Γράφει ο Σωτήρης Χάιδας
Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ποιητής και ιδρυτής της Ελεατικής σχολής. Το απόγειό του χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ. και πηγάζει από κάποιες αναφορές στα κέιμενα άλλων φιλοσόφων όπως ο Ηράκλειτος, ο οποίος αναφέρεται στον Ξενοφάνη σε αόριστο χρόνο, άρα συμπεραίνουμε ότι ο δεύτερος προηγήθηκε από αυτόν και έζησε περίπου εκείνο τον καιρό, καθώς και από μαρτυρίες του ίδιου σε αναφορές στον Πυθαγόρα σε παρελθόντα χρόνο που σημαίνει ότι ο πρώτος προηγήθηκε του δεύτερου. Η γενέθλια πόλη του ονομαζόταν Κολοφώνας και βρισκόταν ανάμεσα στην Έφεσο και την Μιλητό, με τον ίδιο να «φεύγει» πλήρης ημερών στα 92 του χρόνια, εν μέσω μιας περιπλανώμενης ζωής ταξιδιών κατά μήκος ολάκερης της Ελλάδας και μη, σε ένα διάστημα 67 συναπτών ετών (από τα 25 του), μέχρι και την τελευταία του πνοή. Η άοκνή του ψυχή βολόδερνε στον ελλαδικό χώρο και εκτός αυτής (Ιταλία), ως ένας ραψωδός σε συνεχή κίνηση ενώ συνάγουμε από τα γραπτά του ότι αυτή του η «δραπέτευση» εκκίνησε από την κατάληψη της πόλης του από τον Άρπαγο, δηλαδή όταν ο Ξενοφάνης ήταν 25 χρονών.
Κοσμολογικά θα λέγαμε ότι ανήκει στην ίδια σχολή σκέψης με τους υπόλοιπους προσωκρατικούς φιλοσόφους όπως ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης κτλπ. Περιφρονούσε εμφατικά την κατεστημένη αντίληψη περι ανθρωπόμορφης μορφής των ολύμπιων θεών και εντόπιζε την ύπαρξη των φυσικών φαινομένων στην φύση και όχι την οργισμένη θεϊκή παρέμβαση. Απαξίωνε την μαντεία και οποιαδήποτε εκδήλωση λατρείας σε θεούς και «απεσταλμένους» τους. Λοιδορούσε σκωπτικά τον αθλητισμό και την διασπάθιση δημοσίου χρήματος για τις ανάγκες αυτού, καθώς υποτιμούσε την ποιότητα των αθλητών κυρίως όσον αφορά την πνευματική τους συνεισφορά και αξία στην κοινότητα. Η διερευνητική του δράση διατρεχόταν από την εξέταση των φυσικών φαινομένων και την κατανοητική επάρκεια όσον αφορά την προέλευση των μετερεολογικών φαινομένων, σε μια μόνιμη εκζήτηση της αλήθειας.
Ήταν ένθερμος πολέμιος της μετεμψύχωσης, καθότι υπήρξε και ο γράφων του γνωστού ανέκδοτου για τον Πυθαγόρα και τον σκύλο, ενώ δεν έχανε ευκαιρία να καυτηριάσει τον Όμηρο και τον Ησίοδο που παρουσίαζαν τους θεούς με ανθρωπόμορφη εμφάνιση, κάτι που κυριαρχεί στον πυρήνα της σκεπτικιστικής του έποψης, διυλίζοντας οποιαδήποτε επιβολή μεταφυσικών και υπερφυσικών αφηγημάτων που δεν συνάγονταν από την λογική. Κατέκρινε τους ομότεχνούς του για το περιεχόμενο των λεγομένών τους σχετικά με τον τρόπο που προσέγγιζαν το θείο, απείχε αμετακίνητα από την πεποίθηση ότι υπάρχουν οι παραδοσιακοί θεοί και φρονούσε ότι ο κόσμος και ο Θεός είναι το ένα και το αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει Θεός όπως τον νομίζουμε, ο Θεός είναι ένας, ο ίδιος ο κόσμος, καθώς το ένα ανακύπτει από το άλλο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η άποψή του αυτή είναι μια προεόρτια μονοθεϊστική θέαση, ως ο πρώτος αρχαίος μονοθεϊστής της ελληνικής ιστορίας, μια καινοφανής σύλληψη για τον ελλαδικό χώρο της εποχής.
Μολαταύτα, διαχώρισε την γνώση από την πίστη θέλοντας να εξάρει την διαφορά του να πιστεύεις ότι γνωρίζεις κάτι και να έχεις γνώση πάνω σε κάτι (ο Πλάτωνας αργότερα ομοίως τα ξεχώρισε ως πεποίθηση και γνώση). Ο Ξενοφάνης εμφάνισε έντονο ενδιαφέρον για τον φυσικό κόσμο όπως όλοι οι Μιλήσιοι πρόδρομοί του που ονομάζονται και «Φυσικοί», καθότι υπήρξαν επίμονοι θιασώτες της ορθολογικής εξήγησης των φαινομένων της φύσης. Σε διασωζόμενα απόσπασματά του αναφέρονται ερμηνείες φυσικών φαινομένων και εκτιμήσεις για τις υφαιστιακές εκρήξεις, το νερό των σπηλαίων, την ύπαρξη συννέφων που την αποδίδει στον ατμό που προκαλείται από την δύναμη του ήλιου και ανυψώνονται στον αέρα, το ουράνιο τόξο και πολλά άλλα που για αυτόν δεν ήταν επουδενί θεϊκά μηνύματα και μελέτησε κατά την διάρκεια των πολυετών ταξιδιών του στο εξωτερικό και κυρίως στην Νότια Ιταλία τα απολιθωμένα ζώα που συναντούσε.
Η δυσκολία στην εννοιολογική αποκρυπτογράφηση της θέσης του περι Θεού από τους επόμενούς του εξαιτίας σφαλερής μεθερμήνευσής τους που λειτούργησε σαν χαλασμένο τηλέφωνο λόγω των αμφίσημων ισχυρισμών του, ήταν συνήθης τότε, με πρώτο και σημαντικότερο να κρατάει τα λάβαρα της αμφισημίας και του διφορούμενου λόγου τον οξυδερκή Ηράκλειτο. Επομένως δεν ήταν λίγες οι φορές εξαιτίας της παρέλευσης ετών και της παρεμβολής διαφόρων ατόμων που έπονταν, η αρχική θέση κάποιου να διαστρεβλωθεί ακουσίως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το έργο του εκφυλιζόταν στο σύνολό του, απλώς έμενε αναπάντητη η ακριβής, συγκεκριμένη θέση. Η γνώμη του Ξενοφάνη για τον κόσμο συνδέεται εν πολλοίς με τον Παρμενίδη (ότι δηλαδή ο κόσμος είναι ένας) και ο Πλάτωνας είπε ότι ο Ξενοφάνης πρέσβευε ότι η πραγματικότητα είναι ενιαία, αμετάβλητη και αιώνια και ότι η έννοια που απέκτησε η λέξη «Θεός» αργότερα συν τω χρόνω, δεν ανταποκρίνεται στην έννοια που προσέδωσε ο Ξενοφάνης καθώς ο ίδιος όπως γνωρίζουμε απέκλειε την ύπαρξη παραδοσιακών θεών.
Ο Ξενοφάνης βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο παλμαρέ των σημαντικότερων φιλοσόφων, με την συνεισφορά του ειδικά στην θεολογική ερμηνεία να είναι πολύτιμα επιδραστική, στηλιτεύοντας τον ανθρωπομορφισμό των Θεών, την πολυθεΐα και την άκριτη λατρεία σε αυτούς. Συνήθιζε να απαγγέλει τα ποιήματά του σε συμπόσια γνωστά ως συμποτικές ελεγείες και ήταν ένας ταξιδιώτης της φύσης και της ζωής που πάντοτε αταλάντευτα το ανήσυχό του μυαλό έψαχνε εξηγηματικές διεξόδους από τα «μυστήρια της φύσης» που τότε αποδίδονταν σε θέσφατα (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής του μέτρου και της γνώσης, απομυθοποιώντας τις υλικές απολαύσεις που λειτουργούν ως ανάχωμα στην πραγματική αξία της ζωής και διατεινόταν ότι τα αγαθά του πολιτισμού μας είναι δημιουργήματα του ανθρώπου και μόνο και ανήκουν αποκλειστικά σε αυτόν και σε καμία θεϊκή πρωτουβουλία και εκτέλεση. Απαρασάλευτος στις αρχές του, ήταν ένας φιλόσοφος- γεωργός που έσπειρε τον σπόρο της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης σε πακτωμένες τότε αντιλήψεις, διανοίγοντας διαφορετικές προοπτικές. Ο ίδιος μακροημέρευσε και οι απόψεις του συνέχισαν το ταξίδι του ίδιου εις το διηνεκές. Ο Ξενοφάνης ήταν ένας Ίωνας στοχαστής γέννημα-θρέμμα του λίκνου της φιλοσοφίας και του πρακτικού στοχασμού, την Αρχαία Ελλάδα.