Γράφει η Λιάνα Ζωζά
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ με την γέννηση του παιδιού του αδελφού του, που πήρε και το όνομά του, ζωγραφίζει στην Άρλ της Προβηγκίας ένα μεγάλο έργο με γαλάζιο ουρανό πάνω στον οποίο ξεχωρίζουν ανθισμένα κλαδιά αμυγδαλιάς.
Προορίζεται να κρεμαστεί πάνω στο βρεφικό κρεβάτι και ο Τεό γράφει στον αδελφό του ότι το μωρό το κοιτάζει πραγματικά γοητευμένο.
Το έργο είναι πιθανότατα εμπνευσμένο από τις ιαπωνικές στάμπες. Είχε ήδη έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη, από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της, όταν παρακολουθούσε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας.
Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης, σε δεύτερο πλάνο, κάποια στοιχεία της ιαπωνικής τέχνης. Το έργο με τα κλαδιά της αμυγδαλιάς, το αντιλαμβάνεται ως το πρώτο μιας θεματικής ενότητας, που όμως δεν θα μπορέσει να την πραγματοποιήσει, γιατί μόλις το ολοκληρώνει περνάει από άλλη μια σοβαρή κρίση, που όταν συνέρχεται έχει πια τελειώσει και η ανθοφορία. Στην συνέχεια ζωγραφίζει αρκετές παραλλαγές με κλαδιά αμυγδαλιάς.
Παιδί της Άνοιξης και ο ίδιος–γεννήθηκε τέλη Μάρτη–έχει απεικονίσει σε πολλά από τα έργα του την ανθισμένη ύπαιθρο. Ο ίδιος ήταν ένας ζωγράφος με ευμετάβλητο ψυχισμό και πολλές κρίσεις κατάθλιψης. Επηρεασμένος από το κίνημα το ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος θεωρείται μετα-ιμπρεσιονιστής, χρησιμοποιεί το χρώμα με τέτοιο τρόπο που σε πολλά από τα έργα του το αποτέλεσμα είναι εκτυφλωτικό.
Είναι η περίοδος αυτή, που επηρεασμένος από το φως της υπαίθρου και την εναλλαγή των εποχών ξεκινώντας από την Άνοιξη, δημιουργεί έργα γεμάτα φως και χρώμα.
Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.
Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του— επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης— στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο Βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του.
Είναι η περίοδος αυτή, που επηρεασμένος από το φως της υπαίθρου και την εναλλαγή των εποχών ξεκινώντας από την Άνοιξη, δημιουργεί έργα γεμάτα φως και χρώμα. Ανθισμένα δέντρα και αγροί γεμάτοι παπαρούνες. Παράλληλα, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα “Έναστρος ουρανός” και μία σειρά έργων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια.
Το έργο “Κόκκινο αμπέλι” αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο Βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν.
Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο Βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο Βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.
Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον Βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο Βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.
Τον Ιούλιο του 1890, ο Βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα.
Απόσπασμα από Γράμμα του Vincent Van Gogh στον φίλο του Emile Bernard
“Αισθάνομαι καλύτερα εδώ παρά στο Βορρά. Εργάζομαι ακόμη και μέσα στο καταμεσήμερο, κάτω από τον ήλιο, χωρίς καμία σκιά, μέσα στα χωράφια με τα στάρια, και να, το απολαμβάνω σαν το τζιτζίκι. Θεέ μου, γιατί να μην είχα γνωρίσει αυτή τη χώρα στα 25 μου, αντί να έρθω εδώ στα 35! Εκείνη την εποχή με ενθουσίαζε ακόμη το γκρι ή μάλλον το άχρωμο, αλλά βέβαια ονειρευόμουν και τον Millet (…) Πότε επί τέλους θα κάνω τον έναστρο ουρανό, αυτόν τον πίνακα που συνέχεια με απασχολεί. Δυστυχώς! Δυστυχώς!”