Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
Ο Γουλιέλμος του Όκαμ (1285-1347), ήταν φραγκισκανός μοναχός του Μεσαίωνα, Άγγλος στην καταγωγή από το Σάρρευ, με σπουδές στην Οξφόρδη. Πολύ σύντομα η λοξοδρομική του στάση από τα σκοταδιστικά ειωθότα, τον οδήγησε ενώπιον του παπικού δικαστηρίου της εποχής για να καταδικαστεί για το ανορθόδοξο σχόλιό του για το έργο «Γνώμες του Πέτρου Λομβάρδου». Ευτυχώς κατέφυγε στην αυλή του ομοϊδεάτη Λουδιβίκου Δ’, ο οποίος ήταν ο αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και είχε εξίσου έντονες διαφορές με τον Πάπα. Ο Όκαμ τελικά αφορίστηκε από τον Πάπα με συνέπεια να μην καταφέρει ποτέ να μεταλαμπαδεύσει από την έδρα του καθηγητή στα επιφανή πανεπιστήμια τις θεωρίες του, εντούτοις δεν πτοήθηκε και χάρη στην πνευματική του σκευή ανέπτυξε τις φιλοσοφικές του και θεολογικές του μελέτες από το καταφύγιο της αυλής του Λουδοβίκου, ασκώντας σημαντική επιρροή και αποκτώντας προοδευτικά όλο και περισσότερους οπαδούς.
Ευρέως γνωστός για την επιστημονική θεωρία ή αλλιώς αρχή της οικονομίας του «Ξυραφιού του Όκαμ», του αποδίδεται η διατύπωση η οποία κοντολογίς αναφέρει ότι σε ένα πρόβλημα που προκύπτει, η πιο ευλογοφανής και απλή απάντηση είναι και η σωστή, υπονοώντας ότι ο περιττός πολλαπλασιασμός των οντοτήτων δεν χρειάζεται, καθώς είναι σπατάλη χρόνου και ενέργειας. Πιο απλά, για να εξηγήσει κανείς κάτι αρκεί να χρησιμοποιήσει την κοινή λογική που πηγάζει ορθολογικά από τα δεδομένα της εκάστοτε συνθήκης και δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω εικασίες που απομακρύνονται από το αρχικό προφανές και προσθέτουν παραπανίσιο χρόνο.
Παρόλο που αυτή η θεωρία είναι γενική, αποτελεί θεμελιώδη κανόνα στην μεθοδολογία της επιστήμης και χωρίς αυτήν η ίδια απλώς δεν υφίσταται εξαιτίας των άπειρων θεωριών και εξηγήσεων που θα συσκότιζαν την όποια προσπάθεια εναποθέτοντας κόπο και συνεπώς σπατάλη πολύτιμου χρόνου, οδηγώντας τελικά σε απραξία. Η επιστημονική του αυτή προσέγγιση είναι στην ουσία μια εξαιρετική συμβουλή, μολονότι τις θεολογικές αλήθειες μπορούμε κατά τη γνώμη του να τις συλλάβουμε μόνο μέσα από την πίστη και όχι την λογική. Εκτός από τον Θεό ως αναγκάιο ον που πίστευε ότι ήταν αυταπόδεικτος και είναι αδύνατον να αποδειχθεί η ύπαρξή του, όλα τα υπόλοιπα στο σύμπαν είναι ενδεχομενικά, χρήζουν αιτώδους συνάφειας που να εξηγείται με την λογική και μπορεί να επαληθευθεί επαγωγικά ή έστω να αιτιολογείται επαρκώς εμπειρικά.
Ο νεωτεριστής Όκαμ ήταν νομιναλιστής, που σημαίνει ότι εναντιώνεται στον ρεαλισμό και προκρίνει την εξατομίκευση των λέξεων και των εννοιών, απορρίπτοντας την ύπαρξη καθολικών και γενικών εννοιών για συγκεριμένα πράγματα, καθώς κατά την άποψή του αυτό θα ήταν αυθαίρετο. Ήταν εμπειριστής, υποστηρίζοντας ότι η απόκτηση της γνώσης αντλείται από τα αισθητηριακά μας εργαλεία, πράγμα που συμβαίνει και με τα ζώα, για αυτό η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι μέσα από την νόηση και την συνείδηση που είναι μοναδική στο είδος μας, οι άνθρωποι με την αντίληψή μας μπόρουμε να δώσουμε εξήγηση στα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Ταυτιζόταν με την εμπειριοκρατική προσέγγιση του Αριστοτέλη και για αυτό τον μελέτησε και επιχείρησε να προχωρήσει τον συλλογισμό του.
Όσον αφορά το προαιώνιο και αναπάντητο ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, ο ίδιος ήταν βουλησιοκράτης, δηλαδή πίστευε ακράδαντα στο αυτεξούσιο του ανθρώπου και στο ότι η βούληση είναι κάτι ανεξάρτητο από τον νου και τα ορμέμφυτα ένστικτα, δρώντας αυτόνομη. Τόσο αυτόνομη που μπορεί να επιλέξει και κάτι που είναι επιζήμιο για τον ίδιο τον άνθρωπο. Σύμφωνα με την θέση που υποστήρζε, η βούληση υπάγεται στο συναίσθημα και όχι στην νόηση, πράγμα που τον φέρνει ενώπιον του Αριστοτέλη. Έπειτα από τον αφορισμό του και με κορύφωση τον θάνατό του, οι ένθερμοι οκαμιστές ήρθαν σε έντονες διενέξεις με τους οπαδούς του Ντούνς Σκότους και του Ακινάτη όσον αφορα τις πολλαπλές ψυχές και υποστάσεις που μπορεί να έχει ένα ον, θέση που απέρριπταν κατηγορηματικά οι οκαμιστές. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο επικρατούσες σχολές σκέψης που βρίσκονταν σε αυτήν την φιλονικία ήταν το via antique και το via moderna. Στην πρώτη μπορεί να υπάρχουν πολλές υποστασιακές μορφές στο ίδιο υποκείμενο, ενώ η δεύτερη έλεγε όχι. Αυτές οι θεωρίες φυσικά είχαν και θεολογικές συνέπειες εξ ου και οι τόσο οξυμένες διαμάχες.
Ο Όκαμ βρίσκεται χρονικά σε μια περίοδο (13ο και 14ο αιώνα) μακριά από την σφαίρα επιρροής της επιστημονικής επανάστασης και του Διαφωτισμού, τοσούτω μάλλον από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, γεγονός που του προσδίδει μεγαλύτερη αξία ως μοναχού φιλοσόφου καθώς αποτελούσε την φωτεινή εξαίρεση στην ύστερη αδιάλλακτη μεσαιωνική σκέψη και μάλιστα θα λέγαμε ότι έφτιαξε ένα στοχαστικό «προσχέδιο» για την επιστημονική έκρηξη που θα ακολουθούσε 2-3 αιώνες αργότερα και που άλλαξε ουσιαστικά τον ρου της ιστορίας.