Συνέντευξη στη Ζέτα Τζιώτη
Κοιτώντας τα τελάρα του εικαστικού Νίκου Λαγού, ο θεατής διαπιστώνει μια τολμηρή αίσθηση του χρώματος και της σύνθεσης στο όριο μιας λεπτής ισορροπίας εννοιών όπως ο έλεγχος και ο αυθορμητισμός, η απειλή και η σύνεση, ο θάνατος και η ζωή. Ρομαντικός κατά βάθος, στα έργα του διαφαίνεται η αγνότητα των αξιών μιας νεανικής ψυχής. Η τέχνη αποτελεί αναμφισβήτητα για τον ίδιο καλλιτέχνη ανάγκη έκφρασης, επικοινωνίας και αυτοπροσδιορισμού.
Ειλικρινής όπως πάντα ο ταλαντούχος καλλιτέχνης απάντησε στις ερωτήσεις μας.
-Νίκο, πώς προέκυψε αυτή η στροφή στη ζωή σου και έπαψες να ασκείς το επάγγελμα του αρχιτέκτονα και αφοσιώθηκες στην Τέχνη;
-Βγήκε σαν ανάγκη. Η αρχιτεκτονική μου άρεσε μεν, αλλά ήταν κάτι που έβλεπα περισσότερο σαν επαγγελματική αποκατάσταση. Και, κατά τη διάρκεια μιας προσωπικής κρίσης, ανακάλυψα τη χαρά της ζωγραφικής. Δεν ήταν εύκολη απόφαση, είχε μεγάλο προσωπικό κόστος, αλλά έστω και αργά βρήκα την αληθινή μου ταυτότητα.
-Πόσο σε επηρέασαν οι καθηγητές σου στην ΑΣΚΤ;
-Δεν μπορώ να πω ότι επηρεάστηκα ιδιαίτερα από τους καθηγητές μου σε επίπεδο ζωγραφικής.
Είχα ήδη πίσω μου τις σπουδές στην αρχιτεκτονική και αρκετές προσλαμβάνουσες σχετικά με την τέχνη. Δεν ήμουν ένα πρωτόβγαλτο δεκαοχτάχρονο αγόρι που θαμπώνεται από την αίγλη των καθηγητών του. Είχα ήδη στο μυαλό μου μια εικόνα για το τι θέλω να κάνω.
Ωστόσο στη Σχολή έμαθα να κρίνω και να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που κάνω και πώς να το κάνω καλύτερα. Έλαβα περισσότερο ψυχολογική παρότρυνση, ειδικά από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, που εκτός από ταλαντούχος ζωγράφος είναι ένας εξαιρετικά καλλιεργημένος και ευγενικός άνθρωπος.
-Θυμάσαι κάποια ανέκδοτα περιστατικά στη Σχολή; Θα τολμούσες να αναφερθείς σε παραστατικά που ποτέ δεν έχεις ξανασυζητήσει;
-Θυμάμαι ένα περιστατικό που κάποια κοπέλα χλεύαζε ένα έργο μου γιατί η δουλειά μου είχε αρχίσει να έχει πέραση κι εγώ να ξεχωρίζω, κι αυτό προφανώς ενοχλούσε.
Ζωγράφιζα λέξεις, σύμβολα και γενικά είχα δημιουργήσει ένα ρεύμα τότε στη σχολή. Ήταν σπάνιο κάποιος να γράφει λέξεις πάνω στους πίνακες και γενικά να ζωγραφίζει κάπως σαν γκράφιτι. Εγώ είχα επιρροές από την αμερικάνικη ζωγραφική κάτι που δε συνηθιζόταν τότε στην Ελλάδα. Κάποιοι ήταν λογικό να αντιδρούν.
Ο συγκεκριμένος πίνακας ήταν εντελώς αφαιρετικός, μαύρος και έδειχνε ένα όπλο, ένα πρόσωπο που έλεγε από κάτω Monk (μοναχός-καλόγερος) και κάποιες χαρακιές που συμβόλιζαν ίσως τους ανθρώπους που είχε σκοτώσει. Η κοπέλα λοιπόν άρχισε να λέει τι δουλειά έχει ο καλλιτέχνης να ζωγραφίζει όπλα και τι δουλειά έχει με όπλα και πού τα έχει δει αυτά και ποια είναι τα ερεθίσματά του και ένιωσα ότι κατά κάποιον τρόπο προσπαθούσε να βγάλει τη δουλειά μου επίπλαστη.
Η απάντηση μου ήταν, «Για να μην πάρω κανένα, προτιμώ να τα ζωγραφίζω». Ο Ψυχοπαίδης που γενικά με υπερασπιζόταν φυσικά ονόμασε τις παρατηρήσεις της κοπέλας άστοχες και συνέχισε την παρουσίαση του έργου μου.
Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι είναι ότι κατά την διάρκεια της παρουσίασης της πτυχιακής μου χρειάστηκε να απουσιάσω. Λίγες μέρες πριν ωστόσο, και εντελώς συμπτωματικά, είχα πει ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να λάμψει δια της απουσίας του γιατί μιλάνε γι’ αυτόν τα έργα του. Δεν χρειάζεται να παρίσταται ο ίδιος. Έτσι, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν πήγα για προσωπικούς λόγους, κυκλοφόρησε μια φήμη ότι το έκανα επίτηδες. Ίσως και εγώ να μην έκανα κάτι για να διαψεύσω τις φήμες.
Αν και κατά λάθος και για λάθος λόγους, το όνομά μου ακουγόταν παντού κι εμένα κάπως μου άρεσε όλο αυτό. Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στα χρονικά της σχολής! Ήταν η αιτία που πρώτη φορά δεν πήρα καλούς βαθμούς, παρόλο που είχα προταθεί πολλές χρονιές για υποτροφία.
-Αντιλαμβάνομαι ότι οι έννοιες της ζωής και του θανάτου, της ερωτικής έλξης και της σεξουαλικής επιθυμίας, της τρυφερότητας και της ρευστότητας των έμφυλων σχέσεων, της απώθησης και της μοναξιάς, της καταπίεσης αλλά και της απελευθέρωσης εκφράζονται στου πίνακές σου.
Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης για σένα;
-Αναφέρεσαι μάλλον στην τελευταία μου έκθεση με τίτλο «Νεκροκεφαλές και καρδιές». Αυτή ήταν μια γενικά μονοδιάστατη, θα την έλεγα, έκθεση.
Με είχε κυριεύσει μια μανία γύρω από το δίπολο έρωτα και θανάτου που αφορούσε κυρίως την προσωπική μου ζωή εκείνα τα χρόνια. Σε γενικές γραμμές, τα έργα μου αναφέρονται περισσότερο σε υπαρξιακά θέματα, σε θέματα αναζήτησης ταυτότητας.
Τα πρώτα χρόνια κυρίως ήταν πολύ έντονες και οι κοινωνικές αναφορές, και μετά τα χρόνια της κρίσης παρείσφρησε και το πολιτικό στοιχείο. Ένας συλλέκτης και καλός μου φίλος είπε ότι τα έργα μου είναι αμιγώς πολιτικά και έκατσα και τα κοίταξα ξανά όλα απ’ την αρχή. Δεν άλλαξε η γνώμη που είχα για αυτά. Αν κάποιος μου έλεγε ότι είναι αμιγώς υπαρξιακά μπορεί και να έλεγα ναι. Έστω κι αν πολλά υπαρξιακά θέματα προκύπτουν μέσα από κοινωνικές δυσκολίες που και αυτές με τη σειρά τους έχουν τις ρίζες τους στην πολιτική. Το πολιτικό πάντα υπάρχει, πάντα υπήρχε, αλλά ποτέ δεν είναι αμιγώς πολιτικά.
Έκανα το έργο «Bubbles» που μου πήρε σχεδόν τρεις μήνες να το ολοκληρώσω. Κάποιος μπορεί να το δει με πολιτικοοικονομική μάτια. Διάβασα κάπου μια τέτοια ανάλυση. Φυσικά και θα συμφωνήσω μαζί της. Κάποιος άλλος μπορεί να κάνει μια ψυχολογική ανάλυση του ίδιου έργου. Και με αυτή θα συμφωνήσω. Αν με ρωτήσεις τι σκεφτόμουνα όταν το έκανα, πιστεύω ότι είναι όλα μαζί, είναι ένα πράγμα όλα αυτά.
-Ποια τεχνική σε εκφράζει περισσότερο; Τι υλικά χρησιμοποιείς; Σου αρέσει να πειραματίζεσαι;
-Χρησιμοποιώ ακρυλικά χρώματα σε κουτιά και κάποια σε σωληνάριο, ακρυλικούς μαρκαδόρους και παλιότερα λαδοπαστέλ που όμως τα χρησιμοποιώ όλο και λιγότερο τα τελευταία χρόνια. Έκανα μία έκθεση με λαδομπογιές, που μου άρεσε το αποτέλεσμα και η χρήση του υλικού αλλά δεν έχω την υπομονή να περιμένω να στεγνώσουν τα λάδια. Έτσι επέστρεψα στα ακρυλικά όπως έκανα τόσα χρόνια, γιατί μου επιτρέπουν να δουλεύω πιο αυθόρμητα.
-Όταν ακούς μουσική που σε ευχαριστεί ή διαβάζεις ένα ποίημα που σε εκφράζει, αυτό σου δημιουργεί τη διάθεση να ζωγραφίσεις;
-Όταν ζωγραφίζω πάντα παίζει μουσική δυνατά. Όταν δεν συμβαίνει αυτό σημαίνει ότι έχω ξεχαστεί ή ότι είμαι πάρα πολύ συγκεντρωμένος. Η μουσική είναι συγκεκριμένη, δεν ακούω ραδιόφωνο. Οι διαφημίσεις και τραγούδια που δεν είναι του γούστου μου με αποσυντονίζουν.
Επίσης υπάρχουν κάποια αποσπάσματα από βιβλία λογοτεχνίας ή ποίησης που υπογραμμίζω και παίρνω μαζί μου στο εργαστήριο και που έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Περνάω διαστήματα που διαβάζω πολύ. Που διαβάζω πιο πολύ απ’ ό,τι δουλεύω. Βέβαια, αυτή είναι μια ανάπαυλα που τη χρειάζεται το μυαλό μου, που τη χρειάζεται το σώμα μου.
Στην ουσία όταν δεν έχεις ωράριο δεν σταματάς ποτέ να δουλεύεις, ακόμα κι όταν φαινομενικά απλώς αράζεις στον καναπέ με ένα βιβλίο. Η πληροφορία και τα συναισθήματα που γεμίζεις θα βγουν κάποια στιγμή στον καμβά. Το τελευταίο βιβλίο με το οποίο συνδιαλέχθηκα στη ζωγραφική μου είναι το Τέκνο του θεού του Κόρμακ ΜακΚάρθι.
Για μένα η τέχνη αποτελεί ανάγκη έκφρασης, ανάγκη προσδιορισμού, εύρεσης ταυτότητας, γενικά κάτι το οποίο βγαίνει από μέσα προς τα έξω
-Χρησιμοποιείς καβαλέτο;
-Όχι, δεν χρησιμοποιώ. Γενικά τα σύνεργα που χρησιμοποιώ είναι ευτελή ή και καθόλου. Καμιά φορά μπορεί να βάλω τα χρώματα ακόμα και στο πάτωμα του εργαστηρίου αν βιάζομαι ή αν είμαι σε οίστρο ζωγραφικό ή σε ό,τι επιφάνεια βρω μπροστά μου. Συνήθως πάντως χρησιμοποιώ τα αλουμινένια σκεύη ψησίματος ή μεταφοράς φαγητού που πουλάνε στο σουπερμάρκετ.
-Θα μπορούσες να κατατάξεις τη δουλειά σου σε κάποιο ζωγραφικό ρεύμα;
-Σίγουρα στο ρεύμα του εξπρεσιονισμού. Για μένα η τέχνη αποτελεί ανάγκη έκφρασης, ανάγκη προσδιορισμού, εύρεσης ταυτότητας, γενικά κάτι το οποίο βγαίνει από μέσα προς τα έξω. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που απολαμβάνω την τέχνη, και μ’ αυτό εννοώ ότι ένας ιμπρεσιονιστικός πίνακας μπορεί να μου αρέσει πολύ περισσότερο από έναν εξπρεσιονιστικό.
-Τι ρόλο παίζει το σύμβολο και η αλληγορία και πώς εκφράζεται στους πίνακές σου;
-Τα έργα μου είναι γεμάτα συμβολισμούς και αλληγορίες. Υπάρχει αφήγηση σχεδόν σε κάθε πίνακα. Αν δεν υπάρχει μια ιστορία νιώθω ότι ο πίνακας δεν είναι ζωντανός.
Δε βλέπω τον πίνακα απλώς σαν μια εικόνα, αλλά σαν μια ιστορία. Προσπαθώ μέσω του ρυθμού και των συμβόλων να φτιάξω ένα σύνολο που να ρέει, να χορεύει μέσα στον καμβά με έναν τρόπο που να είναι ταυτόχρονα βίαιος και αρμονικός, χαοτικός και τιθασευμένος. Στοιχεία δηλαδή εντελώς ετερόκλητα που προσπαθώ να τα κάνω να ισορροπήσουν και να συμβιώσουν μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο εμμέσως προσπαθώ να εντοπίσω και να συμφιλιώσω και τα δικά μου αντίστοιχα αντικρουόμενα στοιχεία. Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι η τέχνη θεραπεύει και γίνεται συχνά βιωματική ή έχει στοιχεία αναζήτησης ταυτότητας.
-Ποιοι είναι οι καλλιτέχνες που σε έχουν εμπνεύσει;
-Σίγουρα ο J.M.Basquiat. Η ζωγραφική του με έκανε να αλλάξω επάγγελμα και με επηρέασε τόσο πολύ που για χρόνια προσπαθούσα να τον ξεπεράσω, σε σημείο που καμιά φορά νόμιζα ότι έχανα τον δικό μου εαυτό και την δικιά μου ταυτότητα. Είμαι σίγουρος πως βρήκα και τα πατήματα και την ταυτότητα και τον εαυτό μου μετά από πολλά χρόνια και κοιτάω πια περισσότερο την ευρωπαϊκή ζωγραφική και τον ευρωπαϊκό εξπρεσιονισμό.
Όταν πρωτοάρχισα να ασχολούμαι με τη ζωγραφική ήμουν σαν σφουγγάρι που ρούφαγε όλα όσα με εντυπωσίαζαν. Ήταν πολλοί οι ήρωές μου και λίγο–πολύ εκείνοι με δημιούργησαν, εκείνοι με έκαναν αυτό που είμαι. Επίσης έχω επηρεαστεί σημαντικά από τα κόμικς.
Έχω διαβάσει κάθε τεύχος της Βαβέλ, του Παραπέντε όταν ήμουν νέος. Από καλλιτέχνες ποιον να πρωτοαναφέρω, πολύ περιεκτικά να πω τους Twombly, Penck, Guston… Αλλά τα τελευταία 15 χρόνια έχω την αίσθηση ότι τα πράγματα στη ζωγραφική έχουν εκφυλιστεί από τότε που τα ήξερα. Δεν ξέρω πια τι να πιστέψω.
Η τέχνη είναι ο κοινός μας τόπος ως είδος
-Πώς δηλαδή επιλέγεις τα χρώματα που συνθέτουν το καμβά σου;
-Τα χρώματα για εμένα είναι συναίσθημα, σε καμιά περίπτωση δεν επιλέγω ένα χρώμα επειδή ταιριάζει με ένα άλλο.
Ο τρόπος που θα τα διαλέξω και θα τα χρησιμοποιήσω είναι εντελώς ανοιχτός. Και βέβαια πειραματίζομαι και παίζω με τα χρώματα, με την αρμονία και την έλλειψή της. Αν δεν μου αρέσει κάτι, το σβήνω δημιουργώντας υφές. Ο καμβάς είναι ο χώρος όπου μπορώ να είμαι ελεύθερος. Στη δική μου αυτή η ελευθερία θέτονται οι δικοί μου και μόνο περιορισμοί. Οι οποίοι είναι πολλοί. Εννοείται πως από κάτω υπάρχει πάντα η δική μου αισθητική, αυτό είναι κάτι από το οποίο δεν μπορώ να απελευθερωθώ ούτε και θέλω.
-Αγαπημένη σου ρουτίνα…
-Είμαι άνθρωπος που του αρέσουν οι ρουτίνες γιατί με ηρεμούν. Είναι σαν ένα είδος προσωπικού τελετουργικού. Η αγαπημένη μου ρουτίνα είναι η πρωινή. Αφιερώνω πολύ χρόνο στο να φτιάξω έναν καλό καφέ και ένα καλό πρωινό. Θα βάλω τη μουσική που μου αρέσει σε ένα καλό στερεοφωνικό και θα τα απολαύσω παρέα με τον γάτο μου πριν φύγω για το εργαστήριο. Με χαλαρώνει αυτή η ώρα που αφιερώνω στον εαυτό μου και δουλεύω με περισσότερη όρεξη.
Αν για κάποιο λόγο πρέπει να φύγω βιαστικά από το σπίτι και παραλείψω την πρωινή μου ρουτίνα, μπορεί και να μην πάω να δουλέψω. Έχω αρκετούς ψυχαναγκασμούς, το παραδέχομαι.
-Σε τι επίπεδο πιστεύεις ότι η τέχνη κάνει καλύτερη την ανθρώπινη ύπαρξη;
-Η τέχνη είναι ο κοινός μας τόπος ως είδος. Εκεί συναντιόμαστε για να νιώσουμε ότι είμαστε κάτι πιο μεγάλο από τον εαυτό μας. Εκεί ψάχνουμε την ιδιαίτερη ταυτότητά μας αλλά και τη θέση μας μέσα στο όλο που λέγεται κοινωνία και κόσμος. Σχεδόν κάθε μορφή τέχνης είναι μια απόπειρα φυγής και λύτρωσης από την «πεζότητα» της ανθρώπινης ύπαρξης. Υπό αυτή την έννοια, η τέχνη δρα υπερβατικά και απελευθερωτικά.
Επίσης η τέχνη σαν μορφή έκφρασης μπορεί να δώσει φωνή σε ανθρώπους και ομάδες που δεν έχουν τη δύναμη να φωνάξουν ή που δεν ακούγονται πουθενά κι ας φωνάζουν. Η τέχνη δεν είναι μόνο ομορφιά, είναι και καταγγελία. Είναι η δύναμη που δεν ξέρουμε ότι έχουμε.
Who is who
Ο Νίκος Λαγός είναι απόφοιτος της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών Αθήνας (ΑΣΚΤ) με καθηγητή τον Γ. Ψυχοπαίδη.
Από το 2005 έχει πραγματοποιήσει δέκα ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα, Βρυξέλλες και Ζυρίχη, και έχει συμμετέχει σε πολυάριθμες ομαδικές σε μουσεία και ιστορικούς χώρους τέχνης σε Ελλάδα και Ευρώπη όπως, το μουσείο Μπενάκη (Ελλάδα), η Δημοτική Πινακοθήκη Αθήνας, το Βυζαντινό Μουσείο, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Μουσείο Γουναρόπουλου, Tart Gallery (Ελβετία), η Γκαλερί Αστρολάβος, η Γκαλερί Ζουμπουλάκη και η Γκαλερί Σκουφά.
Έργα του υπάρχουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές διεθνώς. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.