Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Μητέρα του η Ελένη Γκίκα, από αρχοντική οικογένεια της Ύδρας. Σε νεαρή ηλικία παρουσίασε τα πρώτα έργα του στο σπίτι του και το 1917-18 άρχισε μαθήματα ζωγραφικής με τον υπαιθριστή Βασίλη Μαγιάση.
Το 1919-20 μαθητεύει σε Γαλλικό Λύκειο στο Παρίσι, αποφάσισε όμως να επιστρέψει και να συνεχίσει στην Αθήνα, όπου δημοσιεύει τα πρώτα του κείμενα και μαθητεύει ιδιωτικά με τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1923 γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών όμως πριν να αρχίσουν τα μαθήματα επέστρεψε στο Παρίσι και γράφτηκε στη Σορβόνη. Τελικά εγγράφεται στην Academie Ranson στην τάξη ζωγραφικής του Roger Bissiere και του Δημήτρη Γαλάνη στη χαρακτική.
Το 1927 συμμετείχε στο «Σαλόν των Ανεξαρτήτων» και κάνει την πρώτη του έκθεση στη σημαντική γκαλερί Percier. To 1928 γίνεται η πρώτη έκθεση του στην Αθήνα μαζί με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο. Το 1931 συνδέεται φιλικά με τον αρχιτέκτονα Λε Κορπυζιέ. Το 1934 εκθέτει στην γκαλερί «Cahiers d’ Art» του Κριστιάν Ζερβός. Ανάμεσα στο Παρίσι, την Αθήνα και την Ύδρα που ζωγραφίζει τα πρώτα μετακυβιστικά του έργα και φιλοξενεί σημαντικούς ξένους καλλιτέχνες και διανοουμένους, ανάπτυξε πολλαπλές διεθνείς εικαστικές δραστηριότητες, κάνει θεατρικά σκηνικά για σημαντικά έργα, δημοσιεύει διεισδυτικά κριτικά κείμενα περί τέχνης και αισθητικής. Άρχισε επίσης την εικονογράφηση της ποιητικής «Οδύσσειας» του Νίκου Καζαντζάκη.
Το 1933 διοργάνωσε στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο
Το 1933 διοργάνωσε στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο, στο οποίο συμμετείχαν διαπρεπείς του χώρου, όπως οι Λε Κορμπυζιέ, Φερνάν Λεζέ, Κριστιάν Ζερβός κ.ά. ενώ συμμετείχε σε εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βενετία. Εκδίδεται επίσης από τον Anatole Jakovski λεύκωμα με έργα χαρακτικής 23 κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσσο, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Τζιακομέττι, Βασίλι Καντίνσκι στο οποίο περιλαμβάνει έργα του. Κορυφαία, ιστορική σκηνογραφία του ήταν το 1961 η ευρηματική σύλληψη του για το μπαλέτο «Περσεφόνη» του Αντρέ Ζίντ, σε μουσική Ιγκόρ Στραβίνσκυ που ανέβηκε με επιτυχία στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου. Δυστυχώς την ίδια χρονιά το αρχοντικό σπίτι του της Ύδρας, κατά την διάρκεια επισκευών καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το 1965 εξέθεσε στη Γκαλερί IOLAS στο Παρίσι και στη συνέχεια σε πολλές πόλεις: Αθήνα, Παρίσι, Λονδίνο, Γενεύη, Βερολίνο, Ν. Υόρκη κ.α.
Ο Γκίκας είχε εκλεγεί καθηγητής σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. το 1941, όπου και δίδαξε ευδόκιμα μέχρι το 1958. Το 1972 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1986 επίτιμο μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου. Ανακηρύχθηκε επίσης διδάκτωρ της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1982) και διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1991).
Ο Λώρενς Ντάρελ και ο Γιώργος Κατσίμπαλης τον είχαν γνωρίσει στον Χένρι Μίλερ. Ο Γκίκας φιλοξένησε τον Μίλερ στην Ύδρα και έκαναν εκδρομές στους Δελφούς και την Ελευσίνα. Για τη σχέση αυτή εκδόθηκε, το 1991, το βιβλίο “Ν. Χ. Γκίκας- Χένρυ Μίλλερ. Χρονικό φιλίας”.
Για το πολυσχιδές έργο του έγραψαν αναλυτικά οι: Οδυσσέας Ελύτης «Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας», στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Αθήνα, 1947, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο Τζον Κράξτον, ο Άγγελος Δεληβοριάς, ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, ο Δημήτρης Παπαστάμος, η Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, η Ιωάννα Προβίδη, κ.α.
Το 1986 ο Γκίκας δώρισε 46 από τα σημαντικότερα έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 1991 εγκαινιάστηκε η περίφημη Πινακοθήκη Γκίκα, με την Βιβλιοθήκη της, ως Παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη, μετά από την δωρεά της οικίας του στο Μουσείο. Τελευταία έκθεση του με μικρογλυπτική και κόσμημα διοργανώθηκε εκεί το 1994 χρονιά που απεβίωσε στην Αθήνα. Έργα του Γκίκα ανήκουν στο Musée d’ Art Moderne, Παρίσι, στην Tate Gallery, Λονδίνο, στο Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη, στην Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα.
Στον αριστοκρατικό Γκίκα με σύστησε ο ελληνιστής και μεταφραστής Κίμων Φράιερ, που είχαν συνεργαστεί για την εικονογράφηση της επικής «Οδύσσειας» του Νίκου Καζαντζάκη. Όμως η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο του Γκίκα ήταν το 1978 όταν επισκέφθηκα με φίλους, σε νεανικό εκθεσιακό ταξίδι μου στην Κέρκυρα, την έπαυλη του στην Κουλούρα, που διέμενε με την σύζυγο του Μπάρμαρα Χάτσινσον.
Η αισθητική εμπειρία από την επίσκεψη στο χώρο της οικίας τους με τα βοτσαλωτά, τις εικαστικές συνθέσεις και τις εκπληκτικής φινέτσας προτομές, του μεγάλου κλασικιστή Δανού γλύπτη θορβάλντσεν, με εντυπωσίασαν. Μετά την γνωριμία μας τον συναντούσα στην Αθήνα για αρκετά χρόνια, συχνά πεζή και σκεπτικό στην οδό Πανεπιστημίου, είτε πηγαίνοντας στην Ακαδημία Αθηνών, είτε επιστρέφοντας στην οδό Κριεζώτου 3 που διέμενε. Πάντοτε με ρωτούσε αν γράφω και αν σχεδιάζω καθημερινά, με ευγένεια και ενδιαφέρον. Όταν σταμάτησα να τον συναντώ πληροφορήθηκα ότι ήταν βαριά άρρωστος και νοσηλευόταν στο εξωτερικό. Ακολούθησαν με την επιστροφή του οι δικαστικές διαμάχες του με τον συλλέκτη Πέρδιο σχετικά με τον σφετερισμό πολλών έργων του κατά την διάρκεια της νοσηλείας του.
Ο Γκίκας πολυπράγμων και παραγωγικός δημιουργός εκτός από την ζωγραφική ασχολήθηκε με την γλυπτική, την χαρακτική, τη σκηνογραφία, το κόσμημα, την εικονογράφηση βιβλίων και την κριτική τέχνης. Συνέγραψε βιβλία και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Σημαντική είναι και η λογοτεχνική του έκφραση.
Η Ύδρα των παιδικών του χρόνων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του, καθώς τον ώθησε βιωματικά να συνδυάσει στοιχεία γεωμετρικού κυβισμού, αρχιτεκτονικής και φωτός στη δόμηση των πολύπλοκων συνθέσεων του, συνεχίζοντας την διακοσμητική στόφα του καθηγητή του Bissiere. Όπως αναφέρει ο ίδιος επηρεάστηκε από τους Ματίς, Μπρακ και Πικάσσο.
Την γεωμετρική υπαρξιακή του δημιουργία στα βάθη της ελληνικότητας χαρακτηρίζει κύρια η μοναδική αρχιτεκτονική των όγκων, η ακρίβεια των σχεδίων του, στα πλαίσια του ύστερου αναλυτικού κυβισμού. Η ρυθμική οργάνωση της σύνθεσης, η παράθεση διαφορετικών επιπέδων με προοπτικούς αναβαθμούς, η ευαίσθητη και πολυπρισματική χρωματική του γκάμα αποτυπώνουν τα εξελικτικά στάδια για την μεταμόρφωση της ακαδημαϊκής ελληνικής τέχνης σε μοντέρνα προσωπική έκφραση με διεθνή εμβέλεια. Κρατώντας από την κυβιστική τεχνοτροπία το ευρηματικό παιχνίδι της ισορροπίας των σχημάτων, το στυλιζάρισμα των μορφών και την τονική διαβάθμιση αποχρώσεων και φωτός αναβαπτίζεται ποιητικά στην αρχαϊκή ελληνική τέχνη την οποία μελέτησε με ζήλο και προβάλλει εικονιστικά την διαλεκτική συνάφεια της ορφικής πανδαισίας του χώρου στο εκτυφλωτικό και διάφανο ξέφωτο του παρόντος.
*Ο Κώστας Ευαγγελάτος είναι Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.