχρονα μέσω της υψηλής τους αισθητικής προσέγγισης, καταφέρνουν να διατηρήσουν τη λεπτή ισορροπία μεταξύ των όρων κωμωδίας και παρωδίας.
Η οπερέτα Μήδεια σίγουρα είναι ένα μεγάλο γέλιο που μας σκέπασε όλους, όπως μας υποσχέθηκε εξ αρχής ο Γιάννης Σκουρλέτης.
info παράστασης
Παραστάσεις: 27, 28 Ιουνίου 2019 στις 20:00
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Κύκλος Operetta restart
Είσοδος ελεύθερη με ηλεκτρονική προεγγραφή στο: https://www.snfestival.org/
Η παράσταση απευθύνεται σε θεατές άνω των 16 ετών
Περισσότερες πληροφορίες: https://www.nationalopera.gr/aithousa-stavros-niarxos/kentrikis-skini-opereta/item/2609-mideia